Γοργόνες που ξαφνικά αποκτούν πόδια και βιώνουν επίγειους έρωτες, μεσήλικοι που μπλέκουν σε ερωτικά σκάνδαλα, μικροαστοί που διαταράσσουν την ησυχία των μεγαλοαστών, είτε λόγω γειτνίασης είτε λόγω αγεφύρωτου έρωτα, βεντέτες αταίριαστων οικογενειών, συναδέλφων και ζευγαριών, παρθεναγωγεία από το χρονοντούλαπο της σαχλαμάρας, και αστυνομικές ιστορίες για γέλια και για κλάματα. Ολα τα παραπάνω συνθέτουν σε μεγάλο βαθμό την εφετινή εικόνα του συνόλου της ελληνικής μυθοπλασίας, η οποία διάγει μία από τις χειρότερες χρονιές της. Εξ ου ίσως και τα χαμηλότερα σε σχέση με πέρυσι ποσοστά τηλεθέασης για το prime time, τα οποία – εξαιρουμένων των «Αλ Τσαντίρι νιουζ», «Εχεις πακέτο» και των ποδοσφαιρικών αγώνων – παίρνουν ακόμη μεγαλύτερο κατήφορο. Και πώς να μην πάρουν αφού εκτός από «Το 10», τον «Γιούγκερμαν» – αν και δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες του σταθμού – και τα «Υπέροχα πλάσματα», τα υπόλοιπα ελληνικά σίριαλ βράζουν στο καζάνι της ευκολίας, του χαχανητού και της αποτυχημένης αντιγραφής ξένων concept.


Μέχρι στιγμής στις σειρές μυθοπλασίας καταγράφονται τουλάχιστον δέκα που θεωρούν αστεία τη συνύπαρξη πλούσιων και φτωχών, διασκεδαστικά τα τσιλιμπουρδίσματα των συζύγων και φυσιολογικό το να ερωτευθεί φιλόδοξος πολιτικός καμαριέρα ξενοδοχείου. Η ευκολία βέβαια κυριαρχεί σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες και ειδικά στις αστυνομικές σειρές, με τρανό παράδειγμα τη σειρά «Ιχνη» (Mega), η οποία έχει βασιστεί στο αμερικανικό «CSI». Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος δύο επεισόδια από την ξένη σειρά για να καταλάβει ότι η αντίστοιχη ελληνική, με λίγo καλή πρόθεση, θα μπορούσε να θεωρηθεί η κωμωδία της χρονιάς. Εκεί όπου στην αμερικανική παρακολουθείς πλήρη ιατροδικαστική εξέταση με εξονυχιστικές λεπτομέρειες επιστημονικά τεκμηριωμένες και πράκτορες του FBI να ξετυλίγουν τον ιστό περίπλοκων υποθέσεων με στοιχεία δράσης, μυστηρίου και ανατροπής, ξαφνικά προσγειώνεσαι στο κέντρο της Αθήνας με τους αστυνόμους της συμφοράς να βγάζουν από τη μύγα ξίγκι και από το DNA ανέκδοτα. Ακόμη και οι μεταφυσικού περιεχομένου «Ιστορίες από την απέναντι όχθη» (Antenna) λόγω των ερμηνειών και κυρίως του σεναρίου θα μπορούσαν κάλλιστα να μετονομαστούν σε «Να το πάρει το ποτάμι». Στην ίδια κατηγορία η ξεχειλωμένη «Λούφα και παραλλαγή» (ΝΕΤ) του Νίκου Περάκη, της οποίας πλέον αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον λόγο ύπαρξης.


* «Καμένα χαρτιά»


Η πραγματική όμως πρόκληση είναι το «Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο» (ΑΝΤ1) με την υπογραφή του Χάρη Ρώμα, ο οποίος έπαψε από εφέτος να αποτελεί τον άσο του καναλιού του Αμαρουσίου. Η σειρά την οποία υπογράφει και πρωταγωνιστεί στερείται ουσίας και κυρίως τηλεθέασης. Ξεχειλωμένοι χαρακτήρες, γραφικές ερμηνείες – λίγο ακόμη και τα αφτιά του «ρουφιάνου» θα τα δανείζονταν από το Ντάμπο το ελεφαντάκι για να το δηλώσουν – μία υπόθεση που ιστορικά δεν έχει καμία μα καμία αξία ή λόγο επαναφοράς και τον παραπάνω πολυπράγμονα δημιουργό σε ρεσιτάλ τηλεοπτικής ευκολίας και επανάληψης κλισέ.


Από τα ψηλά (σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες) στα χαμηλά (σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα) έπεσαν και οι «31 δρόμοι» (Mega) με τη Σοφία Καρβέλα, η οποία στην παρούσα χρονική στιγμή επέλεξε να είναι ηθοποιός και να πρωταγωνιστεί σε μια σειρά η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά παρωδίας χωρίς σενάριο, στην οποία οι πρωταγωνιστές αυτοσχεδιάζουν σε άπταιστα ελληνικά με αμερικανική προφορά και ετοιμάζονται για την έξοδό τους από το πρόγραμμα της σεζόν, προφανώς για να απολαύσουν ήσυχοι τις περιπέτειές τους στη Νέα Υόρκη. Μπορεί βέβαια η παραπάνω νεαρή πρωταγωνίστρια να δέχτηκε σκληρή κριτική λόγω του γεγονότος ότι είναι κόρη της Αννας Βίσση και του Νίκου Καρβέλα, ωστόσο δεν είναι αυτός ο μοναδικός λόγος για τον οποίο «στριμώχθηκε» από τον Τύπο. Η ίδια άλλωστε σε συνέντευξή της σε εβδομαδιαίο περιοδικό εξομολογήθηκε ότι βλέποντας τον εαυτό της να παίζει βγάζει κραυγές αηδίας. Συμφωνούμε και επαυξάνουμε.


* Η επανάληψη σώζει


Εν τω μεταξύ η σειρά «Πενήντα πενήντα» (Mega), η οποία καταφέρνει να σημειώνει υψηλή τηλεθέαση ακόμη και σε επανάληψη, φαίνεται ότι έχει στοιχειώσει όλους τους πρωταγωνιστές της – και κυρίως τους Σάκη Μπουλά, Αβα Γαλανοπούλου και Παύλο Χαϊκάλη – και οι οποίοι άλλαξαν μεν σειρά αλλά δεν άλλαξαν επ’ ουδενί υποκριτική συμπεριφορά. Οσο για το «Παρά πέντε» (Mega), το οποίο στην επανάληψη της επανάληψης συγκεντρώνει εντυπωσιακά ποσοστά τηλεθέασης με 1.085.000 τηλεθεατές μέσο όρο ανά επεισόδιο, εξαργυρώνει ακόμη την επιτυχία με πλήθος διαφημιστικών μηνυμάτων, στα οποία οι πέντε πρωταγωνιστές ενώνουν ξανά τις δυνάμεις τους για το καλό της τσέπης τους βεβαίως.


* Οικογενειοκρατία


Ενα σενάριο το οποίο θα πουλάει για χρόνια στην ελληνική τηλεόραση είναι αυτό στο οποίο καταγράφονται λεπτομερώς οι οικογενειακές περιπέτειες. «Ευτυχισμένοι μαζί» (Mega), «Μπαμπά, μην τρέχεις» (Mega), «Λατρεμένοι μου γείτονες» (Mega), «Μου το κρατάς μανιάτικο» (Alpha) είναι μερικοί μόνο τίτλοι οι οποίοι μαρτυρούν το περιεχόμενο και εν μέρει τον τρόπο προσέγγισης οικογενειακών υποθέσεων που πολλές φορές ξεφεύγουν από τον στενό πυρήνα και επεκτείνονται και σε άλλα μέλη του συγγενικού περιβάλλοντος. Αυτό δεν είναι αρνητικό. Εκείνο όμως που έχει κουράσει και αποτελεί ευκολία είναι η μετατροπή των περισσότερων προσώπων σε καρικατούρες, ενώ οι συμπεριφορές παραπέμπουν σε τεχνάσματα που περισσότερο έχουν στόχο να αποσπάσουν το εύκολο γέλιο και λιγότερο να καυτηριάσουν ή και να σατιρίσουν. Η ελληνική οικογένεια απέχει παρασάγκας από την αντίστοιχη τηλεοπτική και ο ρεαλισμός απουσιάζει παντελώς από την προσπάθεια των σεναριογράφων να εκμαιεύσουν το χάχανο.


* Αυτοτελείς σειρές


Η συνταγή των αυτοτελών επεισοδίων φάνηκε να έχει απήχηση, γι’ αυτό και κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Τόσο το «Safe sex» (Mega) όσο και «Οι επτά θανάσιμες πεθερές» (Mega) και το «Κόκκινο δωμάτιο» (Mega) σώζονται σεναριακά από την «υποχρέωση» της σύντομης ολοκλήρωσης της ιστορίας. Συνεπώς έχουν γρήγορους ρυθμούς, πλούσιο και διαφορετικό καστ. Ωστόσο το γεγονός ότι διανύουν τη δεύτερη και τρίτη χρονιά τους πολλές φορές έχει ως αποτέλεσμα οι ιστορίες που παρουσιάζονται ενίοτε να είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά.


Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα


«Το 10» (Alpha) είναι μία σειρά από αυτές που σπάνια γυρίζονται στην τηλεόραση. Από τη μία το εξαιρετικό κείμενο βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, από την άλλη τα προσεγμένα γυρίσματα, η εξαιρετική σκηνοθεσία (Πηγή Δημητρακοπούλου) και σκηνογραφία (Κώστας Παππάς), οι σπάνιες ερμηνείες, η ατμοσφαιρική μουσική (Ελένη Καραΐνδρου) συνιστούν ένα τηλεοπτικό προϊόν υψηλής αισθητικής και μοναδικό στο είδος του.


Ο «Γιούγκερμαν» (ΑΝΤ1), από την άλλη, είναι σίγουρα μια καλή παραγωγή αλλά όχι αυτό που περιμέναμε με δεδομένο το κόστος της. Λίγο κλειστοφοβική, αταίριαστο καστ που περισσότερο στοχεύει στο να γίνει ελκυστικό στον μέσο τηλεθεατή και λιγότερο στο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου και παράταιρη σκηνογραφία είναι στοιχεία που συνολικά το κάνουν να μοιάζει μέτριο.


Αισιόδοξη νότα στην κωμωδία είναι τα «Υπέροχα πλάσματα» (Alpha) της Μυρτώς Κοντοβά. Εχουν καλές στιγμές, καταγράφουν με χιούμορ προβληματισμούς της γενιάς των 35άρηδων, ωστόσο αδικούνται από τη σκηνοθεσία και τους φωτισμούς σε μεγάλο βαθμό.


Τέλος, αξίζουν προσοχής οι καλογυρισμένες «Ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα» (Alpha), η αισθηματική «Κλεμμένη ζωή» (ΑΝΤ1) και η άτυχη – για το γεγονός ότι προβάλλεται από την κρατική τηλεόραση όποτε τύχει – «Αμυνα ζώνης» (ΝΕΤ).