Πώς είναι δυνατό μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την εκλογική παρακμή των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων να υπάρχουν άλλα, «πιο αριστερά» κομμουνιστικά κόμματα που αυξάνουν την επιρροή τους; Μετά το 1989, για μικρά χρονικά διαστήματα, κόμματα που συσπειρώνουν τους αριστεριστές γνώρισαν πρόσκαιρη ακμή. Το φαινόμενο που παρακίνησε τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου να μελετήσει τη γαλλική «άκρα αριστερά» ήταν ότι στις προεδρικές εκλογές του 2002 οι υποψήφιοι που τοποθετούνταν πιο αριστερά από το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσαν όλοι μαζί περισσότερο από το 10% των ψήφων. Το φαινόμενο δεν επαναλήφθηκε στις περυσινές προεδρικές εκλογές, όταν μόνο ο συμπαθής ταχυδρομικός διανομέας Ο. Μπεζανσενό, υποψήφιος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR), διατήρησε τις δυνάμεις του, λαμβάνοντας το 4% των ψήφων. Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι μια γαλλική ιδιορρυθμία, αλλά γενικότερο, αφού οι ιδέες των αριστεριστών είναι ηγεμονικές στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης ή σε εκείνο της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης». Στα καθ’ ημάς το πρώτο, δηλαδή το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, είναι περισσότερο γνωστό από το δεύτερο, καθώς συνοψίζει ένα μωσαϊκό αντιδράσεων οι οποίες προέρχονται από ορισμένες αριστερές, συνδικαλιστικές, φοιτητικές, ακροδεξιές, εθνικιστικές, ακόμα και εκκλησιαστικές πηγές.


Γαλλικό μωσαϊκό


Αλλιώς είναι στη Γαλλία. Οπως μας δείχνει ο συγγραφέας του μωσαϊκού της γαλλικής άκρας αριστεράς, υπάρχει ένα ετερόκλητο (και όχι «ετερόκλιτο» όπως επιμένει η ελληνική μετάφραση) πλήθος ριζοσπαστών της Αριστεράς οι οποίοι αναζητούν λύσεις εναλλακτικές προς την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Κάποιες λύσεις, όπως η συμμετοχική δημοκρατία, μάς είναι οικείες, γιατί μεσουράνησαν για λίγο και στην Ελλάδα. Κάποιες άλλες, όπως η επιβολή του φόρου Τόμπιν στις βραχυπρόθεσμες μετακινήσεις των κεφαλαίων, συζητούνται και εκτός των κύκλων της άκρας αριστεράς, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να επιβληθούν διεθνώς. Μερικές ακόμα λύσεις έχουν άρωμα από τον Μάη του ’68, γιατί ενώ στρέφονται κατά του καπιταλισμού διατηρούν αποστάσεις και από τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Παραδείγματα είναι οι ιδέες της LCR για κολεκτιβοποίηση της οικονομικής παραγωγής και διατήρηση του μηχανισμού της αγοράς ως προς την κατανάλωση, καθώς και δημιουργία «πυραμίδας συμβουλίων», με εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά μέλη, τα οποία θα διαχειρίζονται την οικονομία από το επίπεδο της επιχείρησης μέχρι εκείνο του εθνικού σχεδιασμού στην κορυφή της πυραμίδας.


Αν όλα αυτά ακούγονται ανέφικτα ή αντιφατικά, αυτό καθόλου δεν επηρεάζει τη γοητεία τους, η οποία στηρίζεται στη διάχυτη υποψία ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Είναι ένας κόσμος που μπορεί να τον φανταστεί κανείς. Για παράδειγμα, οι Α. Νέγκρι και Μ. Χαρντ στην Αυτοκρατορία (Scripta, Αθήνα, 2002) και στο αμετάφραστο ακόμα έργο τους Το Πλήθος οραματίζονται την οικουμενική υπηκοότητα για όλους, την ελεύθερη μετακίνηση πληθυσμών σε όλη τη γη και τον «κοινωνικό μισθό» που θα προκύπτει από την ισότιμη οικονομική συνεργασία συνεταιριζόμενων ατόμων. Ο αριστεριστής επενδύει στη φαντασία, προνόμιο όσων ενδιαφέρονται για το «τι» αντί για το «πώς» της πολιτικής.


Ωστόσο η φαντασία φθάνει στα όριά της όταν γίνεται προκλητικά ασαφής. Πάρτε για παράδειγμα τον Α. Μπαντιού, στον οποίο το βιβλίο αφιερώνει ένα κεφάλαιο, μετά από το κεφάλαιο για τους Νέγκρι και Χαρντ. Εκείνος συνηγορεί υπέρ ενός «αξιωματικοποιημένου μη ανθρωπισμού» τον οποίο αντιπαραθέτει στον σημερινό «ζωώδη ανθρωπισμό», θεωρεί τον κοινοβουλευτισμό και τις απόψεις του Ζ.-Μ. Λεπέν ως σημεία του ίδιου πολιτικού συνεχούς και αναζητεί τη μορφή του νέου, μεταμπολσεβικικού αγωνιστή σε μια δική του ερμηνεία του Αποστόλου Παύλου. Επίσης επιδοκιμάζει την «Πολιτιστική Επανάσταση» του Μάο και τους Ερυθρούς Χμερ. Αν ισχύει αυτό που μου έλεγε ένας φίλος, ότι το βιβλίο αυτό «βγάζει τα άπλυτα του Μπαντιού στη φόρα», τότε μήπως αυτός, ο αναγνωρισμένος ως καλός φιλόσοφος, θα είχε περισσότερο πολιτικό βάρος αν είχε περιοριστεί στις μη πολιτικές όψεις της φιλοσοφίας του;


Ανατροπή χωρίς σύνορα


Αλλά τότε δεν θα ήταν αριστεριστής. Η αίσθηση ότι μπορεί κανείς να μιλήσει ανατρεπτικά για τα πάντα είναι μια ελευθερία που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι αριστεριστές, αφήνοντας τα υπόλοιπα στους λογιστές της πολιτικής. Οι τελευταίοι οραματίζονται έναν κόσμο που θα ήταν πραγματικά εφικτός, επιδιώκοντας να περιορίσουν τις αντιφάσεις του πολιτικού λόγου τους. Βαραίνει στη σκέψη τους το βεμπεριανό κριτήριο των συνεπειών μιας πολιτικής επιλογής. Τίποτε δεν είναι πιο ξένο στη σκέψη των γάλλων αριστεριστών, στους οποίους το βιβλίο σωστά καταλογίζει ότι μπορούν ταυτόχρονα να ανέχονται το ριζοσπαστικό Ισλάμ και να υποστηρίζουν την ελευθερία των ηθών, να επιτίθενται στο σημερινό ρεπουμπλικανικό μοντέλο ενσωμάτωσης της γαλλικής δημοκρατίας και να επικαλούνται τη Γαλλική Επανάσταση, να υποστηρίζουν άνευ όρων τους Παλαιστινίους και να αρνούνται στο κράτος του Ισραήλ το δικαίωμα ύπαρξής του.


Η ευρύτερη επιρροή των αριστεριστών οφείλεται σε τέτοιες αντιφάσεις, που επιτρέπουν σε κάποιους να σταχυολογούν τη μία πολιτική στάση ξεχνώντας την άλλη, καθώς και στην πολυδιάσπασή τους, που προσφέρει διεξόδους για όλα τα σχετικά γούστα (π.χ. στη Γαλλία υπάρχουν τουλάχιστον τρία τροτσκιστικά κόμματα). Οφείλεται όμως και στο ότι οι αριστεριστές δρουν στο όριο. Οπως το θέτει το βιβλίο (σελ. 38), «η ριζοσπαστική αριστερά τοποθετείται ταυτόχρονα εντός αλλά και εκτός του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Ετσι, κατάφερε να επιβάλει τη ρητορική της σε δεξιούς και αριστερούς πολιτικούς, οι οποίοι είχαν τον κυνισμό και την αφέλεια να πιστεύουν ότι στη δημοκρατία αυτό που σκέφτεται κανείς είναι πιο σημαντικό απ’ αυτά που λέει…».


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.