Ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου της ΕΔΑ στο Ηράκλειο Κρήτης, η Δεξιά και η Ασφάλεια τον υποδέχθηκαν το 1961 με προκηρύξεις «Εξω οι Βούλγαροι». Στις εκλογές της «βίας και νοθείας» που ακολούθησαν, ο δεξιός νομάρχης Ηρακλείου Νταουντάκης του τηλεφωνούσε κάθε λίγο και λιγάκι και του εξέφραζε τη λύπη του γιατί «με τα στοιχεία που είχε ως εκείνη τη στιγμή στη διάθεσή του δεν εκλεγόταν». Εκείνος του απαντούσε στερεότυπα: «Μη βιάζεστε. Ηρθαν οι Κουνάβοι; Τότε να με πάρετε». Και πράγματι, το αριστερό χωριό Κουνάβοι είχε ρίξει σχεδόν μονοκούκκι ΕΔΑ και της είχε δώσει την έδρα! Ετσι εκείνος άρχισε τις περιοδείες στον νομό. Η συγκυρία όμως ήταν δραματική διότι ο παγετός κατέστρεψε σε λίγο ολόκληρη σχεδόν τη γεωργική παραγωγή της Μεσσαράς. Σε κάποιο μποστάνι ήταν μαζεμένος κόσμος και στη μέση ένας λεβέντης αγρότης παπάς που ολοφυρόταν. Ολοι ένα γύρο ήταν θλιμμένοι και προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν, απαριθμώντας και τις δικές τους ζημιές.


Παιδί της πόλης


Ο νεαρός βουλευτής της ΕΔΑ, που ως παιδί της πόλης δεν είχε ιδέα από τα προβλήματα της υπαίθρου, πλησίασε και είδε τα έξοχα ως χθες κηπευτικά να βρίσκονται σε κακή κατάσταση, καμένα. Τότε μάζεψε όλο το κουράγιο του και ρώτησε την ομήγυρη: «Πόσων ετών ήταν οι ντομάτες;». Επεσε γενική βουβαμάρα. Και αμέσως ακούστηκαν οι πρώτες κοροϊδίες και τα χάχανα που γρήγορα γύρισαν σε καγχασμό. Τότε ένας γέρος φίλος του, βρακοφόρος, είπε δυνατά: «Αντε, μωρέ κοπέλι, μα εσύ δα δεν κατέεις πράμα. Καλά να ‘σαι, θα σε μάθουμε εμείς».


Μετά τις Στιγμές Ι, ο Λεωνίδας Κύρκος επανέρχεται με το δεύτερο μέρος των αναμνήσεών του να μας αφηγηθεί το έπος του ελληνικού λαού στις στιγμές του ένοπλου αγώνα εναντίον των ναζιστών κατακτητών αλλά και ύστερα, στα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια, την περίοδο της ανασυγκρότησης και της νομιμότητας για τους αγωνιστές της Αριστεράς, που με τη μοίρα τους ταυτίστηκε κι εκείνος, στην πρώτη μάλιστα γραμμή. Πολλά τα γεγονότα που περιγράφει, άλλοτε δραματικά, άλλοτε κωμικά. Ολα όμως ανεξαιρέτως ανασυνθέτουν γλαφυρά όχι μονάχα μια ολόκληρη εποχή της πατρίδας μας, αλλά και το ύφος και το ήθος της χαρισματικής προσωπικότητας του βετεράνου ηγέτη της Αριστεράς.


Τα παλιά στελέχη, θυμάται ο Λεωνίδας Κύρκος, είχαν μια αγαθοσύνη και ευπιστία που συχνά τους στοίχιζε ακριβά. Αυτό παρ’ ολίγον να συμβεί και στον κορυφαίο παιδαγωγό Μιχάλη Παπαμαύρο, από τους στενούς συνεργάτες του Δημήτρη Γληνού, που το Εθνικό Συμβούλιο του ΕΑΜ τον είχε εκλέξει μέλος του και έπρεπε πάση θυσία να προωθηθεί στο βουνό. Καθώς ήταν σε προχωρημένη ηλικία και δεν μπορούσε να υποβληθεί στη δοκιμασία της πολυήμερης πορείας, επιλέχθηκε η λύση του σιδηροδρόμου, ώστε να φθάσει στα Τρίκαλα και από ‘κεί στις ελεύθερες περιοχές. Το σύνθημα για να συνδεθεί με αυτούς που θα περίμεναν να τον παραλάβουν ήταν «Θέλω να αγοράσω στάρι και τρόφιμα». Στον σταθμό Λαρίσης ο Παπαμαύρος επιβιβάστηκε στο τρένο και κάθησε ανάμεσα σε ένα χοντρό μαυραγορίτη και μια κοπέλα. Καθώς δε οι καλοί του τρόποι του επέβαλλαν να συστηθεί, γύρισε πρώτα στην κοπέλα και μετά στον μαυραγορίτη και τους είπε: «Μιχαήλ Παπαμαύρος, παιδαγωγός». Ο τελευταίος αισθάνθηκε την υποχρέωση να ανταποκριθεί και μετά το όνομά του πρόσθεσε: «Πάω στα Τρίκαλα για να πάρω σιτάρι και τρόφιμα για τη φαμίλια μου. Εχω κάτι φίλους». Ξαφνικά ο Παπαμαύρος ένιωσε οικεία. Αυτές οι τελευταίες λέξεις κάτι ξύπνησαν μέσα στο μυαλό του. Εγειρε συνωμοτικά προς τον μαυραγορίτη και του ψιθύρισε: «Πάτε κι εσείς για τους αντάρτες;». Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του και κατάλαβε την γκάφα που είχε κάνει. Ο άλλος τον κοιτούσε συνοφρυωμένος. Το ίδιο και δυο-τρεις χωριάτες με άγριες φάτσες απέναντί του που φορούσαν τα χαρακτηριστικά ρούχα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στην άλλη άκρη μια ομάδα Γερμανοί παρατηρούσαν τους πάντες καχύποπτα και γρύλιζαν. Σφηκοφωλιά! Νόμισε ότι όλοι είχαν ακούσει την ερώτησή του και πως όπου να ‘ναι θα ξεσπούσε πάνω του ο κατακλυσμός. Γύρισε ξεφυσώντας μπροστά με όσο πιο αθώο ύφος μπορούσε. Ευτυχώς η ασθενική φωνή του είχε πνιγεί από τους θορύβους του τρένου και των επιβατών. Ο συνοδός του, πανικόβλητος, έσπευσε τότε να τον απομακρύνει άρον άρον και το επεισόδιο δεν είχε συνέχεια. Ο Παπαμαύρος έφθασε αισίως στο βουνό και έκανε άριστη δουλειά σαν επίτροπος Παιδείας στην ΠΕΕΑ, την Κυβέρνηση του Βουνού, όλο το 1944.


Στη στέπα του Ομσκ


Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Κίνα στα τέλη του 1959, στον δρόμο προς το αεροδρόμιο η ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία μαζί με τον Λεωνίδα Κύρκο χάνεται. Οταν φτάνουν τελικά, το αεροπλάνο, γεμάτο με πολλές ξένες αντιπροσωπείες, έχει απογειωθεί. Οι Κινέζοι χολοσκασμένοι, οι Ελληνες βλαστημούν γιατί θα χάσουν τις ανταποκρίσεις τους – άλλος για Μόσχα, άλλος για Ζυρίχη, άλλος για Αθήνα – και χαλάνε με ρωμαίικο τρόπο τον κόσμο. Το μεσημέρι στο ξενοδοχείο διαπιστώνουν μια εντυπωσιακή αλλαγή των Κινέζων σε σχέση με την προσήνεια και ευγένεια των προηγούμενων ημερών. Είναι αγέλαστοι, αμίλητοι και σκυθρωποί. Οι Ελληνες νομίζουν πως εκείνοι φταίνε, που με δική τους ευθύνη έχασαν το αεροπλάνο, και προσπαθούν να τους ευθυμήσουν. Μάταια. Στο τέλος του σιωπηλού γεύματος, ο αρχηγός των Κινέζων εξηγεί την αιτία αυτής της μεταστροφής: το αεροπλάνο με το οποίο θα έφευγε η ελληνική αντιπροσωπεία έπεσε στο Ομσκ της Σιβηρίας. Δεν υπάρχουν επιζώντες. Απλώνεται παγωμάρα. Επειτα από μια σύντομη συνεννόηση οι Ελληνες αποφασίζουν να φύγουν τελικά με τον Υπερσιβηρικό και ζητούν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους για να τους καθησυχάσουν. Ο αρχηγός των Κινέζων όμως εξηγεί στον επικεφαλής Γεώργιο Μαύρο πως υπάρχουν κάποιες «δυσκολίες». Πρώτον, τα δυστυχήματα δεν ανακοινώνονται εντός της Κίνας (τα… σοσιαλιστικά αεροπλάνα δεν ήταν δυνατόν να πέφτουν)· δεύτερον, η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει τη ΛΔ της Κίνας και μεταξύ των δύο χωρών δεν υπάρχουν τηλεπικοινωνίες και, τρίτον, οι σχέσεις της Κίνας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες είναι κακές, άρα δεν γίνεται να ζητηθεί διευκόλυνση. Ενα ταξίδι που ξεκίνησε τόσο χαρμόσυνα, είχε καταλήξει σε τραγωδία.


Επειτα από πολλές περιπέτειες η αποστολή φτάνει επιτέλους στην Αθήνα. Βλέποντάς τους ζωντανούς οι οικείοι τους δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Ο Τύπος είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο θέμα· κάποιες μάλιστα εφημερίδες πρόλαβαν να δημοσιεύσουν και νεκρολογίες των… αδικοχαμένων στην παγωμένη στέπα του Ομσκ. Σιγά σιγά ο Λεωνίδας Κύρκος και τα άλλα μέλη της αποστολής μαθαίνουν τα αγωνιώδη διαβήματα που έγιναν από τις οικογένειές τους για να πληροφορηθούν αν ζούσαν. Ακόμη και δυτικές κυβερνήσεις που είχαν ομαλές σχέσεις με την Κίνα και την ΕΣΣΔ κινητοποιήθηκαν και μεσολάβησαν. Τελικά, ένα δυτικό πρακτορείο ευαισθητοποιήθηκε και μετέδωσε στον υπόλοιπο κόσμο και στην Ελλάδα ότι οι έλληνες κοινοβουλευτικοί ήταν καλά και δεν είχαν αφήσει τα κόκαλά τους στη Σιβηρία, γιατί τελικά έχασαν το αεροπλάνο την τελευταία στιγμή!