Ο μύθος και η υπερβολή προσήλκυαν ανέκαθεν τον άνθρωπο. Και η «συνήθεια» αυτή δεν έχει ίσως άλλη βάση από τη βούλησή του να αυξάνει τη δύναμή του. Γι’ αυτό χειροκροτείται πολλές φορές η «μυθοπλαστική» του διάθεση όταν αστράφτει στις οθόνες των τηλεοράσεων με καταιγιστικά ρεπορτάζ, όταν υπερθερμαίνει τις κινηματογραφικές αυλαίες και υπερχρωματίζει τις σελίδες των εφημερίδων.


Οι δεινόσαυροι π.χ. που «δυνάστεψαν» τη Γη για 150 εκατ. χρόνια και αφανίστηκαν πριν από 65 εκατ. χρόνια στο τέλος του Κρητιδικού, με ανεξήγητο ως σήμερα τρόπο, είναι ένα τέτοιο θέμα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος για μικρούς και μεγάλους, για επιστήμονες και επαΐοντες. Το τεράστιο μέγεθος ορισμένων ειδών τους που υπερέβαινε τα 26 μέτρα και τους 50 τόνους (όσο 10 ελέφαντες) γιγαντώνει τη φαντασία του ανθρώπου για το πώς νικήθηκαν από τη φύση οι «μυθικοί» εκείνοι γίγαντες, οι «δράκοι» των παραμυθιών.


Τα εντυπωσιακά λοιπόν χαρακτηριστικά των δεινοσαύρων, σε συνδυασμό με νεότερες απόψεις που υποστηρίζουν ότι τα μεγαθήρια εκείνα κινούνταν με χάρη, με τα πόδια να βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο, όπως εξάγεται από ένα νεοανακαληφθέν είδος στη Σαχάρα, τον jobaria, με εύκαμπτο λαιμό και δόντια σε σχήμα κουταλιού για να τρέφεται με τα μικρότερα κλαδιά των δέντρων, γιγαντώνουν την «πικρία» μας που δεν μπορούμε πια να βλέπουμε τέτοια μυθοτέρατα της πραγματικότητας. Δεν εξηγείται άλλωστε διαφορετικά γιατί χρηματοδοτούνται προγράμματα όπως το «Πρόγραμμα Παλαιοντολογίας και Ρομποτικής για την κινούμενη αναπαραγωγή αφανισμένων ειδών» που οδήγησε στη δημιουργία δεινοσαύρων-ρομπότ. Γι’ αυτό το μυστήριο αφανισμού τους έχει εξελιχθεί σε ένα «σίριαλ» που όλα του τα «επεισόδια» είναι ενδιαφέροντα και γοητευτικά αλλά και σε μια χρόνια διαμάχη μεταξύ των ειδικών.


Μέσα σε αυτή την επιστημονική αρένα αντιπαλεύουν διάφορες απόψεις. Το γιγαντιαίο π.χ. μέγεθός τους, καθώς γίνονταν όλο και μεγαλύτεροι όσο εξελίσσονταν, ενοχοποιείται από μερικούς για την τραγική τους κατάληξη. Κάποια είδη μάλιστα παρουσίασαν αύξηση του μεγέθους τους κατά 40% (φτάνοντας τους 50 τόνους) μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, καθιστώντας το ζευγάρωμα πολύ δύσκολη διαδικασία, ενώ γίνονταν όλο και πιο επιρρεπή στη δυσκολία αντιμετώπισης των κλιματολογικών αλλαγών. Αυτός θεωρείται ένας λόγος που άλλα είδη μικρότερου μεγέθους, όπως οι κροκόδειλοι και τα φίδια, επιβίωσαν εξελικτικά.


Μια άλλη, σχετικά παλαιότερη άποψη, αναφέρεται στην πρόσκρουση γιγαντιαίου αστεροειδούς στη Γη πριν από 65 εκατ. χρόνια, χρόνος αφανισμού των δεινοσαύρων. Ο αστεροειδής εκείνος υποστηρίζεται ότι ισοδυναμούσε με 10.000 υδρογονοβόμβες καθώς εκτιμάται ότι είχε διάμετρο 6 μιλίων και ταχύτητα πρόσκρουσης 20.000 μιλίων την ώρα, ενώ είχε διασχίσει τη γήινη ατμόσφαιρα σε κλάσματα δευτερολέπτου και εξαχνώθηκε μετά την πρόσκρουσή του στο Μεξικό, προκαλώντας ισχυρότατους σεισμούς ως 12 Ρίχτερ. Στο αποτέλεσμα της έκλυσης του τεράστιου εκείνου ποσού ενέργειας πάνω στη Γη περιλαμβάνεται και η απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων όξινων σωματιδίων και συνακόλουθα όξινης βροχής που προκάλεσε «βιβλική» περιβαλλοντική ρύπανση, σε συνδυασμό δε με την κοσμική σκόνη προκάλεσε σκοτάδι για τρεις μήνες που επηρέασε τη φωτοσύνθεση και μείωσε τις πηγές διατροφής των δεινοσαύρων οι οποίοι είχαν τεράστιες απαιτήσεις.


Οι δυσκολίες όμως εκείνες δεν ήταν τόσο τραγικές για τα μικρότερα ζώα τα οποία κατάφεραν τελικά να δραπετεύσουν από τον αφανισμό και επιβίωσαν. H άποψη του απολύτου σκότους και της συνακόλουθης καταστροφής της χλωρίδας φαίνεται να αποδίδεται και σε μια έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Ο αφανισμός ωστόσο άλλων γιγαντιαίων ερπετών, όπως οι βροντόσαυροι, που συνέβη εκατομμύρια χρόνια πριν από τις «βιβλικές» εκείνες καταστάσεις, προκαλεί σοβαρές δυσκολίες αποδοχής της εν λόγω ερμηνείας. Το σενάριο αυτό θα μπορούσε να συζητηθεί πιο πειστικά αν προστεθεί και η άποψη επίδρασης της ραδιενέργειας στην πρόκληση μεγάλου αριθμού μεταλλάξεων που αποσταθεροποίησαν τη γενετική δομή των πληθυσμών τους.


Ενα άλλο σενάριο αναφέρεται στην άποψη ότι ήταν ομοιόθερμοι. Ομοιόθερμα (ενδόθερμα) είναι τα ζώα των οποίων η θερμοκρασία ελέγχεται από εσωτερικούς μηχανισμούς και εξώθερμα από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Και ενώ οι δεινόσαυροι κατάγονταν από τα εξώθερμα ερπετά, είχαν ωστόσο ημιόρθια στάση και πολύ μεγάλη δραστηριότητα, μια κατάσταση που συνηγορεί περισσότερο υπέρ της ομοιοθερμικής τους κατάστασης, αν συγκριθεί με την αντίστοιχη μορφολογία και φυσιολογία των θηλαστικών.


Τα εξώθερμα ζώα έχουν άλλωστε πολύ μικρότερες ενεργειακές ανάγκες, καθώς μεταβολίζουν λιγότερη από τη λαμβάνουσα τροφή, σε σχέση με τα ενδόθερμα τα οποία έχουν υψηλότερους μεταβολικούς ρυθμούς και εσωτερική θερμοκρασία υψηλότερη του περιβάλλοντος. Σχετικές μελέτες ως προς την αναλογία «της βιομάζας θύματος προς θύτη», που πρέπει να είναι μεγαλύτερη για τα εξώθερμα, έδειξαν και εδώ στοιχεία υπέρ της ενδοθερμίας των δεινοσαύρων. Ανεξαρτήτως όμως από αυτό, επειδή ήταν σωματώδεις, η θερμοκρασία που θα παραγόταν από τις μεταβολικές τους δραστηριότητες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ανεβάσει τη θερμοκρασία του σώματός τους, ακόμη και αν δεν υπήρχαν ειδικοί εσωτερικοί θερμορυθμιστικοί μηχανισμοί.


Αν λοιπόν οι δεινόσαυροι ήταν ενδόθερμοι, τότε κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα υπέρ των θηλαστικών τα οποία είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και θεωρήθηκαν ότι εκτόπισαν τους δεινοσαύρους με την «υποτιθέμενη» ανταγωνιστική ανωτερότητά τους ελαχιστοποιείται. Το επεισόδιο του Κρητιδικού βέβαια επέτρεψε την επιβίωση μικρών ζώων κάτω των 10 κιλών και τα θηλαστικά τότε ήταν ακόμη μικρότερα, αλλά φαίνεται πως έπρεπε να περιμένουν τον πλήρη αφανισμό των δεινοσαύρων για να κυριαρχήσουν. Κατόπιν των ποικίλων προαναφερθέντων απόψεων για το τέλος των δεινοσαύρων φαίνεται ότι η αιτία αφανισμού τους πρέπει να ήταν πολυπαραγοντική, με τον κάθε παράγοντα να παίζει προσθετικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση της γενετικής δομής των πληθυσμών τους που οδήγησε τελικά στον άδοξο αφανισμό τους.


H «δυναστεία» λοιπόν των δεινοσαύρων είχε φτάσει στο τέλος της. Μπορεί για διάφορους λόγους, μπορεί όμως και για έναν κυρίαρχο και μοναδικό ή για μικρό και ασήμαντο που στον κατάλληλο χρονισμό κατηύθυνε τη ζωή προς τον θάνατο. Ενα σενάριο που αναλογικά το βιώνουμε στις καθημερινές μας αποφάσεις, στις επιτυχίες μας και στις αποτυχίες μας, στις επιλογές της ζωής μας. Οταν το υποτιθέμενο «μικρό» γίνεται πραγματικό και «μέγα», όταν δεν αξιολογούμε σωστά την ευκαιρία, όταν το «τυχαίο» δεν οφείλεται ίσως στην «τύχη» αλλά στη δική μας οργάνωση και συγκρότηση. Γι’ αυτό η μοίρα των δεινοσαύρων είναι ένα καυτό μάθημα κι αυτό το μάθημα θα έπρεπε περισσότερο να μας συναρπάζει παρά αυτή καθαυτή η «πτώση» τους. Αλλωστε αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Θα συμβαίνει με όλα τα «γενόμενα», όπως και με όλα τα «μελλούμενα», μια νομοτέλεια που δεν είναι υπό διαπραγμάτευση.


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.