Η Ισλανδία, ένα νησί κοντά στον Αρκτικό Κύκλο, λίγο μικρότερο σε έκταση από την Κούβα, με πληθυσμό που φθάνει στις 310.000, είναι σχεδόν άγνωστος τόπος για τους Ελληνες, και μόλις τώρα ανακαλύπτεται ως τουριστικός προορισμός. Για τον πολιτισμό της δεν γνωρίζουμε πολλά, εκτός από το ότι είναι πατρίδα της διάσημης τραγουδίστριας Μπγιορκ. Αγνωστη είναι και η λογοτεχνία της. Τώρα όμως οι εκδόσεις Λιβάνη (στη νέα αστυνομική σειρά βιβλίων τσέπης) φέρνουν κοντά μας έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της λογοτεχνίας, που υπηρετεί με επιτυχία το αστυνομικό είδος, τον Αρναλδουρ Ινδρίδασον (γενν. το 1961). Δημοσιογράφος και κριτικός, ο συγγραφέας άρχισε να γράφει μυθιστορήματα με πρώτο το Φορμόλη (εκδόθηκε το 2000), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Αστυνομικού Μυθιστορήματος των Σκανδιναβικών Χωρών.


Θυμίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια η αστυνομική λογοτεχνία στη Σκανδιναβία παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη και λέγεται πως αποτελεί κάτι σαν μόδα. Οι έλληνες αναγνώστες τη γνώρισαν αρχικά με τα βιβλία του ζεύγους από τη Σουηδία Μ. Σγιεβάλ – Π. Βαλέε με ήρωα τον επιθεωρητή Μπεκ (Γράμματα), στη συνέχεια διάβασαν το Η δεσποινίς Σμίλλα διαβάζει το χιόνι του Δανού Πέτερ Χόε (Ψυχογιός), αλλά και του Σουηδού Χένινγκ Μάνκελ με ήρωα τον επιθεωρητή Βαλάντερ (Ψυχογιός). Τέλος, πέρυσι εκδόθηκαν το Δικός σου ως το θάνατο (Πόλις) του Νορβηγού Γκούναρ Στόλενσεν, καθώς και το παλαιό μυθιστόρημα Ποιος σκότωσε την κυρία Σκρουφ; (Καλέντης) του Μίκα Βάλταρι, του πιο γνωστού παγκοσμίως φινλανδού συγγραφέα, ο οποίος στη νεότητά του είχε ασχοληθεί με το γράψιμο αστυνομικών βιβλίων, επηρεασμένος από το στυλ της αγγλοσαξονικής σχολής.


Γελοίο έγκλημα


Η Φορμόλη είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στο Ρέικιαβικ, μια πόλη όπου βρέχει συνεχώς. Εποχή σύγχρονη, 2001. Ο επιθεωρητής Ερλενδουρ καλείται να εξιχνιάσει έναν φόνο· τα μόνα στοιχεία που διαθέτει είναι ένα σημείωμα, αφημένο πάνω στο σώμα του ηλικιωμένου νεκρού άνδρα, που γράφει «Εγώ είμαι αυτός» και μια φωτογραφία. Στο πάτωμα βρέθηκε ένα χοντρό γυάλινο τασάκι με αιχμηρές γωνίες, το όπλο του φόνου, αλλά ο Ερλενδουρ δεν διέκρινε κάτι που να παραπέμπει σε κλοπή. Γιατί λοιπόν έγινε το έγκλημα; Φαινομενικά, πρόκειται για έναν «τυπικό, γελοίο, ισλανδικό φόνο». Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Τι κρύβεται πίσω από τον νεκρό, ο οποίος ήταν υπάλληλος μεταφορικής εταιρείας και ονομάζεται Χόλμπεργκ; Τι προσπαθεί να πει ο δολοφόνος με το σημείωμα; Σε ποιον μιλάει; Στον εαυτό του ή στο θύμα, το οποίο κατά το παρελθόν είχε κατηγορηθεί για βιασμό;


Η ηθική τάξη


Στο τέλος, βεβαίως, όλα ξεκαθαρίζουν, η ηθική τάξη αποκαθίσταται, σύμφωνα με την παράδοση της αστυνομικής λογοτεχνίας, και το Ρέικιαβικ ησυχάζει – άλλωστε οι φόνοι εκεί είναι σπάνιοι. Ο συγγραφέας Αρναλδουρ δεν κάνει καμία ανατροπή, δεν κομίζει τίποτε ριζοσπαστικό στο είδος. Ωστόσο προσφέρει στον αναγνώστη τον ήρωά του, τον Ερλενδουρ, έναν μοναχικό άνθρωπο, χωρισμένο, με την κόρη, την Εύα Λιντ, τοξικομανή, και τον γιο του, τον Σίνδρι Σνάιρ, άρτι απεξαρτημένο. Η κόρη εξασφαλίζει τα προς το ζην πουλώντας το κορμί της ή πλασάροντας ναρκωτικά και είναι έγκυος από άγνωστο δράστη, η γυναίκα του τον μισεί, γενικά η οικογένειά του είναι ένα σκορποχώρι. Στην πορεία της έρευνάς του πέφτει επάνω σε μια μυστηριώδη υπόθεση: μια νεαρή νύφη το ‘σκασε από τη δεξίωση που έγινε αμέσως μετά τον γάμο της με τη γαμήλια λιμουζίνα εγκαταλείποντας τον γαμπρό. Παράλληλα, ένας παλιός αστυνομικός, ουσιώδης μάρτυρας στην υπόθεση, αποκαλύπτεται ότι είχε κατηγορηθεί για παράβαση καθήκοντος αλλά και για σεξουαλική παρενόχληση κατ’ εξακολούθηση και αποπέμφθηκε από το Σώμα.


Παρόμοια μυθιστορήματα βεβαίως έχουμε διαβάσει πολλά, με περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρον. Εδώ, στο Φορμόλη, η προσοχή μας εστιάζεται όχι ακριβώς στην πλοκή, μα στον τρόπο ζωής, στις κοινωνικές δομές και στις συνθήκες διαβίωσης στη μακρινή Ισλανδία, χώρα παράξενη και γοητευτική. Η οικογένεια και όσα κρύβονται στους κόλπους της, οι σχέσεις γονέων και παιδιών, η σεξουαλική στέρηση, οι ευθύνες του πατέρα αποτελούν την ουσία του: ο Ιψεν και ο Στρίντμπεργκ εξακολουθούν να επηρεάζουν τους σκανδιναβούς συγγραφείς, ακόμη και εκείνους που καταπιάνονται με το «παρακατιανό» αστυνομικό είδος.


Στο βιβλίο, εκτός κειμένου, υπάρχει ένας μικρός χάρτης της Ισλανδίας και ένας του Ρέικιαβικ, καθώς και μια σημείωση για τα ισλανδικά ονόματα. Σε αυτήν μαθαίνουμε κάτι περίεργο: οι Ισλανδοί απευθύνονται ο ένας στον άλλον χρησιμοποιώντας τα μικρά τους ονόματα, αφού οι περισσότεροι διαθέτουν πατρώνυμο, αντί για το κανονικό επίθετο, με την κατάληξη -son (γιος) για τους γιους και -doter (κόρη) για τις κόρες. Ακόμη και στον τηλεφωνικό κατάλογο είναι καταχωρισμένοι με τα μικρά τους ονόματα.