Σε χρόνους δύσκολους και σε εποχές όπου το ηρωικό στοιχείο υπερτερούσε της επιστήμης, η πάλη κράτησε όρθιο το κύρος και την αξιοπρέπεια του ελληνικού αθλητισμού. Από την Πόλη του Μεξικού το 1968 ως τη Σεούλ το 1988, οι έλληνες παλαιστές επέστρεψαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες με ένα χρυσό, δύο ασημένια και τέσσερα χάλκινα μετάλλια. Το ίδιο χρονικό διάστημα, από τα υπόλοιπα ολυμπιακά αθλήματα η Ελλάδα κατάφερε να αποκομίσει μόλις δύο μετάλλια, ένα ασημένιο και ένα χάλκινο. H αγωνιστική υπεροχή της πάλης έναντι των άλλων ελληνικών αθλητικών ομοσπονδιών ως το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 δεν αμφισβητούνταν από κανέναν. Απόδειξη ότι της απονεμήθηκε από τους δημοσιογράφους ο άτυπος τίτλος του αθλήματος των ολυμπιονικών. Παρά τη γενικότερη αποδοχή και καταξίωση όμως, η ελληνική πάλη έχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις σε επίπεδο υποδομών και επιστημονικού δυναμικού. Οι όποιες διεκδικήσεις από την πολιτεία είχαν κυρίως οικονομικό περιεχόμενο και στόχευαν αποκλειστικά… στο πώς να τη βγάλουμε και εφέτος. Σύγχρονες εγκαταστάσεις δεν δημιουργήθηκαν. Στελέχη και προπονητές επιστήμονες δεν εκπαιδεύθηκαν. H περιφέρεια συνέχισε να παλεύει κάτω από τις εξέδρες των ποδοσφαιρικών γηπέδων και οι εθνικές ομάδες να στερούνται της στοιχειώδους επιστημονικής υποστήριξης. Οι εθνικές διοργανώσεις υποτάχθηκαν στις πρόσκαιρες συλλογικές και εκλογικές ανάγκες. Ο φίλαθλοι απομακρύνθηκαν από τις εκδηλώσεις του αθλήματος και η πολιτεία συνέχισε να θυμάται την πάλη κατά την επιστροφή των αποστολών από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.


Θα περίμενε κανείς ότι η Ελληνική Ομοσπονδία Φιλάθλων Πάλης (ΕΟΦΠ) θα επιχειρούσε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και την αίγλη του παρελθόντος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Προϋπόθεση για αυτό ήταν η δημιουργία μιας αξιόμαχης ομάδας, η οργανωτική και αγωνιστική επιτυχία του ολυμπιακού τουρνουά, επειδή «το ωραιότερον και δυσκολότερον των αθλημάτων», κατά τον Πλάτωνα, βάλλεται διεθνώς και κινδυνεύει να εκπροσωπηθεί με λιγότερες κατηγορίες στις επόμενες ολυμπιακές διοργανώσεις, και η παραχώρηση του Ολυμπιακού Γυμναστηρίου των Ανω Λιοσίων στο πάλαι ποτέ «άθλημα των ολυμπιονικών».


Με όσα συμβαίνουν όμως το τελευταίο διάστημα στον χώρο της ελληνικής πάλης η ΕΟΦΠ κινδυνεύει, και μάλιστα σοβαρά, να χάσει και τη δεύτερη μεγάλη ευκαιρία εκσυγχρονισμού του αθλήματος.


H διοίκηση η οποία εξελέγη τον Μάιο του 2003, ύστερα από μια επώδυνη για το άθλημα γενική συνέλευση, με τις ως τώρα κινήσεις δείχνει ότι αδυνατεί να οραματιστεί το αύριο και να διαχειριστεί με σοβαρότητα το σήμερα. Τέσσερις μήνες πριν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, το «άθλημα των ολυμπιονικών» είναι ανεπανόρθωτα διχασμένο και οι εθνικές ομάδες βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης.


* Επιπόλαιες επιλογές


Οι αλλαγές στην τεχνική ηγεσία των εθνικών ομάδων της ελληνορωμαϊκής και των γυναικών, προκειμένου να επιβραβευθούν πρόσωπα τα οποία εργάστηκαν για την ανατροπή της απελθούσης διοίκησης, από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα αποδείχθηκαν επιπόλαιες και καταστροφικές. Στην εθνική ομάδα της ελληνορωμαϊκής οι αθλητές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην τεχνική ηγεσία και κατά βάθος πιστεύουν ότι σε ορισμένες κατηγορίες βάρους το παιχνίδι της πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας είναι «στημένο». Σε μια περίοδο όπου οι αθλητές έπρεπε να προετοιμάζονται απερίσπαστοι από κάθε είδους προβλήματα και εσωτερικές αντιπαραθέσεις και να επιλέγουν δυνατούς αντιπάλους για προπόνηση συμμετέχοντας παράλληλα στα κορυφαία διεθνή τουρνουά, κυριάρχησε η αντιπαράθεση προπονητών – αθλητών και η (προσωρινή ευτυχώς) απομάκρυνση από την εθνική ομάδα κορυφαίων παλαιστών όπως οι αδελφοί Ξενοφώντας και Γιώργος Κουτσιούμπας.


Τα ίδια και χειρότερα έλαβαν χώρα στην εθνική ομάδα γυναικών η οποία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Χαλκίδας τον Νοέμβριο του 2002 κατέκτησε την 5η θέση στη γενική βαθμολογία. H απομάκρυνση της Λίας Νικολάου από τη θέση της ομοσπονδιακής προπονήτριας δημιούργησε αξεπέραστα προβλήματα. H Σοφία Πουμπουρίδου από το ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου, στο οποίο ανέβηκε το 2002, κατρακύλησε έναν χρόνο αργότερα στην 26η θέση του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος. H ταλαντούχα Ντίνα Τσιμπανάκου έμεινε στο περιθώριο χρησιμοποιούμενη ως αντίβαρο στην αντιπαράθεση του νέου ομοσπονδιακού προπονητή Γιάννη Αθανασιάδη με την Πουμπουρίδου και ο Θεός να βάλει το χέρι του στο εναπομείναν διάστημα.


* Ανεξέλεγκτες διαμάχες


Οταν ο Γιάννης Αθανασιάδης δηλώνει δημοσίως ότι «η Πουμπουρίδου είναι παράξενο παιδί, με παράξενη ψυχοσύνθεση, τις ιδιοτροπίες της οποίας δεν μπορώ να καταλάβω» και ακόμη ότι «ασφαλή συμπεράσματα για την εθνική ομάδα μπορώ να βγάλω μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και εφόσον παραμείνει η ίδια διοίκηση στην ομοσπονδία, με τη δίψα που έχει για μεγάλους στόχους, είμαι σίγουρος ότι το 2008 η ελληνική γυναικεία πάλη θα έχει τη δική της ντριμ τιμ», κάτι δεν πάει καλά. Επειδή η Πουμπουρίδου δεν μπορεί να περιμένει τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου για να αποδείξει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων αθλητριών του κόσμου, πήρε των ομματιών της και προετοιμάζεται μόνη της και με βάση το πρόγραμμα που της ετοίμασε η εκδιωχθείσα Λία Νικολάου.


«Εύκολο» είναι επίσης να θεωρήσεις ανεπαρκή τον κορυφαίο λευκορώσο προπονητή Καμαντάρ Ματζίντοφ, έστω και αν την επομένη της απομάκρυνσής του από την Αθήνα προσελήφθη ως αρχιπροπονητής στην εθνική ομάδα ελληνορωμαϊκής της Τουρκίας. Δύσκολο όμως να πείσεις τους αθλητές για την ορθότητα της απόφασής σου, ειδικά όταν τα «νέα» προπονητικά προγράμματα τα οποία καλούνται να ακολουθήσουν δεν ανταποκρίνονται στα διεθνή στάνταρντ. Με τους αδελφούς Κουτσιούμπα και την Πουμπουρίδου να προετοιμάζονται με προπονητές που οι ίδιοι επέλεξαν, το έργο των ομοσπονδιακών προπονητών κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και τις ανάγκες του αθλήματος.


H νέα διοίκηση της ΕΟΦΠ ήλπιζε ότι αναλαμβάνοντας την εξουσία θα κάνει τη μεγάλη έκπληξη στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μόνο που με βεβαιότητα πέτυχε είναι προς το παρόν να μην την εμπιστεύονται κορυφαίοι αθλητές. Τα ταπί τους τελευταίους δύο μήνες μετατράπηκαν σε ρινγκ. Αθλητές πήραν τον νόμο στα χέρια τους προχωρώντας ακόμη και σε αυτοδικία, πιστεύοντας η τράπουλα της πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ήταν σημαδεμένη.


Λίγες οι ελπίδες διάκρισης το 2004


Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τριών τελευταίων ετών, οι έλληνες παλαιστές τον Αύγουστο του 2004 θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τέσσερα ως πέντε ολυμπιακά μετάλλια όλων των αποχρώσεων. Στην ελληνορωμαϊκή οι ελπίδες θα εστιάζονταν κατά πρώτο λόγο στον Ξενοφώντα Κουτσιούμπα (120 κ.) και κατά δεύτερο στους Δημήτρη Αβράμη (84 κ.), Αρτιόμ Κιουρεγκιάν (55 κ.) και σε έναν εκ των Γιώργο Κουτσιούμπα ή Κώστα Θάνο στα 96 κ. Στην ελευθέρα πάλη σε τροχιά μεταλλίου θα μπορούσαν να βρεθούν ο Αμιράν Καρντάνοφ (55 κ.), χάλκινος ολυμπιονίκης στο Σίδνεϊ, και στην πάλη γυναικών η παγκόσμια πρωταθλήτρια του 2002 Σοφία Πουμπουρίδου (55κ.) και η Κωνσταντίνα Τσιμπανάκου (63 κ.). Τέσσερις μήνες προτού ανοίξει η αυλαία των Ολυμπιακών Αγώνων, θα πρέπει να πιστεύει κανείς σε θαύματα για να ελπίζει στην κατάκτηση μεταλλίων. Ο Ξ. Κουτσιούμπας έμεινε πίσω από πλευράς προετοιμασίας, η Πουμπουρίδου απώλεσε το ψυχολογικό αβαντάζ το οποίο είχε έναντι των αντιπάλων της και ο Καρντάνοφ ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς και έμεινε πίσω από πλευράς προετοιμασίας.


Με όλα όσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα, η διάκριση της ελληνικής πάλης στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας επαφίεται στον πατριωτισμό και στο φιλότιμο των αθλητών της. Αν ο ολυμπιονίκης Μπάμπης Χολίδης στο μικρό διάστημα που προετοιμάζει τον Ξ. Κουτσιούμπα κατόρθωσε να του εμφυσήσει το δικό του πάθος για τη νίκη, θα το γνωρίζουμε σήμερα αργά το απόγευμα που ολοκληρώνεται στη Σουηδία το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ελληνορωμαϊκής πάλης.