Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήταν χωρίς αμφιβολία η κρισιμότερη περίοδος που διήλθε το νεότερο ελληνικό κράτος από συστάσεώς του. Εν μέσω ενός άκρατου και επικίνδυνου εθνικισμού στα Βαλκάνια, η χώρα θα εμπλακεί σε δύο Βαλκανικούς Πολέμους και εν συνεχεία στον Α´ Παγκόσμιο, έχοντας όμως υποστεί, παρά το γεγονός ότι το τέλος των πολέμων τη βρήκε στο στρατόπεδο των νικητών, ένα βαθύ εσωτερικό πλήγμα: τον διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών. Αν και κύρια αφορμή του διχασμού ήταν ο εξωτερικός προσανατολισμός της χώρας, ο εσωτερικός αντίκτυπος ήταν τεράστιος, θέτοντας σε σοβαρή δοκιμασία τους θεσμούς της. Παρ’ ολίγον θύμα της διαμάχης αυτής υπήρξε ο θριαμβευτής στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα.


Δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, στο δημαρχείο του ομώνυμου προαστίου των Παρισίων στις 10 Αυγούστου του 1920, που άλλαζε κυριολεκτικά την εδαφική φυσιογνωμία της χώρας, ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης εθνικής επιτυχίας που γνώρισε ποτέ η χώρα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, θα έπεφτε θύμα δολοφονικής απόπειρας εναντίον του από δύο απότακτους αξιωματικούς, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβασθεί σε αμαξοστοιχία που θα τον οδηγούσε πίσω στην Ελλάδα, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών.


Και μόνο στο άκουσμα της είδησης, στην Ελλάδα ξεσπάει χάος. Τα γνωστά ως «Ιουλιανά» επεισόδια από φανατικά στοιχεία του βενιζελικού κόμματος την επομένη, που είχαν αποτέλεσμα τους βανδαλισμούς εις βάρος των εγκαταστάσεων αντιπολιτευομένων εφημερίδων και τη δολοφονία το απόγευμα της ίδιας ημέρας του Ιωνος Δραγούμη, την ίδια στιγμή που ο Βενιζέλος παρέμενε κλινήρης με τραύματα στην αριστερή ωμοπλάτη και στον βραχίονα από τις σφαίρες του υποπλοιάρχου Απόστολου Τσερέπη και του υπολοχαγού Γεώργιου Κυριάκη, αδυνατώντας προς στιγμήν ν’ αναλάβει προσωπικά τον έλεγχο της καταστάσεως, φέρουν τους άμεσους συνεργάτες του σε αδιέξοδο.


Παρά την κρισιμότητα των πολιτικών εξελίξεων στην Αθήνα, οι πιστοί επιτελείς του Βενιζέλου, μεταξύ αυτών και στελέχη του υπουργείου των Εξωτερικών, που είτε υπηρετούσαν στην πρεσβεία των Παρισίων είτε τον συνόδευαν στο Συνέδριο της Ειρήνης, θα σχηματίσουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τον νοσηλευόμενο πρωθυπουργό. «Ελάχιστος κλονισμός εις την σημερινήν κατάστασιν υγείας του Προέδρου έσεται επικίνδυνος» τηλεγραφούσε από το Παρίσι ο Μαρκαντωνάκης, στενός φίλος του Βενιζέλου, προσθέτοντας «Πρόεδρον καθησυχάζω ότι ουδέν συμβαίνει απολύτως, αγνοεί δε παρόν διάβημά μου όλως εμπιστευτικόν προς υμάς» (ΑΠ 5395, 19 Αυγούστου 1920). Με το συγκεκριμένο διάβημα η πρεσβεία ζητούσε πληροφορίες επί των όσων συνέβαιναν στην Αθήνα, αφού, όπως ενημέρωνε την προηγουμένη ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μ. Νεγρεπόντης από την Αθήνα, «κατάστασις ενταύθα λίαν επικίνδυνος. Κατάστασις Αντιπροέδρου (σ.σ. Ρέπουλη) εντελώς απελπιστική. Νευρικότης αυτού αυξάνει εις τοιούτον βαθμόν ώστε φθάνει πλέον εις το σημείον αποκλείει πάσαν συνεννόησιν» (τρις επείγον ΑΠ 5549, 18 Αυγούστου 1920). Στην πραγματικότητα ο Ρέπουλης βρέθηκε στο στόχαστρο εξεγερμένων Κρητικών, φανατικών βενιζελικών, που άλλοι διέμεναν στην Αθήνα και άλλοι έσπευσαν από Κρήτη, ότι επεδείκνυε επιείκεια έναντι όσων αντιδραστικών επιχειρούσαν να βλάψουν την κυβέρνηση. Εξαιτίας αυτού με ίδια ημερομηνία ο ΥΠΕΞ Ν. Πολίτης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει στην Αθήνα, τηλεγραφούσε στο Παρίσι: «Αναγνωσθήτω υπό Κυρίου Προέδρου Υπουργικού Συμβουλίου, μόνον απολύτως. ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ. Θεωρώ καθήκον πληροφορήσω υμάς ότι, παρά υπερανθρώπους προσπαθείας Κυρίου Ρέπουλη, στάσις αδιαλλάκτων φιλελευθέρων εξακολουθεί εμπνέουσα ημίν σοβαράς ανησυχίας. Φρονώ αναγκαίον όπως απευθύνητε ταχέως, επειγόντως, εντόνους συστάσεις εις κυρίους Μαρήν, Κούνδουρον και Καρασεβδάν με εντολήν ανακοινώσωσιν αυτάς εις φίλους των» (ΑΠ 5538). Ας σημειωθεί ότι ο βασιλικός επίτροπος Ιωσήφ Κούνδουρος είχε αποκαλέσει ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου τον Κωνσταντίνο «βασιλικόν κτήνος»


Συγκίνηση προκαλεί στον αναγνώστη τετρασέλιδο κείμενο με το οποίο ιδιοχείρως ο Βενιζέλος ενημέρωνε τον Ρέπουλη για την καθυστέρηση με την οποία ελάμβανε γνώση των όσων περιείχε τηλεγράφημα του τελευταίου για την κατάσταση στην Αθήνα. «Είμαι ευγνώμων προς τον ελληνικόν λαόν διά την θερμήν εκδήλωσιν των αισθημάτων του εξ αφορμής τής εναντίον μου αποπείρας. Αλλ’ αι εκδηλώσεις αυταί ήγαγον ενίοτε εις θλιβερωτάτας παρεκτροπάς και βιαιότητας εξ αφορμής των οποίων δοκιμάζω επί της κλίνης του τραυματίου πικρίαν μεγαλυτέραν εκείνης ήν εδοκίμασα διά την κατ’ εμού απόπειραν…» (ΑΠ 5314).


Εν τω μεταξύ, με τρις επείγον τηλεγράφημά του προς την πρεσβεία των Παρισίων ο έλληνας ΥΠΕΞ Ν. Πολίτης αποκάλυπτε το σχέδιο συνωμοσίας που προέβλεπε δράση το ίδιο βράδυ του εορτασμού για την υπογραφή της συνθήκης. «Συνελήφθησαν (κατόπιν παρακολουθήσεως) ήδη από εσπέρας Τετάρτης και Πέμπτης απότακτοι και ιδιώται και πολιτικοί εν οις Στράτος…» (ΑΠ 9943). Σύμφωνα με το ίδιο τηλεγράφημα, «οι εδώ συνωμόται ενεθαρρύνοντο με διαβεβαίωσιν ότι πρωίαν Πέμπτης, ότε θα ήσαν αυτοί κύριοι καταστάσεως, θα ανεκοινούντο εκ Παρισίων και δολοφονία κ. Προέδρου».


Είναι πάντως γεγονός ότι από τον Νοέμβριο του 1919 υπήρχε φόβος για απόπειρα κατά του Βενιζέλου και δίνονταν συστάσεις στους πρεσβευτές Παρισίων και Λονδίνου να αποφεύγει τις συναντήσεις με Ελληνες. Περισσότερο προσεκτικές οι ελληνικές αρχές έγιναν μάλιστα ύστερα από πληροφορίες της βουλγαρικής μυστικής αστυνομίας ότι «ανεχώρησαν δι’ Ευρώπην και υποθέτει δι’ Ιταλίαν Βούλγαροι προς δολοφονίαν Προέδρου κατ’ επικειμένην επάνοδόν του».


Τους Βούλγαρους ωστόσο πρόλαβε χέρι ελληνικό… Ο Τσερέπης, όπως αποκαλύπτεται από οικείο φάκελο του ΥΠΕΞ, είχε ήδη μπει από το 1917 στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών εξαιτίας μιας επιστολής που είχε λάβει, με διπλωματικό φάκελο εκ Παρισίων, του αδελφού του, τέως προξένου στη Βοστώνη, Ν. Τσερέπη. Η επιστολή ήταν εξ ολοκλήρου γραμμένη με κωδικούς αριθμούς και περιέχεται στον ίδιο φάκελο. Οταν ο τέως πρόξενος κλήθηκε ν’ αποκαλύψει την κρυπτογραφική κλείδα προς αποκρυπτογράφηση της επιστολής, αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο περί ερωτικής επιστολής κυρίας τινός προς τον αδελφό του, την οποία ήθελε δήθεν να προστατεύσει… Οταν του δόθηκε διήμερη προθεσμία να πείσει «την άγνωστη κυρία» να συνδράμει τις Αρχές, αυτός εξηφανίσθη. Για το ποιόν και τα «πιστεύω» του ωστόσο είχαν ήδη γνώση οι κρατούντες από αποκωδικοποιημένη επιστολή του, προερχόμενη εκ Μαδρίτης, με την οποία αποκαλούσε υποτιμητικά «κουμπάρο» τον Βενιζέλο. Ιδού μερικά αποσπάσματα. «Προχθές Πέμπτην απόγευμα ηύρον επιτέλους το Προξενείον. Ο Γενικός Πρόξενος είναι είς γέρων. Πρέπει να γνωρίζεις ότι άνωθεν του προξενικού γραφείου είναι η εικών του Κουμπάρου!» (σελ. 4). «Ημείς είμεθα το δυστυχέστερον κράτος, πείνα και των γονέων. Εγώ θαυμάζω τους Ευρωπαίους. Ολοι τρώγουν, πού η λιτότης του δυστυχισμένου Ελληνος» (σελ. 6). «Ο καιρός καλός. Ελπίζω ο Ποσειδών να μην είναι Βενιζελικός και να μου κάνη καλόν καιρόν…» (σελ. 10).


Αμέτρητα τηλεγραφήματα συμπάθειας στον δοκιμαζόμενο έλληνα πρωθυπουργό κατέφθασαν στην Αθήνα απ’ όλους τους γνωστούς ηγέτες και αρχηγούς κρατών εκείνης της εποχής. Τελικά ο Βενιζέλος επέστρεψε στις 17 Αυγούστου, καταπλέοντας με το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο λιμάνι του Πειραιά.


Συμμαχία βασιλικών με… σοσιαλιστές!


Απίστευτο, αλλά συνέβη. Με πολυσέλιδη έκθεσή του στις 21 Νοεμβρίου 1919 ο έλληνας πρεσβευτής στη Βέρνη Α. Αλεξανδρίδης ενημέρωνε τον υπουργό Εξωτερικών ότι, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που διέθετε «εκ σερβικής πηγής», οι «Κωνσταντινικοί» είχαν έλθει σε επαφή με «ένα σοσιαλιστήν εξ Αθηνών ονόματι Καραπαναγιώτην (σ.σ. όστις) διαιτάται εις το Hotel National της Λουκέρνης όπου κατοικεί και ο πρώην Βασιλεύς. Ούτος μεθ’ ετέρου Ελληνος ονόματι Σφυρή, ομιλήσαντες επανειλημμένως ως σοσιαλισταί Ελληνες προς Βουλγάρους, Ρουμάνους και Οθωμανούς σοσιαλιστάς» κατέστρωναν σχέδιο για ανατροπή του Βενιζέλου και επάνοδο του μονάρχη στη χώρα. Ως έδρα της συνωμοτικής δράσης τους στην Ελλάδα αναφερόταν το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια στιγμή συγκροτούνταν επιτροπές σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, στις ΗΠΑ και στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν ισχυρές ομογενειακές παροικίες προς προσηλυτισμό «παρ’ Ελλησι και ξένοις…» (όπ.π.).


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.