ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ για το πάρε-δώσε στο Κυπριακό κλείστηκε για τις 3 Σεπτεμβρίου. Ο πρόεδρος της Κύπρου κ. Δ. Χριστόφιας και ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Μεχμέτ Αλί Ταλάτ συμφώνησαν στην έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Ο κ. Ταλάτ δείχνει μια αξιοπερίεργη σπουδή για επίλυση του μακροχρόνιου αυτού προβλήματος ζητώντας να λυθεί
το Κυπριακό ως το τέλος του έτους. Στην επιδίωξή του αυτή απολαμβάνει την πλήρη στήριξη της Αγκυρας.
Αντιθέτως, ο κ. Χριστόφιας δεν επιθυμεί ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και δεν θέλει να ακούει για επιδιαιτησία τύπου Αναν. Πού το πάει όμως ο πρόεδρος της Κύπρου; Οταν για πρώτη φορά κομμουνιστής ηγέτης ανελάμβανε την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, πολλοί εξέφραζαν επιφυλάξεις για το κατά πόσο θα μπορούσε να αναθερμάνει το διεθνές ενδιαφέρον για το πολιτικό πρόβλημα του νησιού. Παρά το γεγονός ότι
η πρώτη δήλωσή του ήταν «έγινα πρόεδρος μόνο και μόνο για να λύσω το Κυπριακό», ο κ. Χριστόφιας κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξασφαλίσει την πολιτική ηρεμία στο εσωτερικό μέτωπο προκειμένου να επικεντρωθεί στο μείζον εθνικό ζήτημα. Και επέβαλε από την αρχή την άποψη ότι «η λύση πρέπει να προέλθει από τους ίδιους τους Κυπρίους» – υπό την αιγίδα βεβαίως του ΟΗΕ. Ωστόσο, τόσο η εσωτερική συναίνεση όσο και η «κυπριακή λύση» βρίσκονται υπό την αίρεση πιθανής αποτυχίας.
Τα δύο κόμματα, πλέον του ΑΚΕΛ, τα οποία μετέχουν στην κυβέρνηση, το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ, εξουσιοδότησαν μεν τον κ. Δ.Χριστόφια να προχωρήσει στις απευθείας διαπραγματεύσεις, έχουν όμως χαράξει και αυτά τις «κόκκινες γραμμές» τους. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, τα Ηνωμένα Εθνη αναγνωρίζουν ότι η «ιδιοκτησία» της λύσης ανήκει στις δύο κοινότητες καθώς μια έξωθεν επιβολή λύσης (στο πρότυπο του Σχεδίου Αναν) έχει πλέον «καεί». Ωστόσο θεωρούν ότι, αν στην πορεία οι συνομιλίες σκαλώσουν, πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο για τη διάσωσή τους. Ορισμένοι πάντως εκτιμούν ότι ένας ενδεχόμενος ρόλος γεφυροποιού από τον ΟΗΕ θα μπορούσε να εκτραπεί σε επιδιαιτησία. Αυτό το έχει διαπιστώσει και ο κ. Χριστόφιας. Ηδη ο κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ δήλωσε ότι θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως η τουρκική πλευρά θα ζητήσει την «ενεργό εμπλοκή» των Ηνωμένων Εθνών ακόμη και για επιδιαιτησία. Για συμβολικούς μάλιστα λόγους η Λευκωσία θεώρησε ότι μια επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν στην Κύπρο θα φαινόταν ότι «καπελώνει» τις προσπάθειες για «κυπριακή λύση». Παράλληλα ο κ. Χριστόφιας επιδιώκει να εμπλέξει ενεργότερα όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας στις συνομιλίες ώστε να μην κρατούν την μπαγκέτα μόνο Βρετανοί και Αμερικανοί, ως συνήθως.
Οι πληροφορίες επιμένουν ότι τα Ηνωμένα Εθνη έχουν θέσει χρονικό όριο για λύση του Κυπριακού ως τα τέλη του 2009 με πιθανή μονογραφή της συμφωνίας τον Ιούνιο του 2009. Το ορόσημο αυτό δεν συζητείται τυχαία διότι μια πιθανή μονογραφή θα συνέπιπτε με τις ευρωεκλογές του 2009 (όπου και ανακύπτει το θέμα συμμετοχής Τουρκοκυπρίων για δύο από τις έξι έδρες της Κύπρου), την επαναξιολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και τις «βουλευτικές» και «προεδρικές» εκλογές στα Κατεχόμενα στις αρχές του 2010. Εγκυρες πηγές αναφέρουν στο «Βήμα» ότι «ο κ.Ταλάτ κινδυνεύει σοβαρά να μην επανεκλεγεί αν δεν παρουσιάσει απτά αποτελέσματα καθώς θα χρεωθεί άλλη μία αποτυχία μετά τις υποσχέσεις του για αναβάθμιση των Τουρκοκυπρίων και “ταϊβανοποίηση”» . Οι «σκληροπυρηνικοί» εθνικιστές, οι οποίοι δεν αποδέχονται το μοντέλο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, βρίσκονται σε άνοδο και πιθανή νίκη τους θα προκαλούσε σοβαρή οπισθοδρόμηση στο Κυπριακό.
Οι απευθείας διαπραγματεύσεις αρχίζουν μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας, με τις δύο κοινότητες να έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις για το πώς θα λυθεί το περίπλοκο πρόβλημα. Εξάλλου το έργο που έχει παραχθεί στις ομάδες εργασίας παραμένει σχετικά περιορισμένο, με τον κ. Ταλάτ να επιμένει ότι όλα τα δύσκολα ζητήματα πρέπει να κρατηθούν για το τέλος.
Ηδη, προτού ακόμη οι δύο ηγέτες καθήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα σενάρια σε διεθνή μέσα ενημέρωσης που μιλούν για «τελευταία ευκαιρία», η οποία, αν αποτύχει, θα οδηγήσει σε «βελούδινο διαζύγιο». Ο πρόεδρος Χριστόφιας γνωρίζει αυτά τα σενάρια, αποφεύγει δηλώσεις που μπορεί να πυροδοτήσουν την όλη κατάσταση και βασίζεται σε ένα και μόνο σημείο. Ποιο είναι αυτό; Οτι το κόμμα του οποίου ηγείται, το ΑΚΕΛ, δεν έχει «πειράξει» ποτέ τους Τουρκοκυπρίους. Οι σχέσεις του με τον κ. Ταλάτ είναι πολύ καλές, όπως πολύ καλές είναι και οι σχέσεις των τουρκοκυπριακών συνδικάτων με τα αντίστοιχα ελληνοκυπριακά.
Καλές είναι οι προσωπικές σχέσεις, αλλά τι θα γίνει όταν οι διαπραγματεύσεις περάσουν στα «καυτά» ζητήματα που αφορούν το πολίτευμα του κράτους (η Λευκωσία επιθυμεί να διατηρηθεί η προεδρευομένη δημοκρατία με εκ περιτροπής πρόεδρο, σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους, που επιθυμούν ένα είδος κυβερνητικού συμβουλίου που να κυβερνά και τις δύο κοινότητες), το θέμα των περιουσιών (το οποίο κατά πολλούς αναδεικνύεται στην πολυπλοκότερη πτυχή των συνομιλιών), το ζήτημα των εποίκων, την αποστρατιωτικοποίηση και τις εγγυήσεις (όπου η Αθήνα και η Λευκωσία κάνουν λόγο για «παρωχημένες πρακτικές» ) και βεβαίως το εδαφικό;
Στην πραγματικότητα, ο κ. Χριστόφιας δεν θα ήθελε να έχει συνομιλητές ή διαπραγματευτές τους Τουρκοκυπρίους και τον κ. Ταλάτ. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το «κλειδί των εξελίξεων» στο Κυπριακό το έχει η Αγκυρα και η κυβέρνησή της μπορεί, αν το θελήσει, να επιφέρει πρόοδο και εν συνεχεία λύση στο πρόβλημα ή να την τορπιλίσει οριστικά. Μόνο που και στην Αγκυρα τα πράγματα είναι περίπλοκα. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια την επόμενη ημέρα της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία αναμένεται αύριο και θα κρίνει το μέλλον του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ίσως και του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο κ. Χριστόφιας επιδιώκει ένα ενιαίο διζωνικό, δικοινοτικό, ομόσπονδο κράτος με μία ιθαγένεια, με μία κρατική οντότητα, και φαίνεται πως δεν συζητεί κάτι άλλο. Οι Τουρκοκύπριοι θέλουν επαναφορά (σε βελτιωμένη έκδοση προς όφελός τους) του Σχεδίου Αναν, δεν συζητούν το θέμα των εγγυήσεων και κυρίως δεν συζητούν το θέμα της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων με τη λύση του προβλήματος.