Ι διαίτερα επιβαρυντική για τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αθηνών είναι η κατάθεση που έδωσε στις διωκτικές αρχές ο ιδιοκτήτης των δύο κομμωτηρίων που κατήγγειλε τον εκβιασμό. Ο επιχειρηματίας αναφέρει ότι η ίδια η εφοριακός κατά το ραντεβού της 12ης Δεκεμβρίου του ομολόγησε ότι στο «κόλπο» ήταν και ο έφορος, ο οποίος πολύ θα χαιρόταν με την καταβολή του αρχικού ποσού. Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης των δύο κομμωτηρίων καταθέτει: «Εβγαλα από το συρτάρι του γραφείου μου έναν φάκελο στον οποίο αναγραφόταν η επωνυμία της επιχείρησής μου και περιείχε 20.000 ευρώ. Τον ακούμπησα στο γραφείο μου λέγοντάς της:“Ελένη,είναι τα είκοσι χιλιάρικα που ζήτησες. Θέλεις να τα μετρήσεις;”» .

«Οχι,Ιωάννη μου,σου έχω εμπιστοσύνη» του είπε η εφοριακός. Και χωρίς να μετρήσει τα χρήματα, έβαλε τον φάκελο στην τσάντα της και πρόσθεσε: «Τώρα θα ηρεμήσεις και εσύ και εμείς,να χαρεί και ο έφορος για να τελειώσει». Η επισήμανση της εφοριακού για τον προϊστάμενό της δεν πέρασε απαρατήρητη από τον επιχειρηματία, ο οποίος στη συνέχεια της κατάθεσής του αναφέρει: «Αμέσως τη ρώτησα “ξέρει ο έφορος;” και μου απάντησε “και βέβαια ξέρει”.Βγήκαμε από το γραφείο και στο σαλόνι του κομμωτηρίου μου ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα και μου είπε: “Τώρα μπορώ να έρχομαι να φτιάχνω τα μαλλιά μου”».

Οταν η εφοριακός βγήκε από το κομμωτήριο, την περίμεναν οι αστυνομικοί, οι οποίοι, όπως λέει ο ιδιοκτήτης των κομμωτηρίων, «ενήργησαν σε αυτήν σωματική έρευνα και στην προσωπική τσάντα της βρέθηκε ο φάκελος με τις 20.000 ευρώ που είχαν προσημειωθεί».

«Καλό θα ήταν να δώσεις τα χρήματα,γιατί αλλιώς θα βρούμε πατήματα στα λογιστικά βιβλία και θα πληρώσεις πολύ περισσότερα». Αυτή την απειλή είχε εκτοξεύσει η εφοριακός, όπως αναφέρει ο επιχειρηματίας στην κατάθεσή του, στην οποία επισημαίνει: «Είχα ήδη μιλήσει με τον λογιστή μου και είδαμε ότι η επιχείρηση ήταν καθ΄ όλα εντάξει». Παρ΄ όλα αυτά, η εφοριακός του ζητούσε χρήματα για να «κλείσει τα λογιστικά βιβλία του για την τετραετία 2003-2006». Χωρίς λοιπόν να του κοινοποιεί διαταγή ελέγχου της υπηρεσίας της άρχισε να απαιτεί στην αρχή 30.000 ευρώ και ύστερα 60.000 ευρώ. Λίγο αργότερα οι απαιτήσεις της ανήλθαν στα 97.000 ευρώ, ενώ τελικά κατέληξε να ζητήσει 60.000 ευρώ.

Ολα αυτά, σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη των κομμωτηρίων, συνέβησαν από τον Μάιο του 2007 ως προχθές κατά τις έξι τηλεφωνικές επαφές και συναντήσεις που είχε με την εφοριακό.

Πώς η εφοριακός ανέβαζε κάθε φορά την «ταρίφα» για να τακτοποιήσει τις φορολογικές εκκρεμότητες του επιχειρηματία; Ιδού τι αναφέρει ο ίδιος στην κατάθεσή του: «Επειδή καθυστέρησα να επικοινωνήσω μαζί της κάποιες ημέρες στις 30 Νοεμβρίου μου είπε ότι το αρχικό ποσό θα πρέπει να αυξηθεί από τις 15.000 στις 20.000 ευρώ στην ίδια και 15.000 ευρώ για το κράτος. Και να είσαι και ευχαριστημένος” μου είπε. Τότε μου ανέφερε ότι ένα κομμωτήριο στην οδό Καρνεάδου στο Κολωνάκι την ημέρα του Αγ. Σάββα κατά το κλείσιμο των βιβλίων τής είχε δώσει 150.000 ευρώ».

Η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με βάση την κατάθεση του επιχειρηματία και τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας που σχημάτισαν οι διωκτικές αρχές άσκησε ποινική δίωξη για «εκβίαση» και «δωροδοκία» στην εφοριακό. Επιπλέον άσκησε ποινική δίωξη στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αθηνών για «συνέργεια» στις πράξεις της υφισταμένης του.

Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ Αθηνών και η εφοριακός ζήτησαν και πήραν προθεσμία από τον τακτικό ανακριτή, στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεση μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης προκειμένου να προετοιμάσουν τις απολογίες τους. Στο μεταξύ και οι δύο κρατούνται.