Σαράντα χρόνια μετά την απόπειρα κατά του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου και 32 από τον θάνατό του υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες την Πρωτομαγιά του 1976, ο Αλέκος Παναγούλης, κορυφαία μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα, συνέδεσε το παράτολμο εγχείρημά του με μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας. Οι κραδασμοί εκείνοι, όπως άλλωστε αναμενόταν, έφταναν ως την Αγκυρα. Σήμερα θα δούμε πώς είδε ο τουρκικός Τύπος τα γεγονότα τους μήνες που ακολούθησαν μετά την αποτυχημένη απόπειρα με χρήση εκρηκτικού μηχανισμού σε κάποια κλειστή στροφή της παραλιακής οδού Σουνίου στις 13 Αυγούστου 1968, την ώρα που ο Παπαδόπουλος κατευθυνόταν από το σπίτι του στο Λαγονήσι στο κέντρο της Αθήνας.


Μπορεί ο δικτάτορας ν’ αναφωνούσε, προσθέτοντας ένα ακόμη σύνθημα σε όσα ανεκδιήγητα χαρακτήριζαν τη φιλοσοφία της χούντας, «ο Θεός υπήρξε πάντοτε φιλέλλην» αμέσως μετά τη διάσωσή του, όσα όμως ακολούθησαν – με αποκορύφωμα το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την εισβολή του «Αττίλα» στη μαρτυρική Κύπρο – απέδειξαν ότι όλα δούλευαν ευνοϊκά προς όφελος των σχεδιασμών της Αγκυρας, που καραδοκούσε να εκμεταλλευθεί κάθε αφορμή στην οποία οδηγούσαν βήμα προς βήμα οι επιπόλαιοι χειρισμοί της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών.


Τι και αν η μυστική ως την τελευταία στιγμή, ακόμη και από τον υπηρεσιακό μηχανισμό του ΥΠΕΞ, συνάντηση Παπαδόπουλου – Κόλλια και λοιπών με τον πρωθυπουργό και τον τούρκο ΥΠΕΞ Ντεμιρέλ και Τσαγλαγιανκίλ, αντίστοιχα, είχε αποτύχει στις 9 Σεπτεμβρίου 1967 στον Εβρο; Οι Τούρκοι, απροετοίμαστοι αρχικά, τώρα γνώριζαν τις προθέσεις της χούντας, που με το πρόσχημα της ένωσης ήταν έτοιμη για παραχωρήσεις στον Εβρο (το γνωστό στρατηγικό «Τρίγωνο του Καραγάτς») και μία βάση στη Δεκέλεια της Κύπρου – και φυσικά τις απέρριψαν. Οι ίδιοι στόχευαν σε διχοτόμηση του νησιού και «διπλή ένωση». Το σοβιετικό βέτο, όπως ανακοινώθηκε στον Ντεμιρέλ που επισκέφθηκε λίγο μετά τη Μόσχα, η οποία αντετίθετο όχι μόνο στην ένωση αλλά και σε κάθε εδαφική μεταβολή στην Κύπρο, ήταν ενδεικτικό του μεγέθους της ελληνικής διπλωματικής ήττας. Από εκεί και πέρα ήταν όλα ζήτημα χρόνου. Δεδομένης της αποστάσεως που χώριζε Αθήνα – Λευκωσία, με την πρώτη να θέλει τη δεύτερη να υποτάσσεται και να ακολουθεί απλώς τις επιλογές της, αλλά και το γεγονός ότι Παπαδόπουλος και Μακάριος παρέμεναν θανάσιμοι εχθροί, εκείνη η σύγκρουση δεν αφορούσε Ελληνες και Τούρκους, αλλά Αθήνα και Λευκωσία.


Αποκορύφωμα, οι δήθεν εξηγήσεις που έδωσε ο Παναγούλης και περιελήφθησαν στη δικογραφία μετά τη σύλληψή του ότι, μετά τη λιποταξία του από τον ελληνικό στρατό, ταξίδεψε με πλαστό διαβατήριο στην Κύπρο, συνάντησε τον Μακάριο και τον τότε υπουργό Εσωτερικών Γεωρκάτζη, απέκτησε κυπριακό διαβατήριο και με αυτό μέσω Λιβάνου και Δ. Ευρώπης επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκτελέσει τον Παπαδόπουλο. Η φημολογία ότι τα εκρηκτικά είχαν φθάσει με διπλωματικό ταχυδρομείο της κυπριακής πρεσβείας στην Αθήνα, που λυσσασμένα ζητούσε την απέλαση δύο κυπρίων διπλωματών και την αποπομπή Γεωρκάτζη από την κυβέρνηση, άναβε νέες φωτιές στην ατέλειωτη διαμάχη Αθήνας – Λευκωσίας που έμπαινε σε νέα, μοιραία φάση. Εκείνη που πανηγύρισε, όπως ήταν φυσικό, ήταν η Αγκυρα, της οποίας ο έρωτας και το ενδιαφέρον για τον «αγνό στρατιώτη» Παπαδόπουλο φούντωναν… Κορυφαίο το δημοσίευμα της εφημερίδας «Γενή Σταμπούλ» παραμονές εκτελέσεως της δις εις θάνατον ποινής του Παναγούλη από το στρατοδικείο των Αθηνών: «Το αν θα εκτελεσθή σήμερα ή αύριον εξαρτάται εκ της θελήσεως του ηγέτου της χούντας Παπαδοπούλου. Ο συνταγματάρχης όμως Παπαδόπουλος είναι ο στρατιώτης που παρεχώρησε χάριν εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον, όστις πολλά περισσότερα του Παναγούλη διέπραξε κατ’ αυτού, επιδιώξας μάλιστα και την εξόντωσίν του διά των υπό τον έλεγχόν του όπλων. Κατά συνέπειαν δεν νομίζω (έγραφε ο αρθρογράφος Τεπεντελενλίογλου) ότι ο Παπαδόπουλος θα θυσιάση την φήμην του δι’ ένα «τίποτε», τον Παναγούλην. Παρά ταύτα είναι αδύνατον να προβλέψη τας σκευωρίας της πολιτικής. Εκείνο όμως το οποίον δεν δύναμαι να αντιληφθώ (συνέχιζε) είναι το εξής: Διά την σωτηρίαν της ζωής του καταδικασθέντος εις θάνατον Παναγούλη, όστις δεν ηδυνήθη να θανατώση τον Παπαδόπουλον, από τον Πάπα μέχρι της εν Παρισίοις ισραηλιτικής κοινότητος, επενέβησαν διάφοροι μεσολαβηταί. Πού ήσαν όμως οι ανθρωπισταί ούτοι όταν εις την Κύπρον τύποι ως ο Παναγούλης εξετέλουν κατά δωδεκάδας τους ιδικούς μας; Μήπως ο Πάπας ή οι άλλοι συνεκινήθησαν όταν μετεδόθη η κατά του Παπαδόπουλου απόπειρα; Ουδείς! Ως φαίνεται ο Παναγούλης τελεί υπό την μονόπλευρον προστασίαν των «ανθρωπιστών»! Εκπληκτικόν…». Και τελείωνε ως εξής: «Ο Παναγούλης κατά την ημέραν απαγγελίας της αποφάσεως είπεν ότι θα αποθάνη ως κύκνος. Γνωρίζομεν το σχετικόν μελοδραματικόν έργον. Η διαταγή την οποίαν θα λάβη όμως παρά του Παπαδόπουλου η διμοιρία των ευζώνων, πυρ, δεν ομοιάζει με τα ενδύματα των μπαλλαρινών» (πρέσβης Μ. Δελιβάνης από Αγκυρα, ΑΠ 7442, 21.11.1968). Δύο ημέρες πριν η «Γενή Γκαζετέ» έγραφε: «Συνεχίζεται η κρίσις εις τας σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας. Η χούντα απαιτεί τώρα από Αρχιεπίσκοπον όπως ο Γεωρκάτζης παραπεμφθή εις δίκην εν Κύπρω. Αι Αθήναι επέδωσαν νέον τελεσίγραφον εις Λευκωσίαν διά την εκ των καθηκόντων των απόλυσιν όλων των αναμεμιγμένων εις την υπόθεσιν. Εν εναντία περιπτώσει αι Αθήναι απειλούν με πλήρη διακοπήν σχέσεων. Αρχιεπίσκοπος επιθυμεί διορίση κ. Τάσσον Παπαδόπουλον ως αντικαταστάτην κ. Γεωρκάτζη, πιστεύεται όμως ότι η Χούντα δεν θα συμφωνήση (Δελιβάνης, ΑΠ 7397).


Στο μεταξύ ο τουρκοκυπριακός Τύπος διαχωρίζει τη θέση του. Η εφημερίδα «Χαλκίν Σεσί» βλέπει τη διάσταση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων με αφορμή την υπόθεση Γεωρκάτζη «τεχνητή και παραπλανητική». Ο αρθρογράφος της εφημερίδας γράφει ότι «από ετών Ελλάς και Ελληνοκύπριοι χειρίζονται ομού την υπόθεσιν της ενώσεως και αν επεισόδιον Γεωρκάτζη ήτο εναντίον συμφερόντων Ελληνικής Κυβερνήσεως, αύτη δεν θα είχεν αφεθή περιαχθή εις αδιέξοδον. Οι Ελληνοκύπριοι αντιλαμβάνονται ότι άνευ Ελλάδος δεν δύνανται εξασφαλίσουν ούτε παρούσα κατάστασιν, ούτε αυριανήν των ασφάλειαν». Και κατέληγε το δημοσίευμα: «Τουρκοκυπριακή κοινότης δεν πρέπει βασίζεται επί σαθρού υπολογισμού ότι αι σχέσεις Ελληνοκυπρίων – Ελλάδος οξύνθησαν» (ΥΠΕΞ Π. Πιπινέλη προς Αγκυρα, ΑΠ ΔΚ41Α-187, 9.11.1968, άρθρο 7ης Νοεμβρ.).


Οπως ήταν φυσικό, η Αγκυρα εκμεταλλευόμενη τις περιστάσεις διά του Τύπου ανησυχούσε και εθώπευε τον Παπαδόπουλο, παράλληλα όμως εξωθούσε σε σκλήρυνση της στάσης τους τούς Τουρκοκύπριους.


Η «Ντουνιά» στις 4 Νοεμβρίου έγραφε: «Ενώ συνεχίζεται η έντασις εις σχέσεις Ελλάδος – Κύπρου λόγω θέματος Γεωρκάτζη, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκήρυξε τριήμερον πένθος εν Κύπρω λόγω θανάτου Γ. Παπανδρέου, γεγονός που προεκάλεσεν αντίδρασιν ελληνικής χούντας και αναμένεται επιδείνωσις της καταστάσεως των μεταξύ των δύο χωρών σχέσεων» (ΑΠ 7016, Δελιβάνης).


Στο ίδιο εμπρηστικό πνεύμα θα συνεχίσει όλο το επόμενο δίμηνο ο τουρκικός Τύπος, δημοσιεύων πληροφορίες σχετικά με την άρνηση του Μακαρίου «να θυσιάση τον Υπουργόν Αμύνης και εκ των πλέον εμπίστων του» (Ντουνιά, 24.10.1968), τη χούντα των Αθηνών να αρνείται στο εξής να τον αναγνωρίζει ως υπουργό και να απειλεί ότι θα απέχει από τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου στο νησί και εν τέλει την υποχρεωτική μετάβαση προς εκτόνωση της καταστάσεως του Γεωρκάτζη με απόφαση του Μακαρίου στο Λονδίνο. Η έγκυρη «Μιλιέτ» με άρθρο της στις 23.10.1968 θα τραβήξει τον φερετζέ από το κρυπτόμενο πρόσωπο της τουρκικής διπλωματίας γράφοντας: «Εάν πράγματι ο κ. Γεωρκάτζης συνωμότησε κατά του κ. Παπαδόπουλου, η Τουρκία πρέπει ν’ αναζητήση τους λόγους. Μήπως οι Ελληνοκύπριοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν την χούνταν ήτις τάσσεται υπέρ ειρηνικών συνομιλιών και συνεννοήσεων με την Τουρκίαν;».


Το προοίμιο της (κυπριακής) τραγωδίας


Οι ανακρίσεις για το ποιος και πώς παρέδωσε τα εκρηκτικά που έφτασαν στην κυπριακή πρεσβεία των Αθηνών συνεχίζονται. Οι διπλωματικοί Ιακώβου και Μισαηλίδης που ανεκλήθησαν το αρνούνται. Ο Παναγούλης σιωπά. Το κλίμα γίνεται βαρύτερο όταν ελληνικές δυνάμεις περικυκλώνουν στις 22 Οκτωβρίου το σπίτι του Γεωρκάτζη στη Λευκωσία. Η «Γενή Γκαζετέ» κάνει λόγο για «κωμωδία εις την Κύπρον πρωτοφανή. Το έργον παίζεται ταυτοχρόνως εις δύο σκηνάς εις Αθήνας και Λευκωσίαν, βέβαιον όμως είναι ότι η κωμωδία δεν πρόκειται να προκαλέση γέλωτα εις τους θεατάς…». Η «Γενή Σταμπούλ» την ίδια ημέρα θα χώσει το μαχαίρι βαθύτερα διερωτώμενη: «Πώς είναι δυνατόν να επέμβη τις εις ξένην ανεξάρτητον χώραν και να θίξη όχι μόνον έναν Υπουργόν, αλλά και έναν απλούν πολίτην;». Καταλήγοντας: «Παρεπλανήθημεν ότι είχον αποσυρθή εκ Κύπρου αι εισαχθείσαι εκεί κατά παραβίασιν των συνθηκών Λονδίνου και Ζυρίχης ελληνικαί δυνάμεις. Η κατοχή της Κύπρου υπό της Ελλάδος συνεχίζεται απροκαλύπτως». Κανένας δεν αμφιβάλλει σήμερα ότι τα συμβάντα εκείνων των ημερών δεν ήταν παρά το απλούν προοίμιον της τραγωδίας που ακολούθησε του πραξικοπήματος και της εισβολής της Τουρκίας στο νησί, όπου κατέχει έκτοτε κατά παραβίαση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου σημαντικό τμήμα του.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού σΑρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.