Τα τελευταία χρόνια στις Σκανδιναβικές χώρες η αστυνομική λογοτεχνία αναπτύσσεται με αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Η απήχησή της στο κοινό είναι τόσο σημαντική ώστε ασχολούνται με αυτήν ακόμα και συγγραφείς που έχουν καλλιεργήσει διαφορετικά είδη. Δεν αποτελεί, επομένως, έκπληξη που ανάμεσα στα ονόματα αστυνομικών συγγραφέων περιλαμβάνονται και πρόσωπα που είναι γνωστά με άλλη ιδιότητα. Ενα από αυτά είναι και η γεννημένη το 1958 Αννε Χολτ, πρώην αθλητικογράφος, πρώην παρουσιάστρια δελτίου ειδήσεων στην τηλεόραση, πρώην δικηγόρος και – τι έκπληξη! – πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της πατρίδας της την περίοδο 1996-1997. Το μυθιστόρημά της Αυτό που μου ανήκει μολονότι έχει στοιχεία από τη σημερινή αστυνομική αμερικανική λογοτεχνία των μπεστ-σέλερ είναι ένα κατ’ εξοχήν σκανδιναβικό προϊόν και δείχνει την κατάσταση των οικογενειακών σχέσεων στη Νορβηγία.


Κεντρικοί ήρωες η Ινγκερ Γιοχάννε Βικ, πρώην προφάιλερ του FBI – ψυχολόγος με ειδίκευση στους δολοφόνους -, χωρισμένη μητέρα ενός εξάχρονου κοριτσιού, και ο επιθεωρητής Υνγκβαρ Στούμπε, που αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν από κοινού τους φόνους μικρών παιδιών. Η αφήγηση αρχίζει με την απαγωγή της μικρής Εμίλιε που πέφτει θύμα άγνωστου άνδρα την ώρα που επιστρέφει στο σπίτι από το σχολείο. Ο δράστης φαίνεται ψυχοπαθής αλλά διακρίνεται για την εξαιρετική ευφυΐα του. Τι τον ωθεί στις πράξεις του; Τα εγκλήματά του έχουν σεξουαλικό κίνητρο; Για τις ανάγκες της έρευνας η Βικ μεταβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βοστώνη, όπου ζει ο Αβελ Σέγιερ, ένας πρώην φυλακισμένος για τον βιασμό και τον φόνο ενός κοριτσιού που διαπράχτηκε πριν πολλά χρόνια. Αραγε είναι αθώος; Και πώς συνδέεται η παλιά ιστορία του με εκείνην της Εμίλιε;


Η Αννε Χολτ όμως δεν μένει στην παράλληλη εξιστόρηση των πεπραγμένων του παρανοϊκού δράστη και των αστυνομικών που τον καταδιώκουν, αλλά μιλάει για την πατρίδα της, τη Νορβηγία, μια σχεδόν άγνωστη χώρα στους Ελληνες, που ταλανίζεται από ποικίλα προβλήματα. Οχι, δεν αναλύει τη νορβηγική κοινωνία, στο βιβλίο της δεν καταπιάνεται με προβλήματα εγκληματικότητας συνδεόμενα με τη μοναξιά, την ανεργία, τη διαφθορά, την πολιτική, κάτι που απασχολεί τους μεσογειακούς αστυνομικούς συγγραφείς, αλλά και ορισμένους Σκανδιναβούς. Εξάλλου, όπως διαβάζουμε, στη Νορβηγία δεν σκοτώνουν εύκολα παιδιά και οι περισσότεροι φόνοι εκεί είναι «εγκλήματα πάθους», αποτελέσματα οικογενειακών προστριβών, παθολογικής ζήλιας ή κατανάλωσης αλκοόλ. Το κύριο μέλημά της είναι να δείξει τις προβληματικές σχέσεις γονέων και παιδιών σε μια χώρα με υψηλά ποσοστά διαζυγίων κι επομένως παιδιών που μεγαλώνουν με έναν γονέα ή χωρίς γονείς, δηλαδή με άτομα του συγγενικού τους περιβάλλοντος.


Το Αυτό που μου ανήκει πραγματεύεται επίσης το ζήτημα της εκδίκησης που ενίοτε είναι ανελέητη. Ανθρωποι με νορμάλ ζωή αλλά σκοτεινές παρορμήσεις απειλούν να ανατρέψουν την κοινωνική ηρεμία, επειδή τους στερούν τα γονικά δικαιώματα. Ο άνδρας που σκοτώνει παιδιά και θεωρεί τον εαυτό του θύμα ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ισως να φταίει και το ψυχρό κλίμα: τον Ιούνιο, που διαδραματίζεται η ιστορία, τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό, ο ήλιος δεν φαίνεται, κάνει κρύο. Εκτός από το έργο της, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ίδια η συγγραφέας: είναι ομοφυλόφιλη και ζει μεταξύ Νορβηγίας και Γαλλίας μαζί «με τη σύζυγο και την κόρη της», διαβάζουμε στο βιογραφικό της στο «αφτί» του βιβλίου.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.