Με την απόπειρα Παναγούλη κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου, στις 13 Αυγούστου 1968, ασχολήθηκε ξανά η στήλη τον περασμένο Μάιο. Σε εκείνο το άρθρο, όμως, εξετάστηκε ο αντίκτυπος που είχε η «εμπλοκή» παραγόντων της Κύπρου και κατά συνέπεια η ένταση Αθηνών – Λευκωσίας όπως την είδε η Αγκυρα και ο τουρκικός Τύπος. Σήμερα θα δούμε τη στάση του Τύπου και των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη διάρκεια της δίκης του Παναγούλη τον Νοέμβριο του 1968. Ο σάλος που ξεσηκώθηκε τότε από εκκλήσεις που ξεκινούσαν από το Βατικανό και μέσω σκανδιναβικών χωρών έφθαναν ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού, με τον νεοεκλεγέντα αμερικανό πρόεδρο Νίξον να ζητεί επιείκεια για τον υποψήφιο τυραννοκτόνο, προσλαμβάνει σήμερα, 40 χρόνια μετά, πλην του επετειακού, και πολιτικό χαρακτήρα: ο ήρωας που βασανίστηκε «μέχρι κτηνωδίας», κατά τον βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον, δεν υπέγραψε ποτέ αίτηση χάριτος.


Ηταν 13 Αυγούστου 1968, ημέρα Τρίτη, όταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος επιστρέφοντας από το εξοχικό του σπίτι στο Λαγονήσι θα έπεφτε θύμα, γλιτώνοντας ωστόσο από τον θάνατο, μιας απόπειρας με χρήση δυναμίτιδας που είχε στήσει κρυμμένος στα βράχια της παραλίας ένας νέος, έφεδρος αξιωματικός απόφοιτος της Σχολής Μηχανολόγων του Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ο οποίος είχε λιποτακτήσει ενώ υπηρετούσε τη θητεία του έναν μήνα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και είχε καταφύγει μέσω Λιβάνου στην Κύπρο. Αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ), της πιο δυναμικής ομάδας της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση», ανήκε προδικτατορικά στη νεολαία της Ενώσεως Κέντρου και είχε έντονη συνδικαλιστική δράση και ενεργό ρόλο στο φοιτητικό κίνημα.


Μετά τη σύλληψή του έπεσε θύμα των πιο βίαιων και μεσαιωνικών μεθόδων βασανισμού από τη γνωστή ΕΣΑ και τον διαβόητο αρχηγό της Δ. Ιωαννίδη. Στη δίκη του, λίγους μήνες μετά, θα εμφανισθεί αγνώριστος: αδυνατισμένος και καταπονημένος, θα αρνηθεί μέχρι τέλους να υπογράψει αίτηση χάριτος και τη μόνη χάρη που θα ζητήσει θα είναι να του λυθούν οι χειροπέδες για να γράψει επιστολή στη Διεθνή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη διαθήκη του. «… Από το δραματικόν αυτό αίτημα προστίθεται ότι ο Παναγούλης είναι χειροδεμένος, με μεταχείρισιν όχι μόνο σκληράν αλλά και αδικαιολόγητον» μετέδιδαν τα ιταλικά πρακτορεία ειδήσεων στις 20 Νοεμβρίου 1968.


Ο εφιάλτης που γνώρισαν οι πρεσβείες μας στο εξωτερικό εκείνο τον απόμακρο Νοέμβριο, πολιορκούμενες κυριολεκτικά από Ελληνες του εξωτερικού και συμπαριστάμενους πολίτες των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, περικλείεται σε ογκώδη φάκελο του οικείου έτους. Μαζί και ο Τύπος των συγκεκριμένων χωρών.


Συγκεκριμένα, μόλις ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του Στρατοδικείου δις εις θάνατον, τα γενικά προξενεία Ρότερνταμ, Λιέγης, Γένοβας και Κολονίας, τα γραφεία του ΕΟΤ αλλά και τα κτίρια των πρεσβειών Χάγης, Ρώμης, Βόννης, Λονδίνου, Βιέννης και Βρυξελλών πολιορκήθηκαν επί ημέρες από διαδηλωτές, διανοουμένους, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες, όπως και εξόριστους Ελληνες που άλλοτε πετροβολώντας και προκαλώντας ταραχές και άλλοτε ξενυχτώντας έκλειναν τους δρόμους, άλλοι με πλακάτ και ανάλογα συνθήματα και άλλοι δοκιμαζόμενοι σε απεργία πείνας.


Οι αναφορές των διπλωματικών μας αρχών χρησιμοποιούσαν τη συνήθη ορολογία της εποχής. Εκαναν λόγο για «αριστερούς», «γνωστούς κομμουνιστές», «τρομοκράτες», «ταραχοποιούς και συνοδοιπόρους».


Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει πόσο προσεκτικές ήταν οι εκθέσεις εκείνων που ήσαν υποχρεωμένοι από καθήκον να αναφέρονται σε περιστατικά που συνέβαιναν στη χώρα διαπίστευσής τους, συνήθως σύντομα και γενικόλογα, και εκείνων που με πυκνογραμμένες πολυσέλιδες αναφορές χαρακτήριζαν τους πάντες «αλήτες» και δεν δίσταζαν να στέλνουν ονομαστικές λίστες συμμετεχόντων στις διαδηλώσεις ή να αναφέρονται σκωπτικά σε εξόριστους έλληνες πολιτικούς και προσωπικότητες όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Ασπασία Παπαθανασίου, ο Μαρλώ κ.ά. Ενας από αυτούς που δεν δίστασε να τα βάλει ακόμη και με την ολλανδική αστυνομία, που δήθεν δεν προστάτευσε το κτίριο της πρεσβείας, ήταν ο πρέσβης στη Χάγη Κ. Χειμαριός. Διαβιβάζοντας απόρρητη αναφορά του προξένου στο Ρότερνταμ με λίστα ελλήνων διαδηλωτών εργατών στην Ουτρέχτη, δεν δίστασε να κάνει και υποδείξεις: «… Φρονώ ότι προς ενίσχυσιν των ημετέρων προσπαθειών θα έδει όπως αι εν Ελλάδι Αρχαί ασφαλείας καταστήσουν καταλλήλως γνωστήν εις τους οικείους των την αντεθνικήν στάσιν των δρώντων αυτών κομμουνιστών, επισείουσαι συγχρόνως την σοβαράν προσοχήν των επί των κινδύνων εις ους δυνατόν να περιέλθουν αι οικογένειαι των εν Ελλάδι εν περιπτώσει συνεχίσεως της αντεθνικής των δράσεως» (ΑΠ 1607-Α, 27 Νοεμβρίου 1968). Ο ίδιος με εξασέλιδη πυκνογραμμένη έκθεση που μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλεί σήμερα για τα επίθετα και τις λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφει ασήμαντες συμπεριφορές των διαδηλωτών για να γίνει αρεστός στους προϊσταμένους του στην Αθήνα τέσσερις ημέρες νωρίτερα έγραψε: «… Επί τρεις ημέρας ολόκληρος ο προ της Πρεσβείας χώρος κατέστη θέατρον του αηδούς θεάματος των επί του πεζοδρομίου εξηπλωμένων αλητών οίτινες προσποιούμενοι εξάντλησιν λόγω της απεργίας πείνης εις την οποίαν δήθεν είχον αποδυθή, ενώ εις την πραγματικότητα προς ανάκτησιν των δυνάμεών των έπινον αδιακόπως καφέ και αναψυκτικά προσφερόμενα υπό διερχομένων φίλων των, συνήρχοντο κατά διαστήματα μόνον διά να εξαπολύσουν χυδαίας ύβρεις κατά παντός εισερχομένου ή εξερχομένου εκ της Πρεσβείας» (ΑΠ 1595-Α, 23 Νοεμβρίου 1968). Τη δε απάθεια της ολλανδικής αστυνομίας, παρά τον φόβο ότι «η παρουσία των αλητών δεν ήτο άμοιρος κινδύνων λόγω της δυνατότητος εξαπολύσεως χειροβομβίδος ή μεταδόσεως πυρκαγιάς», ο ίδιος απέδιδε στις δηλώσεις του ολλανδού πρωθυπουργού Ντε Γιογκ και του υπουργού Εξωτερικών Λουνς, οι οποίοι επανειλημμένως είχαν χαρακτηρίσει την Ελλάδα χώρα μη δημοκρατική (όπ.π.). Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί το εξής: παρά τον ορυμαγδό καταγγελιών που δέχθηκε η χούντα των Αθηνών από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, διάχυτη αναδύεται από την ανάγνωση των εγγράφων η ανησυχία τους για το γεγονός ότι η Ελλάδα παρέμενε στο ΝΑΤΟ και κατείχε στρατηγική θέση υψίστης σημασίας για τη Συμμαχία. Δεν ήταν γι’ αυτό λίγες οι φορές που διαφωνία υπήρξε όχι μόνο μεταξύ των εταίρων στους κόλπους του ΝΑΤΟ αλλά και μεταξύ μελών της ιδίας κυβερνήσεως όταν κάποιοι απαιτούσαν περικοπή των νατοϊκών ενισχύσεων προς Ελλάδα ή αποπομπή της από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, όπως π.χ. στην περίπτωση διαφωνίας μεταξύ Λουνς και Βαν ντερ Στουλ.


Δριμύς, δριμύτατος υπήρξε και ο ευρωπαϊκός Τύπος της εποχής, πλην κάποιων περιθωριακών ακροδεξιών φύλλων της Ιταλίας που κλαψούριζαν για το ότι, ενώ «διά τον Παναγούλην συνεκλήθη ιταλικόν κοινοβούλιον, εξεδηλώθη ασυγκράτητος αγανάκτησις και έγιναν παρελάσεις μαθητών, ουδεμία διαμαρτυρία εξεδηλώθη διά νέαν πολύνεκρον δυναμιτιστικήν ενέργειαν Αράβων Ιερουσαλήμ» («Τζιορνάλε Ντ’ Ιτάλια», 24 Νοεμβρίου 1968, Πούμπουρας από Ρώμη ΑΠ 5999).


Τελικά ο σάλος που κατέλαβε την Ευρώπη, ξεκινώντας από το Λονδίνο και το Παρίσι, ιδιαίτερα με την καυστική πένα του Ερίκ Ρουλό, λάτρη της χώρας μας, που έγραφε χαρακτηριστικά «νεκρός ή ζων ούτος (ο Παναγούλης) παραμένει επικίνδυνος αντίπαλος διά καθεστώς Αθηνών» (ΑΠ 1909/Ε/14, 21 Νοεμβρίου, πρέσβης Βελισσαρόπουλος) και με εκκλήσεις του Πάπα Παύλου και άλλων ιερωμένων, όπως του Αρχιεπισκόπου Ολλανδίας, αλλά και με σχετική παραίνεση του Νίξον, θα συντελέσει στο να δοθεί αναστολή εκτελέσεως ποινής στον Παναγούλη. «Κύμα διεθνών διαμαρτυριών, εκκλήσεων και διαδηλώσεων επέτυχε επιδιωκόμενον σκοπόν» μετέδιδαν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Ιταλίας, ενώ ο ανταποκριτής της «Ουνιτά» Τζ. Κονάτο έγραφε: «Είς ακόμη λαϊκός ήρως δεν θα πέση θύμα αντιδραστικών ως ο προ δεκαεξαετίας Μπελογιάννης».


Το κουνούπι και το κέρατο του βοδιού


Το 1968 δεν ήταν δύσκολη χρονιά για τη χούντα. Απεναντίας είχε εδραιωθεί η εξουσία της στο εσωτερικό, η οικονομία παρουσίαζε, σύμφωνα και με έκθεση του ΟΟΣΑ, βελτίωση, η Μόσχα είχε αναγνωρίσει το καθεστώς και στείλει μετά διάστημα πολλών μηνών νέο πρέσβη στην Αθήνα, οι εμπορικές σχέσεις με τα κομμουνιστικά κράτη γνώριζαν εντυπωσιακή άνοδο, ο περιώνυμος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ με καταγωγή από τη Μεσσηνία Σπύρος Αγκνιου ήταν αρκετός για να αισθάνεται η Αθήνα την αμερικανική στοργή στον ώμο της και μόνο η Διεθνής Αμνηστία και η συζητούμενη αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης φαίνονταν να ενοχλούν τη χούντα, παρ’ όλα αυτά «όσο ένα κουνούπι το κέρατο ενός βοδιού», σύμφωνα με δήλωση του αλησμόνητου και τραγελαφικού, ακόμη και σήμερα, αντιπροέδρου της Στυλιανού Παττακού. Επιπλέον η εισβολή των σοβιετικών τανκς τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στην Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν την «Ανοιξη της Πράγας» ευνοούσε το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών. Και όμως το καλοκαίρι εκείνο οι καρδιές των Ελλήνων ενώθηκαν θαρρείς σε μία, εκείνη του ήρωα Αλέξανδρου Παναγούλη, που ήταν γραφτό να αντέξει τα πάνδεινα αλλά να φύγει νέος, αφήνοντας πίσω του για πάντα ένα γλυκό υπαινικτικό χαμόγελο και τον αρχιδήμιό του να σαπίζει βασανιστικά στις φυλακές Κορυδαλλού. Οι ποιητικές του συλλογές «Αλλοι θ’ ακολουθήσουν» και «Μέσα απ’ τη φυλακή σάς γράφω για την Ελλάδα» συμπληρώνουν το μεγαλείο της ψυχής ενός ανθρώπου που στάθηκε παραδειγματικά αντίθετος στη βία.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.