ΠΑΡΙΣΙ, Αύγουστος.


Ο Σταν Γκρίνμπεργκ είναι «ένας Αμερικανός στο Παρίσι». Δεν είναι όμως ούτε συγγραφέας όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ ούτε συνθέτης όπως ο Τζορτζ Γκέρσουιν ­ για να μνημονεύσει κανείς δύο συμπατριώτες του που συνέδεσαν παλαιότερα τα ονόματά τους με την Πόλη του Φωτός. Ο κ. Γκρίνμπεργκ επαγγέλλεται ειδικός στην ανάλυση της Κοινής Γνώμης (αγγλιστί «pollster») κέρδισε δε την αναγνώριση εργαζόμενος ως σύμβουλος στις επιτυχημένες προεκλογικές εκστρατείες του Μπιλ Κλίντον, του Νέλσον Μαντέλα και, πρόσφατα, του Τόνι Μπλερ. Διοπτροφόρος, με μουστάκι και σγουρά μαλλιά, ο κ. Γκρίνμπεργκ μοιάζει με ιδιοκτήτη ιταλικού εστιατορίου στο Νιου Τζέρσεϊ, αλλά συστήνεται σεμνά ως «ειδικός στον εκσυγχρονισμό κεντροαριστερών κομμάτων».


Ο κ. Γκρίνμπεργκ δεν βρέθηκε στο Παρίσι για να συμβουλεύσει τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν, η οποία εκλέχθηκε, εις έκπληξιν των παρατηρητών, πριν από επτά εβδομάδες, και από τότε «συγκατοικεί» με τον συντηρητικό πρόεδρο Ζακ Σιράκ. Ο προσηνής Αμερικανός συμμετείχε σε συνέδριο το οποίο πραγματοποιήθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα και είχε χαρακτήρα post mortem των πρωτομαγιάτικων βρετανικών εκλογών που έφεραν στην εξουσία το New Labour. Ο κ. Γκρίνμπεργκ είχε την ευκαιρία να συναντήσει εκεί συνεργάτες του από τη βρετανική προεκλογική εκστρατεία, όπως ο υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και μέλος του στενού κύκλου του Τόνι Μπλερ Πίτερ Μάντελσον. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρξε, όπως διαπίστωσαν οι παριστάμενοι στο συνέδριο, εγκάρδια.


Ο κ. Γκρίνμπεργκ μπορεί να μην εργάζεται για τους σοσιαλιστές, ανήκει όμως στη «διεθνή κεντροαριστερή οικογένεια» και παρατηρεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη Γαλλία. Οι σχετικές απόψεις του, που τις κατέγραψε «Το Βήμα», δεν διαπνέονται από αισιοδοξία. Ο κ. Γκρίνμπεργκ εκτιμά ότι «δυστυχώς οι γάλλοι σοσιαλιστές ανήλθαν πρόωρα στην εξουσία» και μάλιστα σε μια συγκυρία δυσμενή για το κόμμα τους. Μόνο μια δεξιά κυβέρνηση θα μπορούσε, κατά την άποψή του, να προωθήσει αποτελεσματικά τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, την οποία καθιστά απαραίτητη η νέα διεθνής οικονομική τάξη, ιδιαίτερα δε οι ανάγκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.


Αυτή η γραμμή σκέψης αντλεί από την αγγλοαμερικανική εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας. Για τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες η εκλογή της κυρίας Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979 και του κ. Ρόναλντ Ρίγκαν το 1980 ήταν, σύμφωνα πάντα με τον κ. Γκρίνμπεργκ, κεφαλαιώδους σημασίας γεγονότα. Οπως είναι γνωστό, αμφότεροι περιόρισαν δραστικά τον δημόσιο τομέα, προώθησαν τις ιδιωτικοποιήσεις και ήρθαν αντιμέτωποι με τα συνδικάτα. Ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε οι Εργατικοί θα μπορούσαν να είχαν επιτελέσει ένα τέτοιο έργο. Αλλωστε, η άνοδος στην εξουσία της κυρίας Θάτσερ και του κ. Ρίγκαν δεν οφειλόταν τόσο στη δημοτικότητά τους όσο στη δυσφορία των εκλογών έναντι της ανικανότητας των προοδευτικών προκατόχων τους να λύσουν τον γόρδιο δεσμό μεταξύ του κράτους και των «ομάδων ειδικών συμφερόντων».


Αντιμέτωποι με τις νέες πραγματικότητες που δημιούργησαν οι δεξιές κυβερνήσεις στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Εργατικοί μπήκαν σε μιαν αργή (και συχνά οδυνηρή) διαδικασία μετασχηματισμού. Στόχος η «ανατοποθέτησή» τους ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν τα αιτήματα της «διαφοροποιημένης πλέον» τάξης των εργαζομένων στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Στοιχείο (κατ’ άλλους «πικρό ποτήρι») του παραπάνω μετασχηματισμού ήταν και η αποδοχή μεγάλου μέρους των μεταρρυθμίσεων της κυρίας Θάτσερ και του κ. Ρίγκαν. Το εγκώμιο του κ. Μάντελσον στη Σιδηρά Κυρία στη διάρκεια του συνεδρίου, αλλά και η γνωστή εκτίμηση που τρέφει η τελευταία στο πρόσωπο του νέου βρετανού πρωθυπουργού δεν διαψεύδουν την ανάλυση του κ. Γκρίνμπεργκ.


Αν η συλλογιστική αυτή είναι ορθή, ήταν η Δεξιά που άνοιξε τον δρόμο στην Κεντροαριστερά στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Η άνοδος της Κεντροαριστεράς στην εξουσία οφείλεται, κατά τον κ. Γκρίνμπεργκ, στο γεγονός ότι «το εκλογικό σώμα αναζητεί τον τρόπο να ψηφίσει προς τα αριστερά», καθώς δεν έχει πειστεί πως η απελευθέρωση των αγορών αποτελεί πανάκεια ­ άλλωστε, το ανθρώπινο κόστος του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Εξ ου και εγεννήθησαν οι Νέοι Δημοκρατικοί και οι Νέοι Εργατικοί που παρέλαβαν τη σκυτάλη από τη Δεξιά, δίνοντας ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο στην πολιτική της. Οπως είναι φανερό, η ανάλυση αυτή δεν «βλέπει» πουθενά τους σοσιαλιστές του κ. Ζοσπέν. Ενώ ο γαλλικός προοδευτικός Τύπος (και ο κ. Ζοσπέν προσωπικά στις σελίδες του) χαιρέτησε τη νίκη του Τόνι Μπλερ ως προάγγελο της επιστροφής των σοσιαλιστών στην εξουσία στη Γαλλία, οι βρετανοί δεν φαίνονται να ανταποδίδουν τη φιλοφρόνηση: ο Πίτερ Μάντελσον μίλησε περισσότερο από 40 λεπτά στο συνέδριο αλλά ούτε τότε ούτε το βράδυ στη δεξίωση πάνω στο πλωτό εστιατόριο «Le Parisien», στον Σηκουάνα, αναφέρθηκε στους γάλλους σοσιαλιστές ή στον κ. Ζοσπέν.


Αραγε οι Νέοι Εργατικοί σνομπάρουν τους ευρωπαίους σοσιαλιστές; Ο Μπλερ, ο Μάντελσον και οι λοιποί βλέπουν μάλλον στον καθρέφτη τον Μπιλ Κλίντον και τους New Democrats. Αλλωστε, εκείνων τα φώτα αναζήτησαν προετοιμαζόμενοι για τη μεγάλη αναμέτρηση της περασμένης Πρωτομαγιάς. Ο κ. Γκρίνμπεργκ βρισκόταν στη Βρετανία δύο εβδομάδες τον μήνα το τελευταίο εξάμηνο, ενώ πέρασε στα βρετανικά νησιά και τις έξι εβδομάδες της προεκλογικής εκστρατείας, ακούγοντας υπομονετικά τις απόψεις των focus groups. Το ζητούμενο, κατά την εκτίμησή του, για το New Labour ήταν να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων ­ άρα και την πολιτική νομιμοποίησή του.


Μήπως τελικά υπάρχουν δύο εκδοχές της Κεντροαριστεράς, η αγγλοαμερικανική και η ηπειρωτική ευρωπαϊκή; Γιατί στη Γαλλία, όπου η τελευταία δεκαπενταετία σφραγίστηκε από τη φυσιογνωμία του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν, η συλλογιστική που επαγγέλλεται ο κ. Γκρίνμπεργκ, αντιστρέφεται. Είναι η Δεξιά που εξακολουθεί να αγωνίζεται για τη νομιμοποίησή της έναντι των ψηφοφόρων και η Κεντροαριστερά που βρίσκεται ενώπιον των διλημμάτων του εκσυγχρονισμού. Αλλωστε, το κλίμα ευφορίας που απολαμβάνει η κυβέρνηση Μπλερ στη Βρετανία δεν έχει, προς στιγμήν, περάσει τη Μάγχη.


Οι κκ. Μάντελσον, Γκρίνμπεργκ και οι άλλοι «νικητές» της αγγλοαμερικανικής Κεντροαριστεράς έφυγαν ύστερα από δύο 24ωρα από το Παρίσι, αφήνοντας την κυβέρνηση Ζοσπέν να αντιμετωπίσει τους τριγμούς τής «συγκατοίκησης» με τον πρόεδρο Σιράκ αλλά και τις σκληρές πραγματικότητες των ιδιωτικοποιήσεων ­ παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις περί του αντιθέτου.