Με την έκδοση του δεύτερου τόμου, αφιερωμένου στην Αμοργό της αρχαιότητας, η καθηγήτρια Λίλα Μαραγκού καθιερώνεται ως η ιστορικός της Αμοργού καθώς μετά την αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας Μινώας που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο, τώρα στον δεύτερο δημοσιεύονται τα διεσπαρμένα σε όλη την Αμοργό αρχαία μνημεία. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στα μεμονωμένα αρχαία οχυρά που τους έχει δοθεί το συμβατικό όνομα Πύργοι. Από αυτούς τους πύργους γνωρίζαμε μόνο τρεις ουσιαστικά: τον Πύργο στο Χωριό, στην Αγία Τριάδα Αρκεσίνης, τον Πύργο στο Τερλάκι και τον Πύργο στο Ρίχτι. Για τους πύργους της Αμοργού οι έρευνες ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα. Τότε για πρώτη φορά αναφέρθηκε και σχεδιάστηκε από τον Λουδοβίκο Ρος ο Πύργος της Αρκεσίνης. Τώρα, καθώς έχουν εντοπιστεί πολλοί ακόμη πύργοι, επιχειρείται να απαντηθούν ερωτήματα που έχουν σχέση με την ακριβή χρονολόγησή τους και τη χρήση ή τις χρήσεις τους, τις σχέσεις τους με την οικονομία του τόπου και την άμυνα, καθώς επίσης και τους λόγους κατάρρευσης και οριστικής εγκατάλειψής τους. Στον τόμο έχουν καταγραφεί 26 πύργοι και σε πολλούς οι τοίχοι έχουν σωθεί μέχρι τα 3-4 μέτρα.


Από τον φόβο του αράπη


Οχυρές αγροικίες με οπτική σύνδεση μεταξύ τους, οι πύργοι αυτοί τουλάχιστον, που μελετήθηκαν από την κυρία Μαραγκού, δεν ήταν απλώς φρυκτωρίες που μετέδιδαν μηνύματα άλλοτε στρατιωτικής φύσεως ή και αμέσου ανάγκης από τη μία τοποθεσία στην άλλη. Επί πολλούς αιώνες οι νησιώτες ζούσαν στους πύργους και καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, ενώ παράλληλα τους χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση των σιτηρών, των οσπρίων, του λαδιού και όλων των αγαθών της διατροφής τους, όπως φαίνεται από κατάλοιπα που έχουν βρεθεί εκεί, ενώ οι αρχαίες επιγραφές που σώθηκαν, άλλες εντοιχισμένες και άλλες σπαρμένες στον περίγυρό τους, αναφέρονται σε ενοικιάσεις χωραφιών, στη χρήση των αγροτικών οχυρωμένων οικιών κ.λπ. Επίσης έχουν ακόμη επιζήσει ονόματα όπως του Φράγκου, του Γιαννούλη, της Αρμένισσας. Είναι όλα κτητικά τοπωνύμια που δηλώνουν την αδιάκοπη συνέχεια στην κτήση και στη χρήση των πύργων, που τώρα πια έχουν εγκαταλειφθεί.


Γιατί εγκαταλείφθηκαν; «Από τον φόβο του αράπη» λέει γελώντας η συγγραφέας, που γεννήθηκε και έζησε εκεί τα πρώτα παιδικά χρόνια, προτού έρθει στην Αθήνα. «Τα παιδιά ως τώρα πίστευαν ότι στη σκοτεινή τρύπα των ερειπίων ένας Αράπης φύλαγε το κιούπι με τον θησαυρό και κανείς δεν πλησίαζε». H αλλαγή της ζωής στους τελευταίους αιώνες ασφαλώς θα οδήγησε στην εγκατάλειψη και παράλληλα στην απάλειψη των αρχαίων μονοπατιών και δρόμων που σήμερα έχουν ολοκληρωτικά χαθεί. Οι πύργοι είχαν κτιστεί σε εύφορες αλλά και άγονες περιοχές. Μερικοί βρίσκονται σε απόμακρα σημεία όπου τα ορεινά σπόριμα χωράφια, όπως υποστηρίζει η κυρία Μαραγκού, αναγκαστικά έπρεπε να αρκέσουν για τη διατροφή των άλλοτε λιτοδίαιτων νησιωτών. H ίδια, ανατρέχοντας στον Ισοκράτη, σημειώνει: «οι νησιώτες ήταν αναγκασμένοι διά σπανιότητα γης, όρη γεωργείν» και χάρις στο φίλεργον και στην πανάρχαιη φιλοπονία τους οι Αμοργιανοί επιβίωναν μετατρέποντας με τον ιδρώτα τους τον σκληρό βράχο σε καρπερό χώμα. Και προσθέτει μια γραφική μαρτυρία των αρχών του 20ού αιώνα για τον μόχθο των μη προνομιούχων Αμοργιανών, οι οποίοι «μαζεύουνε το χώμα με τη χούφτα, βγά(λ)νουνε μία μία τις πέτρες, φτειάχνουνε πεζούλια για να μην το παίρνουνε τα νερά και ‘κεί σπέρνουνε».


Στους νεότερους χρόνους τρεις πύργοι μνημονεύθηκαν κατ’ αρχήν από τον Λουδοβίκο Ρος, κατά το πρώτο ταξίδι στο Αιγαίο που έκανε ο ελληνιστής, έφορος Αρχαιοτήτων και πρώτος καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λίγα χρόνια αργότερα ένας Αμοργιανός ελληνοδιδάσκαλος, ο Εμμ. Ιωαννίδης, κατέγραψε τις μαρτυρίες του και αποτύπωσε την κάτοψη. Σύντομη μνεία έγινε και από μεταγενέστερους επισκέπτες, ώσπου τελικά, στη δεκαετία του ’70, όταν η συγγραφέας άρχισε την ανασκαφή της Μινώας, ο καθηγητής M. Κορρές σχεδίασε τον Πύργο της Αρκεσίνης και πρόσθεσε και μια σχεδιαστική πρόταση αποκατάστασής του. Στην έκδοση οι αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις οφείλονται στις κυρίες Γ. Αναστασιάδου και Γ. Αντωνίου.


Αποτυπώσεις και πληροφορίες


Στο πρώτο μέρος του τόμου περιέχεται το ιστορικό της έρευνας από τον 19ο αιώνα και μια συνοπτική έκθεση της προεργασίας των τελευταίων χρόνων. Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στους 26 πύργους της Αμοργού που έχουν εντοπιστεί και συνοδεύονται από αποτυπώσεις και πληροφορίες για τον καθένα, καθώς και χάρτες με τις αρχαίες οδικές συνδέσεις και τις οπτικές επαφές που υπήρχαν. Περιλαμβάνεται επίσης βιβλιογραφικός κατάλογος των οχυρών που έχουν βρεθεί και στα άλλα νησιά του Αιγαίου, από διαφορετικούς μελετητές. Ετσι η έκδοση μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο ολοκληρωμένη έρευνα που έχει γίνει ως τώρα γενικά σε αυτό το θέμα, ενώ με τα νέα στοιχεία που παρουσιάζονται, ανοίγει το κεφάλαιο της τοπικής οικονομίας που συμπληρώνει τις γνώσεις μας για τη ζωή κατά την αρχαιότητα στο Αρχιπέλαγος.


Πρόκειται για μια καθαρά επιστημονική έκδοση, έναν άθλο αρχαιολογικής έρευνας που κατορθώθηκε χάρη σε χορηγία του υπουργείου Αιγαίου (1993) για τη διεξαγωγή της έρευνας και επίσης του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου για την έκδοση του βιβλίου, αλλά κυρίως χάρη στον ζήλο της αρχαιολόγου, που διέτρεξε βουνά και λαγκάδια για να αποκαλύψει απόμακρα και ξεχασμένα κατάλοιπα αρχαίων μνημείων.