Νέα δεδομένα στο Ασφαλιστικό δημιουργεί απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την οποία οι συμβασιούχοι που υπηρετούν στον «στενό» ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με συμβάσεις έργου ή ορισμένου χρόνου αποκτούν πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία στηρίζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των συμβασιούχων και των υπαλλήλων αορίστου χρόνου, αναμένεται να επηρεάσει άμεσα το ασφαλιστικό καθεστώς που ισχύει στη χώρα μας, αν ληφθεί υπόψη ότι αποκτούν πλέον πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα και εφάπαξ αποζημίωση περίπου 250.000 συμβασιούχοι που υπηρετούν σήμερα στο Δημόσιο.
Η σχετική απόφαση που ελήφθη στις 15 Απριλίου 2008 από το Τμήμα της Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναμένεται να επιταχύνει, εκτός των άλλων, και τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι μια εξέλιξη την οποία δεν μπορεί να αποφύγει η κυβέρνηση, με δεδομένο ότι ως τις 2 Αυγούστου 2008 αναμένεται να εκδοθεί ακόμη μία απόφαση του Δικαστηρίου η οποία αφορά την εξομοίωση των ορίων συνταξιοδότησης μεταξύ των ανδρών και των γυναικών που εργάζονται στον δημόσιο τομέα.
Το σκεπτικό της απόφασης ορίζει ρητά ότι στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση το Δημόσιο δεν μπορεί υπό την ιδιότητά του ως εργοδότης να λαμβάνει μέτρα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70. Παράλληλα, δέχεται ότι ο γενικός κανόνας Κοινοτικού Δικαίου για την απασχόληση διαμορφώνεται με βάση τις συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ως εκ τούτου, επιβάλει στους φορείς του Δημοσίου να αποκλείσουν τους συμβασιούχους από τις συντάξεις που εμπίπτουν στο υποχρεωτικό και κατώτατο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να τους εντάξουν στο αντίστοιχο σύστημα των υπαλλήλων αορίστου χρόνου.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχεται ότι «στην έννοια της ίσης μεταχείρισης στους όρους απασχόλησης μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου υπάγονται τόσο οι αμοιβές όσο και οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσης εργασίας». «Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου» αναφέρεται «συνιστούν τη γενική μορφή σχέσεων εργασίας,μολονότι αναγνωρίζεται ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα καθήκοντα και δραστηριότητες.Η Αρχή κράτους-μέλους που ενεργεί ως δημόσιος εργοδότης δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα,ερχόμενα σε αντίθεση με τον σκοπό που επιδιώκουν η Οδηγία (1999/70) και η συμφωνία-πλαίσιο,την αποτροπή δηλαδή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου». Η διαπίστωση αυτή υψώνει ασπίδα προστασίας στους εργαζομένους, καθώς το Δικαστήριο δέχεται ότι και το Δημόσιο υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις επιταγές της ΚΟ 1999/70. Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει συμπεριληφθεί στην Οδηγία 1999/70 είναι απολύτως σαφής ως προς τα δικαιώματα των συμβασιούχων, έτσι ώστε μπορεί να γίνεται επίκλησή της και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ανοίγει μ΄ αυτόν τον τρόπο ο δρόμος στους συμβασιούχους να διεκδικήσουν, εκτός από τη σύνταξη, και το εφάπαξ που λαμβάνουν οι υπάλληλοι με συμβάσεις αορίστου χρόνου ή το τακτικό προσωπικό που υπηρετεί στο Δημόσιο. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να λαμβάνουν ως εφάπαξ περίπου 15.000 ευρώ ο καθένας. Αντιθέτως, σήμερα η πλειονότητα των συμβασιούχων κινδυνεύουν να μην έχουν καν ασφαλιστική κάλυψη, καθώς συνήθως δεν συμπληρώνουν ούτε καν τα ένσημα της κατώτατης σύνταξης του ΙΚΑ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις υπόκεινται σε διαδοχική ασφάλιση ανάλογα με τους φορείς στους οποίους απασχολούνται.