Το άρθρο αυτό μακράν απέχει από το να λάβει τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς στη δημόσια αντιπαράθεση που επί ημέρες κυριάρχησε στους δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους της χώρας με αφορμή το επιστημονικό συνέδριο για την ταραγμένη διετία που προηγήθηκε της στρατιωτικής δικτατορίας. Φυσικά, από τη διαμάχη αυτή δεν γλίτωσαν ούτε οι ΗΠΑ. Είχαν ή δεν είχαν ανάμειξη στα γεγονότα εκείνα; Και, αν ναι, σε ποιον βαθμό και πόσο επηρέασαν την εξέλιξή τους; Στο ερώτημα αυτό έρχεται να συνδράμει το άρθρο αυτό, με χρήση των διπλωματικών εγγράφων της εποχής και την επίσημη αμερικανική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή εκφραζόταν διά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.


Αν και αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Ψυχρός Πόλεμος περνούσε σε μια σταδιακή ύφεση, η Ελλάδα εξακολουθούσε να έχει για τη Δύση εξέχουσα γεωστρατηγική σημασία εξαιτίας ακριβώς της γεωγραφικής της θέσης που την καθιστούσε, όπως και την Τουρκία που για τον λόγο αυτόν έλαβε μέρος της βοήθειας από το Σχέδιο Μάρσαλ καίτοι δεν συμμετείχε στον πόλεμο, ανάχωμα στην εκ Βορρά κομμουνιστική απειλή. Δεν ήταν γι’ αυτό παράξενο ούτε υπερβολικό το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για την κρίση που περνούσαν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί στην Ελλάδα εξήντα χρόνια πριν. Ανησυχία έδειχνε και το ΝΑΤΟ, όπως και οι λοιπές κυβερνήσεις της Συμμαχίας, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, όπως διαφαίνεται από τον Τύπο της εποχής. Με την παρακμή όμως της άλλοτε κραταιάς Μεγάλης Βρετανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ηνία της παγκόσμιας ισχύος είχαν περάσει μοιραίως στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, γι’ αυτό και έχει σημασία να δούμε σήμερα τα γεγονότα εκείνα, μακριά από μύθους και δαιμονοποιήσεις, μέσα από τη διπλωματική αλληλογραφία Ουάσιγκτον – Αθήνας όπως αυτή εμφανίζεται σε επίσημα αμερικανικά έγγραφα που δημοσιοποιήθηκαν το 2000 και προέρχονται από την προεδρική βιβλιοθήκη του Λίντον Τζόνσον και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.


Βεβαίως, στην έκταση ενός άρθρου όπως αυτό δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθεί το περιεχόμενο αρκετών δεκάδων εγγράφων τα οποία μέχρι πρότινος παρέμεναν απόρρητα. Θα περιοριστούμε γι’ αυτό αναγκαστικά σε επισημάνσεις, με απευθείας ωστόσο αναφορές σε περιστατικά ή πρόσωπα που αναφέρονται στα έγγραφα.


Κατ’ αρχήν δεν υπήρχε κανένας, πλην της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, που δεν συζητούσε με τους Αμερικανούς κάθε βαθμίδας της εδώ πρεσβείας, είτε σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες είτε σε ολιγομελή δείπνα που διοργανώνονταν, όχι πάντοτε με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, σε σπίτια αμερικανών διπλωματών ή Ελλήνων, εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου. Τα θέματα ήσαν πολλά. Το Κυπριακό, η οικονομική και πολιτική κρίση που διήρχετο η χώρα, οι σχέσεις της Ενώσεως Κέντρου με το Παλάτι, η κοινοβουλευτική άνοδος της ΕΔΑ, ένα εκρηκτικό δηλαδή μείγμα από μόνο του, το οποίο με τη θυελλώδη είσοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην ενεργό πολιτική δράση έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις. Το μακροσκελές πολυσέλιδο απόρρητο σημείωμα με αριθμό Α-369 και ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1965 του εδώ συμβούλου πολιτικών υποθέσεων προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ από εκείνο το δείπνο έδινε το πολιτικό στίγμα της μετέπειτα πολιτικής του έλληνα πολιτικού, όπως ότι «οι ΗΠΑ έπρεπε να κατανοήσουν την ευαισθησία μιας μικρής χώρας που αν και είχε χάσει τμήμα της αυτονομίας της από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ επιθυμούσε να σέβονται τα κυριαρχικά της δικαιώματα», ότι η πλειονότητα του ελληνικού λαού πιστεύει, «αν και δεν είναι απόλυτα αληθές», πως οι ΗΠΑ στηρίζουν τη Δεξιά και το Παλάτι κτλ. Το δείπνο δινόταν μία ημέρα μετά την επιστολή του Κωνσταντίνου προς τον πρόεδρο Τζόνσον για έκτακτη αμερικανική αρωγή στην παραπαίουσα ελληνική οικονομία, την οποία, σημειωτέον, ο Τζόνσον απέρριψε στις 19 Δεκεμβρίου. Με αφορμή εκείνη την επιστολή αλλά και την εν γένει στάση του μονάρχη ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει χαρακτηριστικά: «Κάποτε έλεγα πότε θα φύγει να πάει στη Δανία, σήμερα ζητάω να παραπεμφθεί σε δίκη για τα εγκλήματά του».


Καταιγιστικά είναι τα τηλεγραφήματα της περιόδου Ιουνίου – Ιουλίου 1965, τα οποία εντυπωσιάζουν όχι μόνο για το ύφος και την ακρίβεια των πληροφοριών που περιέχουν αλλά και για την ανάλυση που επιχειρούν. Σε ένα από αυτά με ημερομηνία 30 Ιουνίου ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Ν. Anschuetz αποφαίνεται ότι οι ψίθυροι περί πραξικοπήματος είναι αβάσιμοι και ότι η καλύτερη λύση για να βγει από το αδιέξοδο η χώρα δεν είναι ούτε οι εκλογές ούτε η ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου αλλά η αναμονή ως το φθινόπωρο, οπότε η κακή διαχείριση των οικονομικών της χώρας θα οδηγούσε σε προδικαζόμενη φθορά της κυβέρνησής του και εν τέλει του ιδίου.


Μία εβδομάδα μετά τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου θυμηδία προκαλεί το με αριθμό 123 τηλεγράφημα του ιδίου που εξακολουθεί να παραμένει επικεφαλής της αντιπροσωπείας: «Δεδομένης της απίστευτης ευαισθησίας που δείχνουν στη διακίνηση πολιτικών ψιθύρων εδώ και του ελληνικού ταλέντου να διαστρεβλώνει τα πράγματα, η πρεσβεία ακολουθεί προσεκτικά τις οδηγίες σας (σ.σ.: του Στέιτ Ντιπάρτμεντ) για αποφυγή κάθε ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα στα ελληνικά πράγματα. Χαρακτηριστικό αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι ο μεν βασιλιάς είπε ότι εγώ δήθεν απέτρεψα τον Στεφανόπουλο να σχηματίσει κυβέρνηση (σ.σ.: ο Anschuetz αντίθετα σε άλλο τηλεγράφημά του, με αριθμό 1862 στις 16 Ιουνίου, έβρισκε ικανοποιητικότερη τη λύση Στεφανόπουλου), οι δεξιοί ότι δεν ανακατευόμαστε γιατί οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται πια να μάχονται τον κομμουνισμό και ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι οι Αμερικανοί τού είπαν να φύγει από τη χώρα. Ως εκ τούτου» έγραφε ο αμερικανός διπλωμάτης, «όπως αντιλαμβάνεσθε, ακόμη και εφαρμόζοντας τις οδηγίες σας να παραμένω όσο γίνεται πιο αποστασιοποιημένος από κάθε πλευρά, η πολιτική αυτή πάλι εμφανίζεται ανεπιτυχής…».


Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως είναι μια άλλη πληροφορία που αναδύεται από τα έγγραφα εκείνης της περιόδου και αφορά εισήγηση κάποιων σκληροτράχηλων συμβούλων του Τζόνσον για ανάληψη δράσης σύμφωνα με ένα σχέδιο που θα αποδυνάμωνε την εκλογική βάση των Παπανδρέου και θα προωθούσε μια πιο μετριοπαθή κυβέρνηση. Οταν όμως η 303 Επιτροπή έφερε το σχέδιο σε γνώση τού τότε ΥΠΕΞ Ντιν Ρασκ, ο τελευταίος το απέρριψε με το επιχείρημα ότι, οποιοδήποτε και αν ήταν το πολιτικό όφελος, βέβαιο ήταν πως ελλόχευαν στρατηγικοί κίνδυνοι για την περιοχή που λειτουργούσαν αποτρεπτικά ακόμη και ως απλή σκέψη.


Πιο αποκαλυπτική όμως είναι η ωριαία συνομιλία που είχε ο αμερικανός πρεσβευτής Φίλιπ Τάλμποτ με τον πρέσβη Δημήτριο Μπίτσιο, διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Κωνσταντίνου. Στην ανεπιτυχή προσπάθεια του Μπίτσιου να παρουσιάσει τον Ανδρέα Παπανδρέου υποστηριζόμενο από τους Σοβιετικούς και το ΚΚΕ και στο ερώτημα τι θα έπρατταν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση που η κατάσταση μετατρεπόταν σε έκρυθμη, ο Τάλμποτ θα αποδειχθεί ακραιφνής: «Οσα και αν λένε στην Ελλάδα για τον Ανδρέα και τις δήθεν σχέσεις του με τους Σοβιετικούς και τους κομμουνιστές, εμείς δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο. Ο Ανδρέας έχει φίλους και υποστηρικτές διανοούμενους και πολιτικούς απ’ όλον τον κόσμο και όσον αφορά τη στάση των ΗΠΑ έναντι κάθε, κατά παραβίαση των συνταγματικών αρχών, καταστάσεως, πάγια πολιτική της είναι να την αντιστρατεύεται, να τη θεωρεί επικίνδυνη και δύσκολα επανορθώσιμη» (Memorandum, αρ. 251, 28 Ιανουαρίου 1967). Στην ερώτηση, τέλος, του Τάλμποτ αν υπήρχε βασιμότητα στις φήμες περί επανόδου του Καραμανλή από την αυτοεξορία του στο Παρίσι, ο Μπίτσιος το απέκλεισε, προσθέτοντας ωστόσο ότι το Παλάτι θα έβλεπε θετικά την επιστροφή του.


Η κλωτσιά στο… μουλάρι


Η αλληλογραφία Ουάσιγκτον – Αθήνας πυκνώνει όσο και τα γεγονότα που οδήγησαν τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Μπορεί να το γνώριζαν, όπως πρόσφατα ειπώθηκε, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, αλλά υπήρχε πράγματι κάποιος που δεν το συζητούσε από τα 8,5 εκατομμύρια Ελληνες; Στις 5 το πρωί της 21ης Απριλίου ο αμερικανός στρατιωτικός ακόλουθος καλείται στο Τατόι να πληροφορηθεί τι συμβαίνει. Ο βασιλιάς τού μιλάει για κίνημα που κάποιοι «μπάσταρδοι» κινούν εναντίον του και ζητάει τη βοήθεια του 6ου Στόλου και του αμερικανικού στρατού! Η Ουάσιγκτον παραμένει αμήχανη καθώς «οι δημοκρατικές της αρχές υφίστανται βαρύ πλήγμα από το γεγονός ότι σε μια όχι τριτοκοσμική χώρα αλλά ευρωπαϊκή, την Ελλάδα, αξιωματικοί που εκπαιδεύτηκαν με αμερικανικές δαπάνες ανατρέπουν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς» (αρ. 279, 23 Απριλίου 1967). Συνιστάται στην εδώ πρεσβεία προσεκτική αναμονή εν όψει των εξελίξεων, επίδειξη ενδιαφέροντος για τους κρατούμενους πολιτικούς και πρόθεση κατάπλευσης μικρής δύναμης του 6ου Στόλου για εκφοβισμό των «άπειρων και άξεστων στρατιωτικών που επέβαλαν το στρατιωτικό καθεστώς με το σκεπτικό ότι (σ.σ.: ακολουθεί αμερικανικό γνωμικό) «αν δεν έχεις εκπαιδεύσει το μουλάρι, τουλάχιστον κλώτσα το για να του τραβήξεις την προσοχή»!..» (όπ.π.).


Στο ίδιο έγγραφο οι ΗΠΑ θεωρούσαν αιτία του πραξικοπήματος τον Ανδρέα και την πολιτική του (με πικρία ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πει στον αμερικανό επιτετραμμένο τον Ιούνιο του 1965 ότι οι Αμερικανοί ήταν ικανοί να κατηγορήσουν τον Ανδρέα ακόμη και για την κατάσταση στον Αγιο Δομίνικο…, αρ. εγγρ. 1921) και την επικίνδυνη κατάσταση που εδημιουργείτο για το ΝΑΤΟ και τη Δύση στην ευαίσθητη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου. Από την ανησυχία όμως ως τη σκηνοθεσία και τα σενάρια εμπλοκής των μυστικών υπηρεσιών η απόσταση είναι μεγάλη, επισφαλής και ασφαλώς αυθαίρετη. Αρκεί να σκεφθεί κανείς, κατ’ αναλογία με όσα συμβαίνουν σήμερα στο Ιράκ, πόσο λανθασμένα πληροφορούσε η CIA την Ουάσιγκτον εμπλέκοντάς τη σε μια περιπέτεια για την οποία πολλοί διαφώνησαν τόσο μέσα στο Κογκρέσο όσο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Στην περίπτωσή τους, όπως και στη δική μας, αποδείχτηκε ότι η ανακύκλωση θεωριών συνωμοσίας μόνο κακό μπόρεσε και μπορεί εξακολουθητικά να προξενήσει.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.