Η μαρτυρία του Πάρι Πρέκα για το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα βλέπει το φως της δημοσιότητας 60 χρόνια μετά τον τερματισμό του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και έξι χρόνια μετά τον θάνατο του ζωγράφου. Εξομολόγηση εις εαυτόν, «γραμμένη» σε κασέτες, βρέθηκε ξεχασμένη ανάμεσα σε χαρτιά και σχέδια, και παρουσιάζεται τώρα με τη μορφή βιβλίου συμπληρωμένη με παλιές φωτογραφίες. Η αφήγηση, απλή και ακριβής σαν κατάθεση μπροστά σε αόρατο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξαναζωντανεύει τη ζοφερή εποχή που οδήγησε την Ελλάδα στον εμφύλιο πόλεμο. Αρχίζει ένα παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη του 1944 στην οδό Φωκίδος στους Αμπελοκήπους. Η οικογένεια Πρέκα ξυπνάει από πυροβολισμούς. Στο χολ, κοντά στην εξώπορτα που έχει κρύσταλλο πίσω από τη σιδεριά της, βρίσκεται το πορτ μαντό με κρεμασμένα τα πανωφόρια. Οι σφαίρες που έχουν σπάσει το κρύσταλλο κάνουν τα ρούχα να κουνιούνται. Οι απέξω νομίζουν πως βρίσκονται άνθρωποι ταμπουρωμένοι πίσω από την πόρτα και πυκνώνουν τα πυρά. «Παραδοθείτε» φωνάζουν. «Πετάξτε τα όπλα σας και βγείτε ένας ένας στον δρόμο…». Ο νεαρός Πρέκας, μέλος του ΕΑΜ της γειτονιάς, υπακούει. Βγαίνει στον δρόμο με τα ρούχα που φορούσε. Και η περιπέτειά του αρχίζει με προσαγωγές σε αστυνομικά τμήματα και εφιαλτικές διανυκτερεύσεις σε υπόστεγα στρατοπέδων, ώσπου να τον στοιβάξουν με εκατοντάδες άλλους στο αμπάρι του πλοίου «Καμερόνια» χωρίς να ξέρει πού τον πηγαίνουν. Και χωρίς να του έχει απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία.


Στα στρατόπεδα αλώνιζαν τραμπούκοι, ταγματασφαλίτες, συνεργάτες των Γερμανών. Η Ελλάδα είναι ελεύθερη πια. Ωστόσο όλο και κάποιοι καινούργιοι οδηγούνται σε αυτούς τους παγωμένους ημιυπαίθριους χώρους, ενώ από τις απέναντι ταράτσες ελεύθεροι σκοπευτές που έχουν στο στόχαστρο τους χωροφύλακες, χτυπούν τους κρατούμενους που αποτολμούν να πάνε στις τουαλέτες… Τις σκηνές φρίκης τις διαδέχονται σκηνές υπερρεαλιστικές: «Ακούσαμε» λέει ο Πρέκας «σούρσιμο πολλών ποδιών και παραγγέλματα: «Εν, δυο, σημειωτόν, στοιχηθείτε». Βγήκαμε έξω να δούμε. Ητανε η Υποδειγματική του 35ου Τάγματος του ΕΛΑΣ – έτσι την είπανε. Μικρά αγοράκια από δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε το πολύ – ανταρτάκια. Μ’ αυτό τον τρόπο, με το «στοιχηθείτε, προσοχή, ανάπαυση» μπήκαν μέσα με το λοχία τους που ήταν κι αυτός μικρός και συμπτωματικά μικροκαμωμένος. «Οκλαδόν», τους είπε αυτός. Εκατσαν όλα κάτω κι όπως κάτσανε, πέσανε σαν τραπουλόχαρτα το ένα στην αγκαλιά του άλλου κι έγειραν να κοιμηθούν…».


Η απορία του δεκαοκτάχρονου νεαρού δεν έχει εγκαταλείψει τον ώριμο άντρα όταν αφηγείται την περιπέτεια εκείνου του καιρού. Προσπαθεί να πει με ακρίβεια όσα είδαν τα μάτια του. Και όσα σφράγισαν την ψυχή του. Να περιγράψει το τυφλό ταξίδι προς το άγνωστο στο αμπάρι του πλοίου «Καμερόνια», που το συνόδευε επί μέρες η ανατριχιαστική βεβαιότητα των μεγαλύτερων και έμπειρων συγκρατουμένων ότι οι καταπακτές θα άνοιγαν μεσοπέλαγα για να πνίξουν αυτό το ετερόκλητο ανεπιθύμητο φορτίο. Η άφιξη στην Αίγυπτο μετά, το ταξίδι με το τρένο και η εγκατάσταση στο στρατόπεδο… Η ζωγραφική ματιά του έχει αποτυπώσει τις διαστάσεις των χώρων, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τη συντριπτική εντύπωση της ερήμου: «Ολη η περιοχή μια άμμος. Αυτή η ώχρα η ανοιχτή. Το μάτι δεν σταματάει πουθενά…».


Οταν η νύχτα έπεφτε παγωμένη σε αυτή τη μονοχρωματική ώχρα, που ήταν πυρακτωμένη την ημέρα, το μυστήριό της άγγιζε ακόμα και τους ψειριασμένους άντρες του στρατοπέδου, που ζούσαν αδρανείς μέσα σε αντίσκηνα-κλουβιά, περιτριγυρισμένα από συρματόπλεγμα και προβολείς με βασανιστικό φωτισμό. Υστερα έρχονται οι αμμοθύελλες να ταράξουν τη μονοτονία. Και το μεταδοτικό κλάμα την παραμονή των Χριστουγέννων. Ξεκινάει από δύο νεαρά παιδιά που θυμήθηκαν το σπίτι τους. Και μεταδίδεται σε σκληροτράχηλους άντρες συνηθισμένους στις φυλακές… Η εξέγερση των κρατουμένων μετά, που καίνε τα στρώματά τους μια νύχτα και τραγουδάνε γονατιστοί «Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς» και άλλα αντάρτικα τραγούδια. «Και είναι ωραία και συγκινητικά αυτά τα τραγούδια» σχολιάζει ο Πρέκας στην εξομολόγησή του. Γίνονται μεγαλειώδη μάλιστα, όταν τα τραγουδούν γονατιστοί χιλιάδες άντρες…


Οκτώμισι χιλιάδες Ελληνες πέρασαν από αυτό το στρατόπεδο μετά την εποποιία της Αλβανίας, την πείνα του ’41 και τις χρυσές σελίδες της Αντίστασης. Αν και σήμερα ελάχιστα στοιχεία μπορεί να βρει κανείς για το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα και για τη «λογική» της κράτησης των Ελλήνων σε αυτό. Ισως γιατί τα «γκουλάγκ» και τα «Γκουαντάναμο» της εποχής μας έχουν καταστήσει ανθυποσημειώσεις της Ιστορίας εκείνα τα στρατόπεδα της ερήμου.


Το στοιχείο του παράλογου, πάντως, με το οποίο ξεκινάει η αφήγηση επανέρχεται στο τέλος. Την ώρα που οι φάλαγγες των Γερμανών εγκατέλειπαν την Αθήνα ο Πρέκας με έναν φίλο του είχαν σκαρφαλώσει σε κολόνα του ηλεκτρικού ρεύματος να βγάλουν μια ξύλινη γερμανική πινακίδα. Είχε μόλις εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών ο Πρέκας και σκέφτηκαν να την κάνουν καβαλέτο. Ο κόσμος φώναζε από κάτω, «Μπράβο, παιδιά», νομίζοντας ότι επρόκειτο για πράξη αντίστασης. Ο αδαμάντινα έντιμος Πρέκας είχε κοκκινίσει τότε από ντροπή… Οταν επέστρεψαν επιτέλους από την Αίγυπτο στον Πειραιά οι κρατούμενοι με εκείνο το ίδιο πλοίο, το «Καμερόνια», και πήραν μ’ ένα φορτηγό τον δρόμο για την Αθήνα, είχε και πάλι συγκεντρωθεί κόσμος. Θεώρησαν φυσικό να τους υποδέχονται ως ήρωες αυτή τη φορά και άρχισαν να τραγουδούν «εκείνα τα ωραία και συγκινητικά αντάρτικα τραγούδια». Κατάλαβαν γρήγορα όμως ότι τους πετάνε πέτρες. Εκεί κάτω, στην έρημο, δεν είχαν μάθει για τα Δεκεμβριανά που είχαν βυθίσει στο πένθος την Αθήνα. «Θα σας σφάξουμε, δεν θα γλιτώσει κανένας σας…» τους απειλούσαν. Ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών.


Η κυρία Μαρία Καραβία είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Αγρα κυκλοφορεί το βιβλίο της «Λαϊκή Κίνα».