«Ανοίγω τα χαρτιά μου»
Οι χιλιάδες αθλητές, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της παγκόσμιας γιορτής του στίβου, από χθες νωρίς το πρωί πήραν την υπόθεση στα χέρια τους. Η σκυτάλη, λοιπόν, πέρασε από τους διοργανωτές στους συμμετέχοντες, γεγονός που επιτρέπει σε έναν άλλον μεγάλο πρωταγωνιστή, στον υφυπουργό Αθλητισμού κ. Ανδρέα Φούρα, να ανοίξει τα χαρτιά του και να μιλήσει για όλους και για όλα, για το «πριν» και το «μετά» της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης που φιλοξενεί η χώρα μας στον αιώνα που εκπνέει.
Ο υφυπουργός Αθλητισμού ανοίγει τα χαρτιά του με την ίδια άνεση με την οποία έχει αποφασίσει να επιτρέψει την ελεύθερη πρόσβαση «σε στοιχεία, σε λογαριασμούς, σε πρακτικά και αποφάσεις» της διοργανώτριας αρχής του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος την επαύριον των αγώνων. Ο λόγος δεν είναι μόνον η διαφάνεια (απαραίτητη στους χαλεπούς καιρούς μας) αλλά και η ταπεινή φιλοδοξία του υφυπουργού Αθλητισμού «να βρεθεί ο συγγραφέας ενός εγχειριδίου που να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα θα πρέπει να γίνονται για να αποφεύγονται λάθη και καθυστερήσεις, ένα εγχειρίδιο που θα αποτελεί το άλφα και το ωμέγα μιας μεγάλης διοργάνωσης.
Το εγχειρίδιο θα μας χρειασθεί άμεσα αφού συνεχίζουμε να έχουμε υψηλούς στόχους και να διεκδικούμε κι άλλες μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις».
Η εμπειρία της προετοιμασίας του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος έδειξε, σύμφωνα με τον κ. Φούρα, ότι υπάρχει ένα κενό που δεν μπορεί να καλυφθεί με καλές προθέσεις και εξαγγελίες, ούτε απλώς και μόνο με την επιστράτευση ικανών και εξειδικευμένων προσώπων. «Αν από την αρχή γνωρίζαμε το τι, το πώς και κυρίως το πότε, θα είχαμε μια διαφορετική αντιμετώπιση των πραγμάτων και θα κάναμε ένα Πρωτάθλημα χωρίς άγχος και αγωνία». Αυτή η τοποθέτησή του δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παραδοχή ότι η προετοιμασία της διοργάνωσης άρχισε και τελείωσε κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα. Ποιος ευθύνεται, όμως, γι’ αυτήν την κατάσταση; Ο υφυπουργός Αθλητισμού δίνει τη δική του εκδοχή: «Δουλέψαμε με πίεση χρόνου και με ασφυκτικά περιθώρια. Οταν ήρθα στο υφυπουργείο Αθλητισμού, τον Ιανουάριο του 1996, έπρεπε μέσα σε τρεις ημέρες να αποφασίσω αν η χώρα μας θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ή αν θα επιστρέφαμε πίσω στη Διεθνή Ομοσπονδία Κλασικού Αθλητισμού τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Τότε μέτρησα τον διεθνή αντίκτυπο και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε για τη χώρα μας και τον αθλητισμό της μια τέτοια ενέργεια και είπα το ναι. Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ανάληψη μιας μεγάλης διοργάνωσης ή η αποδοχή των όρων των συμβολαίων που ακολουθούν την ανάληψη της διοργάνωσης δεν γίνεται από την κυβέρνηση. Ο υφυπουργός Αθλητισμού, με λίγα λόγια, καλείται εκ των υστέρων να εκπληρώσει ή να ανταποκριθεί σε δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι εκπρόσωποι του αθλητικού κινήματος και στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρώην ηγεσία του ΣΕΓΑΣ υπό τον κ. Στράτο Μολυβά».
* Οι άγνωστες δεσμεύσεις
Ο υφυπουργός Αθλητισμού παίρνει τη μεγάλη απόφαση με δεδομένη την «έλλειψη επικοινωνίας» με την ηγεσία του ΣΕΓΑΣ, ένα γεγονός που πύκνωνε ακόμη περισσότερο το «σκοτάδι» γύρω από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το αθλητικό κίνημα της χώρας μας έναντι της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κλασικού Αθλητισμού. Ο ίδιος επιμένει στο θέμα των δεσμεύσεων για ένα βασικό λόγο: «Οι συμφωνίες που υπογράφει η Διεθνής Ομοσπονδία με τις εθνικές ομοσπονδίες είναι, κατά κανόνα, λεόντειες». Και η χώρα μας δεν αποτέλεσε την εξαίρεση. Επιπλέον, για ένα πολύ μεγάλο διάστημα η πολιτική ηγεσία του αθλητισμού δεν γνώριζε το μέγεθος αλλά και το ακριβές κόστος αυτών των δεσμεύσεων. «Δώσαμε μάχη για να πάρουμε από τον κ. Μολυβά τα παραρτήματα της σύμβασης που ήταν όλο το ζουμί των δεσμεύσεων».
Στρέφοντας το βλέμμα του προς τα πίσω, ο κ. Φούρας επιλέγει να αναφερθεί σε δύο «γεγονότα» που φαίνεται κρίνοντας εκ των υστέρων ότι καθόρισαν τις εξελίξεις. «Πέρυσι τον Ιούλιο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα συναντήθηκα με τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής κ. Αντόνιο Σάμαρανκ και τον πρόεδρο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κλασικού Αθλητισμού κ. Πρίμο Νεμπιόλο. Τα όσα ειπώθηκαν σε αυτή τη συνάντηση βοήθησαν να ξεκαθαρισθούν καταστάσεις και να μπουν τα πράγματα σε σωστό δρόμο. Παράλληλα, με την τροπολογία που έφερα στη Βουλή για τη σύσταση ενός Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου μη υπαγομένου στις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, που θα είχε την ευθύνη της διοργάνωσης και της διαχείρισης του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, δημιουργήσαμε τον οργανισμό “Αθήνα ’97”, ένα απαραίτητο εργαλείο για να μπορέσουμε να δουλέψουμε γρήγορα και να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος».
Αν και με την ψυχή στο στόμα καθώς «σχεδόν τα πάντα έγιναν τους τελευταίους οκτώ μήνες», σήμερα δηλώνει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα: «Αν και χωρίς εγχειρίδιο, πιστεύω ότι τα καταφέραμε». Ταυτόχρονα παραμένει ήσυχος και ήρεμος όσον αφορά το κρίσιμο σκέλος της διαχείρισης των χρημάτων που διατέθηκαν για τις ανάγκες διοργάνωσης και διεξαγωγής του Πρωταθλήματος. «Ο νόμος έχει προβλέψει ότι μετά το πέρας των αγώνων θα υπάρξει πόρισμα των ορκωτών λογιστών και των ελεγκτών του υπουργείου Οικονομικών. Η διαφάνεια στη διαχείριση των χρημάτων του Δημοσίου με αυτή τη διαδικασία είναι εξασφαλισμένη εκ των προτέρων. Επιπλέον, ορκωτός λογιστής από εκείνους που θα συντάξουν το πόρισμα έχει κληθεί και παρακολουθεί στη γένεσή τους τις δαπάνες».
Η ύπαρξη αυτής της διαδικασίας φαίνεται ότι αποτελεί και την καλύτερη προσωπική ασπίδα για τον υφυπουργό Αθλητισμού. Αλλά δεν είναι και η μόνη. Ως προς αυτό επικαλείται δύο βασικά στοιχεία που σφραγίζουν τη διοργάνωση. Το πρώτο εξ αυτών είναι ότι όλες οι αποφάσεις πέρασαν από την Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή. «Οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες και βγήκαν μετά από σοβαρή και πολύωρη συζήτηση. Αρκετές φορές οι αποφάσεις δεν ήταν ίδιες με τις εισηγήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή δεν ήταν, σε καμία περίπτωση, βουβό όργανο επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων». Το δεύτερο στοιχείο αφορά την αντιπροσωπευτικότητα της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής. «Δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι στην Επιτροπή κλήθηκαν και συμμετείχαν εκπρόσωποι και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι οποίοι έπαιξαν ρόλο και διαμόρφωσαν σύμφωνα και με τις δικές τους απόψεις τις αποφάσεις μας. Οι αποφάσεις ήταν συλλογικές και αυτό είναι ένα κέρδος που δεν πρέπει να παραβλέπουμε».
* Οι Γιαπωνέζοι και ο τηλεσκηνοθέτης
Το πρώτο πράγμα που κατάλαβε ο κ. Φούρας αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διοργάνωσης ήταν ότι «Πρωτάθλημα χωρίς σωστή τηλεοπτική κάλυψη δεν γίνεται». Ο ίδιος, μάλιστα, παραδέχεται ότι αυτό που μέτρησε σε αρκετές μικρές ή μεγάλες αποφάσεις ήταν ο ρόλος της τηλεόρασης. Ο υφυπουργός Αθλητισμού απαριθμεί τουλάχιστον τρεις τέτοιες αποφάσεις:
Η πρώτη σχετίζεται με το ποσό που έπρεπε να διατεθεί προκειμένου η κρατική τηλεόραση να αποκτήσει εκείνο τον εξοπλισμό που θα μπορούσε να καλύψει σωστά τους αγώνες, να δώσει εικόνα σε όλον τον κόσμο και να ικανοποιήσει τις ανάγκες των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων που ήθελαν να κάνουν τις δικές τους παραγωγές.
Η δεύτερη απόφαση αφορά την επιλογή του γενικού καλλιτεχνικού υπευθύνου της τελετής έναρξης των αγώνων και η τρίτη το πολυσυζητημένο σκηνικό που στήθηκε στα προπύλαια του Καλλιμάρμαρου. Στις δύο τελευταίες το «βάρος» της τηλεόρασης μέτρησε αποφασιστικά για την επιλογή προσώπων κλπ.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. «Μία από τις πρώτες διαπιστώσεις που έκανα ήταν ότι η ΕΡΤ, που είχε αναλάβει την κάλυψη του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, χωρίς σοβαρή ενίσχυση σε τεχνολογικό εξοπλισμό δεν θα ήταν σε θέση να πετύχει στο έργο της». Η παραδοχή αυτής της πραγματικότητας τον έκανε να αναζητήσει τα χρήματα με τα οποία η κρατική τηλεόραση θα μπορούσε βελτιώνοντας και εκσυγχρονίζοντας τον εξοπλισμό και τα μηχανήματά της να ανταποκριθεί στο μεγάλο στοίχημα. Το κόστος υψηλό κάπου στα 2,8 δισ. δρχ. αλλά το όφελος που θα υπάρξει, όπως λέει, «δικαιολογεί απολύτως την απόφασή μας να επενδύσουμε στην υποδομή της κρατικής τηλεόρασης». Ο υφυπουργός Αθλητισμού, σύμφωνα με στοιχεία που έθεσε υπόψη του ο πρόεδρος της ΕΡΤ κ. Π. Παναγιώτου, λέει ότι η επένδυση θα έχει αποσβεσθεί μέσα σε δύο τουλάχιστον χρόνια υπολογίζοντας και τα χρήματα που θα εισπράξει η κρατική τηλεόραση από την κάλυψη του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Μπάσκετ που θα γίνει το καλοκαίρι του 1998 στην Αθήνα.
«Υπάρχει καλύτερη διαφήμιση για τη χώρα μας από μια σωστή και επιτυχημένη τηλεοπτική κάλυψη;», αναρωτιέται και συμπληρώνει: «Το γεγονός ότι μεγάλα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα έρχονται να κάνουν δικές τους παραγωγές χάρη στην υποδομή που δημιουργήσαμε είναι ήδη μια επιτυχία». Ο υφυπουργός Αθλητισμού είναι διατεθειμένος να μπει και σε λεπτομέρειες, από τις νέες ψηφιακές κάμερες 72 τον αριθμό ως τα τετραγωνικά μέτρα που κατέλαβε το άλφα ή το βήτα αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο και τον αριθμό των ιαπώνων τεχνικών που θα κάνουν δική τους παραγωγή για το αγώνισμα του μαραθωνίου. (Για την ιστορία του πράγματος, 170 ιάπωνες τεχνικοί δουλεύουν εδώ και μέρες για να δείξουν στη μακρινή Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου όλα όσα θα συμβούν στην κλασική διαδρομή των 42 και κάτι χιλιομέτρων, από τον Τύμβο ως και το Καλλιμάρμαρο).
Η τηλεόραση, όμως, είναι ο μεγάλος «φταίχτης» για δύο αποφάσεις που πολυσυζητήθηκαν, προκάλεσαν αντιπαραθέσεις και τροφοδότησαν πρωτοσέλιδα. Πρόκειται για τον τρόπο της επιλογής του συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου ως βασικού υπευθύνου της τελετής έναρξης των αγώνων αλλά και για το σκηνικό που στήθηκε με τακτή ημερομηνία… αποκαθήλωσης στα προπύλαια του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ο κ. Φούρας επισημαίνει ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής ήταν ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είναι το όνομα – κράχτης για να σπάσει το κλίμα αδιαφορίας που είχε διαμορφωθεί στον διεθνή τηλεοπτικό χώρο ως προς την κάλυψη της τελετής έναρξης. «Μετρούσαμε καθημερινά τις αντιδράσεις», υποστηρίζει, «στέλναμε και παίρναμε μηνύματα. Δεν πήγαμε στα τυφλά».
Προκύπτει στο σημείο αυτό το (εύλογο) ερώτημα:
Από τη στιγμή που το βασικό κριτήριο για την απόφαση του υφυπουργού Αθλητισμού ήταν η στάση των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων, γιατί επέλεξε να προσφύγει σε μια ανοικτή διαδικασία προσφορών η οποία προέβλεπε την αξιολόγηση και την κρίση του έργου ή των προτάσεων και άλλων γνωστών και διακεκριμένων καλλιτεχνών;
Η απάντηση του υφυπουργού:
«Οταν πήγαμε στην πρόσκληση ενδιαφέροντος, βρισκόμασταν μπροστά σε ένα αδιέξοδο και αναζητήσαμε μια εναλλακτική λύση. Πρέπει πάντως να σας διαβεβαιώσω ότι τιμώ το καλλιτεχνικό έργο και τους καλλιτέχνες και είμαι πρόθυμος να ζητήσω συγγνώμη από όλους όσοι θεώρησαν τον εαυτό τους θιγμένο. Θα ήθελα, όμως, να διευκρινίσω ότι εμείς δεν κρίναμε ούτε αξιολογήσαμε προτάσεις καλλιτεχνών· δεχθήκαμε προτάσεις από εταιρείες για την τελετή έναρξης οι οποίες περιείχαν και καλλιτεχνικό μέρος. Ετσι εμείς δεν κρίναμε σε καμία περίπτωση τους ίδιους τους καλλιτέχνες, αλλά αποφασίσαμε με βάση τα σενάρια που υπέβαλαν οι εταιρείες παραγωγής».
Ο κ. Φούρας αναγνωρίζει ότι υπήρξαν λάθη στην όλη διαδικασία, αλλά προσδιορίζει ότι τα λάθη αυτά είχαν να κάνουν με τα ασφυκτικά περιθώρια του χρόνου και τις επιταγές της τηλεόρασης. Παραδέχεται πάντως ότι η διερεύνηση των προθέσεων του κ. Παπαθανασίου είχε γίνει αρκετά πριν από την πρόσκληση των εταιρειών παραγωγής να υποβάλουν προτάσεις για την τελετή έναρξης. Οπως ο ίδιος λέει, τα πρώτα μηνύματα για τον κ. Παπαθανασίου και την ενδεχόμενη συμμετοχή του στην τελετή έναρξης με όρους που θα καθόριζε ο ίδιος είχαν φθάσει σε εκείνον από τον υπουργό Πολιτισμού κ. Ευάγγελο Βενιζέλο και τον δήμαρχο της Αθήνας κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο. Ο κ. Φούρας, από την πλευρά του, αναφέρει ότι «η απόφαση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής ελήφθη με συλλογικό τρόπο και εκείνο που καθόρισε την τελική απόφαση ήταν το γεγονός ότι καμία από τις προτάσεις των εταιρειών παραγωγής που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή μας δεν είχε τη δυνατότητα να προκαλέσει το ενδιαφέρον των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων».
Ο υφυπουργός, τέλος, αποκαλύπτει και μια άγνωστη πτυχή του όλου θέματος που αφορά το σκηνικό που στήθηκε στα προπύλαια του Καλλιμάρμαρου. «Σε μια συζήτηση που είχα με τον τηλεσκηνοθέτη κ. Τάσο Μπιρσίμ που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει τηλεσκηνοθέτης της τελετής έναρξης μου έδωσε να καταλάβω ότι έπρεπε για λόγους τηλεοπτικής κάλυψης να υπάρξει ένα σκηνικό στον ανοικτό χώρο των προπυλαίων. Στην τηλεόραση, μου είπε, αυτό θα φαίνεται χάος, σκοτάδι. Κάτι πρέπει να βάλουμε, έστω και ένα άσπρο σεντόνι. Για να με πείσει μου έδειξε μια φωτογραφία από την υποδοχή που έγινε πέρυσι στους ολυμπιονίκες της Ατλάντα. Με έπεισε. Από εκεί και πέρα δεν ασχολήθηκα γιατί δεν επιτρέπεται να κρίνω το έργο ενός καλλιτέχνη». Οι επενδύσεις, η Ολυμπιάδα και η τηλεθέαση
Η επιλογή των επενδύσεων από την τηλεόραση ως το Κέντρο Αντιντόπινγκ Κοντρόλ έγινε με τρόπο ώστε να βοηθήσει την προσπάθεια της χώρας μας στη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων. «Επρεπε να δώσουμε το σωστό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι η χώρα μας συνεχίζει τις επενδύσεις που αφορούν την αθλητική υποδομή και ευρύτερα την υποδομή που σχετίζεται με την καλή και επιτυχημένη διοργάνωση των μεγάλων αθλητικών γεγονότων έτσι ώστε να είναι από τώρα πανέτοιμη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Αν και οι επενδύσεις δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι με τις κάθε λογής μικρές ή μεγάλες δαπάνες που έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται για τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, το θέμα της σχέσης ανάμεσα στο κόστος και στα οφέλη από τη διοργάνωση ενός μεγάλου αθλητικού γεγονότος εξακολουθεί να υπάρχει και να προβληματίζει την κοινή γνώμη.
Με δεδομένο ότι λειτουργικό έλλειμμα γύρω στο 1 δισ. δρχ. στην καλύτερη περίπτωση θα αφήσει και η διοργάνωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος καθώς τα έσοδα από εισιτήρια, εμπορικές δραστηριότητες κλπ. δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα 4 δισ. δρχ., το ερώτημα που θέσαμε στον κ. Φούρα ήταν απλό: «Αξίζει τον κόπο όλη αυτή η προσπάθεια και το χρήμα που δαπανήθηκε;». Ο υφυπουργός Αθλητισμού έχει τους δικούς του λογαριασμούς και δίνει τη δική του εκδοχή στο θέμα «κόστους – οφέλους»: «Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε», λέει. «Παράδειγμα, το υπουργείο Οικονομικών θα εισπράξει από τον τζίρο αυτών των δέκα ημερών γύρω στα 3 δισ. δρχ. με τη μορφή του ΦΠΑ, ενώ ο τζίρος που προβλέπεται να γίνει στην Αθήνα υπολογίζεται γύρω στα 20 δισ. δρχ. Αυτά λίγο – πολύ υπολογίζονται. Υπάρχουν, όμως, και οφέλη που δεν μπορούν να υπολογισθούν. Παράδειγμα, η διαφήμιση που γίνεται στη χώρα μας και στην Αθήνα. Ποιος θα μπορέσει να πει τι θετικές συνέπειες θα υπάρξουν π.χ. στον τουρισμό της χώρας μας από το γεγονός ότι η τηλεθέαση των αγώνων θα ξεπεράσει τα 3 δισ. άτομα στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη; Τις θετικές συνέπειες αυτού του γεγονότος τις προσδιόρισε με αρκετό χιούμορ μια προσωπικότητα του διεθνούς αθλητικού στερεώματος, ο Πρίμο Νεμπιόλο, όταν επισκέφθηκε πριν από λίγο καιρό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κ. Νεμπιόλο είπε στον Πρόεδρο ότι τέτοια διαφήμιση δεν πληρωνόταν ούτε με 150 δισ. δρχ. Ετσι κι αλλιώς δεν είναι μικρό πράγμα 3 δισ. άτομα σε όλο τον κόσμο να βλέπουν το όνομα της Αθήνας και της Ελλάδας για δέκα ολόκληρες ημέρες στην τηλεόρασή τους. Η χώρα μας χρειάζεται τέτοια γεγονότα, ακόμη κι αν το κόστος είναι μεγάλο». Το ύψος του τελικού λογαριασμού
Ο καθορισμός διαδικασιών για τη διαφάνεια ή η συλλογικότητα των αποφάσεων της διοργανώτριας αρχής σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι για το ύψος του τελικού λογαριασμού. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για όλους. Ο προϋπολογισμός που αφορά τις οργανωτικές – λειτουργικές δαπάνες του Πρωταθλήματος (δαπάνες για τη διαμονή, τις μεταφορές, τις τελετές έναρξης και λήξης, αμοιβές συνεργατών και εργαζομένων κλπ.) φθάνει τα 5,6 δισ. δρχ. αλλά κανένας αυτή την ώρα δεν μπορεί να ξέρει αν θα υπάρξουν και σε ποιο βαθμό αποκλίσεις. Αν συνεχισθεί η παράδοση των τελευταίων μεγάλων διοργανώσεων (π.χ. Μεσογειακοί Αγώνες), οι αποκλίσεις είναι δεδομένες. Ο κ. Φούρας, πάντως, μας μετέφερε τη διαβεβαίωση του γενικού διευθυντή του οργανισμού «Αθήνα ’97» κ. Ευάγγελου Σαβράμη ότι ο προϋπολογισμός εκτελείται κανονικά.
Το ποσό των 5,6 δισ. δρχ. δεν αφορά το συνολικό κόστος που «κρύβει» η διεξαγωγή του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος καθώς υπάρχει και το λεγόμενο «επενδυτικό σκέλος» που αντιπροσωπεύει ποσό που προσεγγίζει τα 5 δισ. δρχ. «Σωστό και δίκαιο να διακρίνουμε τις δαπάνες σε οργανωτικές – λειτουργικές και σε επενδύσεις», λέει, και απαριθμεί μία προς μία τις επενδύσεις που έγιναν αξιοποιώντας την ευκαιρία της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. «Επενδύσαμε στην κρατική τηλεόραση 2,8 δισ. δρχ., διαθέσαμε 1 δισ. δρχ. περίπου για τον εκσυγχρονισμό του Ολυμπιακού Σταδίου (που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την αλλαγή του ελαστικού τάπητα, τις νέες ηχητικές εγκαταστάσεις, τις αίθουσες των “υψηλών προσκεκλημένων” κλπ.), 500 εκατ. δρχ. πήγαν στην αγορά αθλητικών οργάνων, 500 εκατ. δρχ. δαπανήθηκαν προκειμένου να δημιουργηθεί μια ολοκληρωμένη αθλητική πολυκλινική στον χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου, ενώ άλλα 250 εκατ. δρχ. στοίχισε το Κέντρο Αντιντόπινγκ Κοντρόλ». Αλλά ας δούμε τις δαπάνες που έγιναν:
Η αλλαγή του ελαστικού τάπητα στο Ολυμπιακό Στάδιο συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά. Το δίλημμα ανάμεσα στην αλλαγή και στην επιδιόρθωση κυριάρχησε για μήνες και έγινε αφορμή για σκληρές αντιπαραθέσεις στους αθλητικούς χώρους, από τους οποίους όπως είναι φυσικό η «επιχειρηματική πρωτοβουλία» δεν είναι απούσα. Αλλά η αντιπαράθεση, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε νόημα αφού οι υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η διοίκηση του ΣΕΓΑΣ έναντι της Διεθνούς Ομοσπονδίας, υπό τον δόκτορα Πρίμο Νεμπιόλο, έστω και με έμμεσο τρόπο, προέβλεπαν την αλλαγή του τάπητα. «Εκπληρώσαμε τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις μας, αλλά διαπραγματευθήκαμε τις τιμές», υποστηρίζει ο κ. Φούρας. «Ολα τα στοιχεία βρίσκονται στα χέρια της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι τιμές που πετύχαμε ήταν οι καλύτερες που μπορούσαν με βάση τις δεσμεύσεις να υπάρξουν. Π.χ. αν πηγαίναμε με τις τιμές που δόθηκαν το 1990 όταν έγινε ανακατασκευή του στίβου, τώρα θα πληρώναμε 29.000 δρχ. ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ αλλάξαμε τον τάπητα με 13.000 δρχ. το τετραγωνικό μέτρο. Και το 1990 και το 1997 είχαμε να κάνουμε με την ίδια εταιρεία. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η διαφορά ανάμεσα στην επιδιόρθωση – ανακατασκευή και στην αλλαγή του τάπητα ήταν μόλις 100 εκατ. δρχ. Εμείς με τα 300 εκατ. δρχ. που πληρώσαμε για την αλλαγή έχουμε έναν καινούργιο ελαστικό τάπητα σαν εκείνους που υπάρχουν στην Ατλάντα, στη Βαρκελώνη και στο Γκέτεμποργκ, πόλεις που φιλοξένησαν τα τελευταία χρόνια Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια Πρωταθλήματα κλπ.».
Το δεύτερο μεγάλο κομμάτι αφορά τις δαπάνες που έγιναν για τη δημιουργία μιας αθλητικής πολυκλινικής και ενός Κέντρου Αντιντόπινγκ Κοντρόλ. «Φτιάχνοντας το Κέντρο Αντιντόπινγκ Κοντρόλ σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, πήραμε τη διαπίστευση για όλη την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Και αυτό δεν είναι μικρή επιτυχία. Ο εξοπλισμός του Κέντρου είναι τέτοιος που μπορεί να ανιχνεύονται απαγορευμένες ουσίες ως και δώδεκα εβδομάδες πριν από την ουροληψία».
