Φαίνεται πως ο Μάριο Βάργας Γιόσα, ο μεγάλος Περουβιανός, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λατινοαμερικανικού λογοτεχνικού μπουμ στη δεκαετία του ’60, υποψήφιος εδώ και χρόνια για το Νομπέλ, έχει ρίξει γερούς σπόρους στην πατρίδα του. Αυτό συνάγεται από την εμφάνιση στο προσκήνιο του νεαρού στην ηλικία Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Λίμα, 1975), ο οποίος με τον Κόκκινο Απρίλη δείχνει τη συγγραφική του δεινότητα και φανερώνει την ικανότητά του να καταπιάνεται με μεγάλα θέματα, να κολυμπάει στα βαθιά νερά και να τα βγάζει πέρα. Το μυθιστόρημά του, ένα εξόχως πολιτικό βιβλίο, είναι κυρίως ανατομία της πρόσφατης ιστορίας του Περού. Σε αυτό εξετάζει τη φιλοσοφία της μαοϊκής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι» που άκμασε τη δεκαετία του ’80, βυθίζοντας τη χώρα στο χάος, δίνοντας προσχήματα στην εξουσία να προβαίνει σε αυθαιρεσίες και να καταλύει τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών· ταυτόχρονα πραγματεύεται τη βία με την οποία οι αρχές αντιμετώπιζαν τους υπόπτους για συμμετοχή σε έκνομες πράξεις.


Η δράση του τοποθετείται στο Αγιακούτσο (στο πανεπιστήμιό του, ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ή πρόεδρος Γκονσάλο, μετέπειτα ηγέτης του «Φωτεινού Μονοπατιού», δίδασκε Φιλοσοφία), τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2000, πριν από τις εκλογές, έτος που η οργάνωση έχει σχεδόν διαλυθεί μετά τη σύλληψη των ηγετικών της στελεχών, αλλά και έτος εκδίωξης – λίγο αργότερα – από την εξουσία του ανθρώπου που κατόρθωσε, με βία και τρόμο, να την εξαρθρώσει, του προέδρου Αλμπέρτο Φουχιμόρι, ο οποίος κυβέρνησε ως δικτάτορας και μπλέχθηκε σε ποικίλα σκάνδαλα.


Κεντρικός ήρωας είναι ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Φέλιξ Τσακαλτάνα Σαλντίβαρ, άνθρωπος έντιμος, συντηρητικός – αγαπάει τις παρελάσεις, τις παραδόσεις, τη σημαία της πατρίδας του και λατρεύει τη νεκρή από χρόνια μητέρα του με την οποία εκάστοτε συνομιλεί -, κάπως δειλός, που διαβάζει ποιήματα. Η υπηρεσία του τον έχει στείλει από την πρωτεύουσα Λίμα στο Αγιακούτσο, τη γενέτειρά του, μια πόλη φαντασμάτων, και αυτός κάνει ό,τι μπορεί για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ερευνά ευσυνείδητα τις δολοφονίες μερικών προσώπων, ενός λοχαγού, ενός χωρικού, ενός ιερέα και ενός φυλακισμένου μαχητή του «Φωτεινού Μονοπατιού», και αυτό τον τοποθετεί αυτομάτως στα υποψήφια θύματα. Διότι, εκτός από τον λοχαγό, τους υπόλοιπους τους γνώρισε, συζήτησε μαζί τους, αντάλλαξε απόψεις και ακριβώς γι’ αυτό θεωρείται επικίνδυνος. Από ποιους; Από εκείνους που κινούν τα νήματα και εκμεταλλεύονται την τρομοκρατία προς ίδιον όφελος.


Ο Φέλιξ Τσακαλτάνα Σαλντίβαρ δεν αντιλαμβάνεται τα σκοτεινά παιχνίδια που παίζονται γύρω του· με τη βεβαιότητα ότι το «Φωτεινό Μονοπάτι» ξαναγεννήθηκε από τη στάχτη του, ανακρίνει διάφορα πρόσωπα και συντάσσει εκθέσεις, πιστεύοντας ότι έτσι θα φτάσει στην καρδιά του προβλήματος. Στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς στην πόλη, μία από τις πιο θεοσεβείς της χώρας, γίνεται αναπαράσταση του Θείου Δράματος, ενώπιον χιλιάδων τουριστών που φέρνουν πολύτιμο συνάλλαγμα, ο εισαγγελέας παρακολουθεί (ταυτόχρονα πρωταγωνιστεί σε αυτήν) μια ιστορία αποτρόπαιων φόνων και βυθίζεται σε μιαν επίγεια κόλαση. Οι φόνοι ξεπερνούν σε φρίκη τις ανόητες ενέργειες του «Φωτεινού Μονοπατιού» (ανατινάξεις των πυλώνων του ηλεκτρικού, κρέμασμα ξεκοιλιασμένων σκυλιών από φανοστάτες, δολοφονίες συνδικαλιστών). Επί παραδείγματι, ένα θύμα βρίσκεται σταυρωμένο στον κορμό ενός δέντρου με τα χέρια στα κλαδιά, κάτι που θυμίζει την περίπτωση του Ιησού. Μόνο το Μεγάλο Σάββατο, ημέρα πανηγυρισμών για την Ανάσταση του Χριστού, ο εισαγγελέας αντιλαμβάνεται την αλήθεια, μα είναι πλέον πολύ αργά για να επανορθώσει, αφού ο ίδιος έχει συμβάλει σε ένα ακόμη στυγνό έγκλημα.


Ασφαλώς, ο νεαρός συγγραφέας δεν επιχειρεί να δικαιώσει τη δράση του «Φωτεινού Μονοπατιού», δεν είναι απολογητής του. Περιγράφει τις συνθήκες ζωής στις επαρχίες του Περού, τη φτώχεια, τη μιζέρια, την έλλειψη μέλλοντος και την αδυναμία της εφαρμογής των νόμων – οι εκλογικές αναμετρήσεις εκεί αποτελούν παρωδία εκλογών -, όλα εκείνα που συνέτειναν στη στράτευση απλών χωρικών στις γραμμές της οργάνωσης. Ταυτόχρονα θέλει να δείξει ότι αυτοί που νίκησαν την τρομοκρατία είναι από κάθε άποψη πολύ χειρότεροι από εκείνους που την άσκησαν, δεδομένου ότι δεν έχουν τη δική τους πολιτική αίσθηση, τα δικά τους οράματα. Πρόκειται για ανθρώπους από την κυβέρνηση, τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία, τον στρατό, τη δικαιοσύνη, μα κανείς δεν γνωρίζει ποιος κινεί τα νήματα. Τι είναι όμως τρομοκρατία; Διά στόματος ενός μέλους του «Φωτεινού Μονοπατιού», ο Σαντιάγο Ροκαλιόλο λέει: «Αν κάποιος σκοτώνει με βόμβες που έφτιαξε στο σπίτι του λέγεται τρομοκρατία και αν σκοτώνει με πολυβόλα και πείνα λέγεται άμυνα». Ο Κόκκινος Απρίλης τιμήθηκε με το ισπανικό βραβείο Αλφαγουάρα το 2006, απολύτως δίκαια. Αποτελεί ένα άριστο δείγμα γραφής της νέας λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας που χωρίς να καταφεύγει στα τεχνάσματα του μαγικού ρεαλισμού μπορεί να γοητεύει τον αναγνώστη.