Η συχνά κακή εμπειρία της επαφής με τις δημόσιες υπηρεσίες, η οποία περιλαμβάνει καθυστερήσεις, λάθη και αδικίες, συμπαρασύρει τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς (ΔΕΚΟ) σε μια απαξιωτική εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Την περίοδο 1981-2004 στη ΔΕΗ και στον ΟΤΕ έγιναν μεταρρυθμίσεις οι οποίες έδειξαν ότι ένας άλλος δημόσιος τομέας είναι εφικτός. Δεν συνέβη το ίδιο με την ΕΤΒΑ (που εν τέλει πουλήθηκε σε ιδιωτική τράπεζα) και την Ολυμπιακή (που κλυδωνίζεται επί δύο δεκαετίες), ενώ, όπως έδειξε η πορεία της ΔΕΗ μετά το 2004, η διαδικασία της μεταρρύθμισης δεν είναι γραμμική. Η αντίστροφη πορεία (πτώση κερδών, εμπλοκή των αλλαγών) είναι πιθανή όταν λείπουν το κατάλληλο πλαίσιο, το «κλίμα», οι κανόνες και η ηγεσία για την πραγματοποίηση της μεταρρύθμισης.


Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Β. Παπούλια, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην γενικού γραμματέα ΔΕΚΟ (1985-1987), προέδρου του ΟΤΕ (1996-1998) και της ΔΕΗ (2000-2004), αποκαθιστά την «τιμή» του δημοσίου τομέα. Η τιμή μιας δημόσιας επιχείρησης στην αγορά μπορεί να είναι υψηλή, εφόσον η σχετική διαδικασία γίνει προσεκτικά. Θα πρέπει να καθοριστούν ο τρόπος, η τιμή και η μεταβίβαση της τεχνογνωσίας της επιχείρησης. Οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν αποτιμώνται μόνο σε χρήμα· αποτιμώνται με τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή σωρευμένη εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς αυτές, καθώς η μεταπολεμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η βελτίωση της καθημερινής ζωής των πολιτών οφείλουν πολλά στις φθηνές παροχές ηλεκτρισμού και επικοινωνιών εκ μέρους του ΟΤΕ και της ΔΕΗ.


Μεταρρύθμιση και διαφθορά


Οι ΔΕΚΟ έχουν και μια «ηθική τιμή», καθώς τα φαινόμενα διαφθοράς είναι λιγότερο εκτεταμένα από ό,τι συνήθως νομίζεται. Η αρνητική δημοσιότητα γύρω από το Δημόσιο είναι μέρος τόσο του κομματικού ανταγωνισμού (με ορισμένες ΔΕΚΟ να γίνονται εύκολος στόχος της εκάστοτε νέας κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης) όσο και του επικοινωνιακού παιχνιδιού το οποίο εξυφαίνεται από ιδιωτικά συμφέροντα. Τα τελευταία είτε επιβουλεύονται μέρος της δημόσιας περιουσίας είτε αρνούνται να παραδεχτούν ότι οι ανταγωνιστές τους κέρδισαν έναν ανοικτό, διαφανή και αξιόπιστο δημόσιο διαγωνισμό. Για τον Παπούλια, όπως η μεταρρύθμιση δεν πραγματοποιείται με εξαγγελίες, π.χ., για την επανίδρυση του κράτους, έτσι και η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με καταγγελίες. Η μεν αντιμετώπιση της διαφθοράς πρέπει να είναι μέρος μιας ευρύτερης αντίληψης «που να είναι αναλυτική, συναινετική και να μετράει την αποδοτικότητα» και να συνοδεύεται από τήρηση της νομιμότητας και περιορισμό της σπατάλης. Η δε μεταρρύθμιση του Δημοσίου δεν είναι ένα τεχνικό πρόβλημα, το οποίο τίθεται εκτός του ιστορικού και πολιτικού πλαισίου του συγκεκριμένου κάθε φορά οργανισμού.


Η «κοινωνικοποίηση» των ΔΕΚΟ μετά το 1981 ήταν συμβατή με το άνοιγμα του κράτους στην κοινωνία και την αξίωση για συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Σήμερα, προκειμένου να μην αποτελέσουν τα κεκτημένα της κοινωνικοποίησης τροχοπέδη αλλαγών, πρέπει να ιδωθούν υπό νέο πρίσμα, καθώς οι ΔΕΚΟ δεν λογοδοτούν μόνον στους εργαζομένους αλλά και στους μετόχους τους, στο Κοινοβούλιο, στις ρυθμιστικές αρχές και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στο νέο αυτό πλαίσιο θα ήταν καλό στο βιβλίο να είχε γίνει σαφέστερος ο ρόλος των συνδικάτων, καθώς είναι φανερό ότι υπάρχει διαφορά αντιλήψεων και συγχρονισμού ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν την περαιτέρω μετοχοποίηση – ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ με προσεκτικά βήματα και σε όσους αντιδρούν σε οποιαδήποτε κίνηση στην κατεύθυνση της προσαρμογής των ΔΕΚΟ στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Εν όψει του έντονα ιδεολογικού χαρακτήρα της διαμάχης για τις ιδιωτικοποιήσεις και της επίδρασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ενός καταλύτη αλλαγών που δεν αναλύεται ξεχωριστά στο βιβλίο), θα άξιζε να αναλυθεί περισσότερο η παραδοχή ότι «οι ΔΕΚΟ πρέπει σταδιακά και μακροπρόθεσμα να αποδοθούν στον ιδιωτικό τομέα, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο». Αντίθετα, στο βιβλίο τεκμηριώνεται πλήρως ότι το ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο και η πελατειακή νοοτροπία καθυστέρησαν τις αλλαγές στο Δημόσιο.


Οι δύσκολες επιτυχίες


Δεν είχαν όλες οι αλλαγές το ίδιο επίπεδο δυσκολίας. Ετσι, η κατανομή των επιδοτήσεων της ΕΟΚ από το υπουργείο Γεωργίας, στο οποίο υπηρέτησε ο συγγραφέας την περίοδο 1981-1984, απαιτούσε διοικητικές αλλαγές σχετικά χαμηλής συνθετότητας, ήταν δηλαδή μια «επίλυση προβλημάτων». Αντίθετα, οι αλλαγές στον ΟΤΕ και στη ΔΕΗ έθεταν πιο σύνθετα προβλήματα, ανωτέρου επιπέδου, δηλαδή επιπέδου «διοίκησης αλλαγών» και «πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων». Το βιβλίο του Παπούλια είναι από τα ελάχιστα που απαντούν στο ερώτημα γιατί επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις, δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα αποτυχιών (π.χ., στην περίπτωση της ΕΤΒΑ) ή επιτυχιών (π.χ., ως προς τον ΟΤΕ και τη ΔΕΗ). Είναι επίσης ένα βιβλίο επιστημονικό, καθώς μετασχηματίζει την προσωπική εμπειρία διοίκησης μεγάλων οργανισμών σε υποθέσεις εργασίας για την κατεύθυνση και τον τρόπο των μεταρρυθμίσεων στο Δημόσιο και σε «πρακτικές οδηγίες» προς μεταρρυθμιστές. Οπως γράφει για τον συγγραφέα στον πρόλογο του βιβλίου ο Χ.Κ. Τσούκας «η θεωρητική του συγκρότηση του δίνει κατευθύνσεις για δράση, ενώ η πράξη τον βοηθά να εμπλουτίζει τη θεωρία του». Είναι τέλος ένα πολιτικό βιβλίο, αφού αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα στελεχών που βοήθησαν ή ανέστειλαν τις μεταρρυθμίσεις και ασκεί κριτική τόσο στη λαϊκιστική περίοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία όσο και στην αποσπασματική (και σε ό,τι αφορά τη ΔΕΗ εκδικητική για την προγενέστερη ηγεσία) προσέγγιση της ΝΔ όσον αφορά στη μεταρρύθμιση του κράτους μετά το 2004. Προσωπική μαρτυρία, επιστημονικό δοκίμιο και πολιτική παρέμβαση ταυτόχρονα, το βιβλίο του Παπούλια δίνει ένα παράδειγμα συνδυασμού ειδών του λόγου, καταλήγοντας σε μια πολύτιμη σύνθεση γνώσης και εμπειρίας.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.