«Ανέκαθεν μου άρεσαν οι δολοφόνοι, τους έβρισκα ενδιαφέροντες. Μήπως και ο παππούς μου, που σκότωσε τον δημοσιογράφο Βικτόρ Νουάρ, δεν ήταν κι αυτός δολοφόνος; Κι ο μακρινός μου πρόγονος Ναπολέων τι μεγαλειώδης δολοφόνος αλήθεια!». Τα προκλητικά αυτά λόγια, διατυπωμένα το 1952, ανήκουν σε μια γυναίκα με σπινθηροβόλο και ριζοσπαστικό πνεύμα που σφράγισε με την ασυνήθιστη και δυναμική προσωπικότητά της μια ολόκληρη εποχή. Ως και ο τρόπος που η Μαρία Βοναπάρτη ήρθε στη ζωή ήταν ασυνήθιστος (και οπωσδήποτε δραματικός). Κυριακή 2 Ιουλίου 1882, η πριγκίπισσα Ρολάνδου Βοναπάρτη βρίσκεται τρία ολόκληρα εικοσιτετράωρα στο αριστοκρατικό Σεν Κλου, εξαντλημένη από τις ωδίνες που αραιώνουν επικίνδυνα καθώς δεν καταφέρνει να γεννήσει φυσιολογικά. Τότε ο καθηγητής Πινάρ αποφασίζει να χρησιμοποιήσει εμβρυουλκό. Οταν όμως το μωρό έρχεται στον κόσμο, δεν κινείται καθόλου και το χρώμα του είναι πελιδνό. Επί μία σχεδόν ώρα ο σεβάσμιος καθηγητής φυσά αέρα στο στόμα του νεογέννητου για να μην πεθάνει από ασφυξία και τελικά τα καταφέρνει. Το πρώτο κλάμα του χαρίζει σε όλους ένα χαμόγελο ευδαιμονίας μα πάνω απ’ όλα στη μητέρα του Μαρί-Φελίξ. Εκείνη τις τέσσερις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν θέλει να το κρατά όσο γίνεται περισσότερο κοντά της, να το μυρίζει, να το αγγίζει. Μέχρι που την 1η Αυγούστου ο καθηγητής Πινάρ δίνει την άδεια στη λεχώνα να σηκωθεί και αποφασίζεται να δοθεί δείπνο σε στενό οικογενειακό κύκλο για να γιορταστεί το γεγονός. Η βραδιά τελειώνει και η Μαρί-Φελίξ αποσύρεται στο δωμάτιό της. Ξαφνικά όμως ένας διαπεραστικός πόνος στο πόδι την παραλύει. Ζητεί αμέσως να καλέσουν γιατρό και παπά να τη μεταλάβει. «Καημένε μου Ρορό, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ» προλαβαίνει να ψελίσει στον αδελφό της Εντμόν, που μπαίνει να δει τι συμβαίνει, και πέφτει άψυχη στα στρωσίδια. Οι γιατροί γνωματεύουν ως αιτία θανάτου την εμβολή.


Ο χρόνος που κυλάει


Η ζωή διεκδίκησε ό,τι θεωρούσε πως της ανήκε. Και το καχεκτικό εκείνο μωρό που συνήθιζαν να το φωνάζουν Μιμί μεγαλώνει με το γάλα της τροφού της Ροζ Μπουλέ, η οποία δεν κρύβει την προτίμησή της για το κόκκινο κρασί. Να πώς τη θυμάται η Μαρία Βοναπάρτη: «Είμαι καθισμένη σε κάποιο χαμηλό κάθισμα ή καρεκλάκι στο σπίτι της οδού Κουρ-λα-Ρεν, στο δωμάτιο της παραμάνας μου. Αυτή στέκεται όρθια μπροστά στο τζάκι, όπου καίει η φωτιά. Βάζει κρέμα στις τούφες από τα μαύρα της μαλλιά. Η κρέμα είναι μαύρη και βρίσκεται σε ένα άσπρο βαζάκι ακουμπισμένο πάνω στο τζάκι. Με αηδιάζει. Η παραμάνα μου με το μακρύ, κιτρινωπό πρόσωπο μοιάζει με άλογο». Η δεύτερη έντονη ανάμνησή της από τη νηπιακή ηλικία είναι αρκετά αλλόκοτη: «Ο βαρόνος Φυλλοξέρας, ένας ψηλός, βαρύς και πλαδαρός άνδρας, που φορά χρυσούς κρίκους στα αφτιά, γιατί, όπως λέει, διευκολύνουν την όρασή του, έρχεται κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου μαζί με τη χλωμή κόρη του και μου φέρνει ένα μπουκέτο λευκά λουλούδια, δεμένα σφιχτά σε λευκό δαντελωτό χαρτί. Είναι καλοκαίρι και μέσα στη ζέστη του θερμοκηπίου-βιβλιοθήκης η ευωδιαστή αναμονή του μαγικού μπουκέτου με σαγηνεύει. Ωστόσο σκέφτομαι: Είμαι τεσσάρων χρόνων! Τι μεγάλη! Και η παιδική μου καρδιά σφίγγεται για πρώτη φορά από τη σπαρακτική αίσθηση του χρόνου που κυλά· μια αίσθηση που θα με βασάνιζε για το υπόλοιπο της ζωής μου».


Η σπουδαιότερη όμως ανάμνηση από εκείνη την εποχή αφορά τον πατέρα της Ρολάνδο: «Είμαστε, αυτός και εγώ, στον μακρύ διάδρομο όπου βρίσκονται οι πόρτες της κρεβατοκάμαρας και του γραφείου του, αντικριστά η μία από την άλλη. Ο διάδρομος είναι μεγάλος, οι τοίχοι σκοτεινοί και καλυμμένοι με τόξα και δόρατα που έχουν έρθει από χώρες μακρινές, ζεστές και άγριες, από εκεί που λένε πως οι άνθρωποι είναι μαύροι και γυμνοί. Ο μπαμπάς, πολύ ψηλός και πολύ όμορφος με το μουστάκι και τα μαύρα του μάτια, στέκεται όρθιος φορώντας τη στολή του γάλλου αξιωματικού με το κόκκινο παντελόνι. Εγώ φαίνομαι μια σταλιά μπροστά του. Αγκαλιάζω το ένα του πόδι πάνω από το κόκκινο παντελόνι και με τα δυο μου χέρια το σφίγγω δυνατά, πολύ δυνατά· τον θαυμάζω και τον αγαπώ τόσο πολύ τον μπαμπά μου!». Ηθελε από τότε να του μοιάσει. Να μελετά και να γράφει, κάτι που έκανε από πολύ νωρίς. Εκείνος όμως δεν φαίνεται να την αγάπησε ποτέ πραγματικά.


Ενας ξανθός γίγαντας


Τον Σεπτέμβριο του 1906 ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ επισκέπτεται το Παρίσι και ο πρίγκιπας Ρολάνδος αποφασίζει να παραθέσει επίσημο γεύμα προς τιμήν του. Λίγο μετά ο πατέρας της τής ανακοινώνει με κάθε επισημότητα ότι ο βασιλιάς με προθυμία την αποδέχεται ως σύζυγο του νεαρού γιου του και νύφη του. Εκείνη όμως αντιδρά έντονα και δηλώνει πως δεν θέλει να φύγει από το Παρίσι. Η σχέση με τον πατέρα της είναι βαθιά νευρωσική και δύσκολα θα μπορούσε να διακοπεί. Της φαίνεται εντελώς εξωφρενικό να παντρευτεί κάποιον για τον οποίο το μόνο που ξέρει είναι πως μόλις εγκατέλειψε το αξίωμα του Υπάτου Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη και ταξιδεύει στην Απω Ανατολή συνοδεύοντας τον τσαρέβιτς Νικόλαο. Ωστόσο, επειδή δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με τον πατέρα της, δέχεται να περάσει το καλοκαίρι του 1907 στο Παρίσι, όπου έρχεται και ο πρίγκιπας Γεώργιος. Προκειμένου να γνωριστούν καλύτερα η Μαρία και ο Γεώργιος συναντώνται καθημερινά στο σπίτι της μαρκησίας ντε Βιλνέβ, όπου παίρνουν το τσάι τους με διάφορους αριστοκράτες και μετά συζητούν κατ’ ιδίαν πολλές ώρες.


Αν και δεν έχουν τις ίδιες προτιμήσεις – εκείνος βρίσκει τον Σαίξπηρ «στομφώδη», ενώ δεν εκτιμά την ποίηση και το μυθιστόρημα -, στην ψυχή της Μαρίας χαράζει μια συμπάθεια για τον ξανθό αυτόν γίγαντα που της διηγείται με κάθε ειλικρίνεια τις δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής του. Στο παρελθόν, έλεγαν, ήταν πολύ παχύτερος, πραγματικός Γαργαντούας, και μια φορά στο τραπέζι του βασιλιά της Δανίας Χριστιανού έφαγε μεμιάς 18 κοτολέτες! Ηταν ωστόσο θρήσκος, άνθρωπος του καθήκοντος και κάπως άβουλος, έτσι που η Μαρία του έδωσε το παρατσούκλι «ζαχαρένιος». Ωστόσο, όταν ήθελε να του εκμυστηρευτεί προσωπικά της ζητήματα, όπως το σκοτεινό κεφάλαιο της εκβίασής της από κάποιον Λεαντρί με αφορμή μερικά ερωτικά γράμματά της, εκείνος ήταν σαν να μην την άκουγε, σαν να ήταν αλλού. Η Μαρία λέει τελικά το «ναι» και η οικογένεια του Γεωργίου τους υποδέχεται στον Πειραιά για την τέλεση του θρησκευτικού γάμου, στον οποίο θα παρευρεθούν μια πλειάδα εστεμμένοι. Ο προσωπικός της κομμωτής Λουαζέλ φθάνει από το Παρίσι με σκοπό να κάνει τα μαλλιά της να κυματίζουν άψογα. Ολη η Αθήνα βρίσκεται στο πόδι. Η τελετή θα είναι εξοντωτική σε διάρκεια και η πρώτη νύχτα πιο βίαιη από ό,τι τη φανταζόταν η Μαρία. Εκείνος, για να δικαιολογηθεί, της λέει: «Το σιχαίνομαι όσο κι εσύ. Είναι όμως αναγκαίο αν θέλουμε να κάνουμε παιδιά…». Εναν χρόνο αργότερα γεννιέται ο Πέτρος και στα 1910 το δεύτερο παιδί τους, η πριγκίπισσα Ευγενία. Ο Γεώργιος, ο οποίος προτιμούσε γιο, δεν κρύβει την απογοήτευσή του. Λίγο μετά, εκείνη θα συνειδητοποιήσει τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του άντρα της και θα βυθιστεί στην κατάθλιψη. Εχει αρχίσει να ωριμάζει μέσα της η ανάγκη να εξερευνήσει την ψυχή της.


Στο ντιβάνι του Φρόιντ


Επειτα από κάποιες ερωτικές περιπέτειες που αφήνουν βαθιά χνάρια μέσα της αλλά και επιτείνουν την απόγνωσή της – η πιο θυελλώδης με τον συγγραφέα και μετέπειτα ακαδημαϊκό Αριστίντ Μπριάν -, γνωρίζει τον Λαφόργκ και του ζητεί να γράψει στον Φρόιντ ώστε να δεχθεί να την κουράρει. Υστερα από μια πρώτη άρνησή του η πριγκίπισσα πηγαίνει αυτοπροσώπως στη Βιέννη και τον πείθει να την αναλάβει. «Είδα τον Φρόιντ σήμερα το απόγευμα» γράφει στις 30 Σεπτεμβρίου 1925 στον Λαφόργκ, σε ένα γράμμα που σηματοδοτεί την αρχή της πραγματικής της ζωής. «Η εντύπωση που μου έκανε ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Η πραότητα συνυπάρχει με τη δύναμη. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς γνωρίζοντάς τον είναι πως ο άνθρωπος αυτός διακατέχεται από αισθήματα «συμπάθειας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα…». Εκείνος δεν αργεί να της μιλήσει για τον καρκίνο με τον οποίο παλεύει: «Γι’ αυτό σας προειδοποιώ πως το καλύτερο θα ήταν να αποφύγετε να δεθείτε υπερβολικά μαζί μου» καταλήγει. Η αντίδραση της Μαρίας είναι να βάλει τα κλάματα και να του πει πως τον αγαπά. «Να ακούσω τέτοιο πράγμα στα εβδομήντα μου!» αναφωνεί ο Φρόιντ χαρούμενος.


Τέσσερις μήνες μετά την πρώτη τους συνάντηση εκμυστηρεύεται στη Μαρία ότι προτού τη γνωρίσει δεν περίμενε τίποτε από τη ζωή του. Η κόρη του Σοφία είχε πεθάνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα από ισπανική γρίπη και ο γιος της Χάινερλε, τον οποίο υπεραγαπούσε, είχε χαθεί από βολβώδη μηνιγγίτιδα. Η άλλη κόρη του, η Αννα, αρκετά μεγάλη ήδη, δεν σκόπευε να παντρευτεί. Προσδοκά πολλά από τη Μαρία και της αποκαλύπτει τα σχέδιά του να εξαπλωθεί με τη βοήθειά της η ψυχανάλυση στη Γαλλία. Εκείνη πάλι, που ανέλπιστα είχε βρει στο πρόσωπό του έναν στοργικό πατέρα, τον διαβεβαιώνει με δάκρυα στα μάτια ότι η αφοσίωσή της δεν πρόκειται να καμφθεί. Κράτησε τον λόγο της. Εγινε σπουδαία ψυχαναλύτρια. Και βοήθησε αμέτρητους ανθρώπους να αντικρίσουν τον ζόφο που κρύβουν μέσα τους και να τον ξεδιαλύνουν. «Προικισμένη καθώς ήμουν με μια χαρμόσυνη απαισιοδοξία, μπόρεσα να πορευτώ στη ζωή δίχως να λυγίσω» συνόψισε τη ζωή της στις ανέκδοτες σημειώσεις της η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας.