Οι άνθρωποι αναμφίβολα διαφέρουν ως προς πολλά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε νοημοσύνη. Και οι διαφορές αυτές είναι εμφανείς από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Ποιοι παράγοντες όμως διαμορφώνουν αυτές τις ικανότητες και δεξιότητες; Μια πρώτη προσέγγιση στο ερώτημα οδηγεί στην εμπλοκή του παιδαγωγικού περιβάλλοντος. Τα νεογέννητα, λ.χ., δεν έχουν ένα πλήρες λεξιλόγιο και πρέπει να μάθουν χιλιάδες λέξεις. Επομένως, η μάθηση πρέπει να είναι ο βασικός μηχανισμός o oποίος διαμορφώνει τις διαφορές στο λεξιλόγιο που παρατηρείται μεταξύ των ατόμων. Στον μηχανισμό αυτό είναι αυτονόητο ότι σοβαρό ρόλο παίζουν οι γονείς και το σχολείο.


Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η επικρατούσα ερμηνεία για την ποικιλότητα των γνωστικών-μαθησιακών δυνατοτήτων βασιζόταν στην περιβαλλοντική δυναμική. Πιο πρόσφατα όμως η προαναφερθείσα ερμηνεία άρχισε να ισορροπεί ως αντίδραση ανάμεσα στη φύση και στην ανατροφή-αγωγή που οδηγεί στη μαθησιακή ανάπτυξη. Τις τελευταίες δεκαετίες στην όλη ιστορία εμπλέκεται και η Γενετική, η οποία διεκδικεί σημαντικό ρόλο για την κληρονομικότητα, μέσα από προσπάθειες αποκάλυψης σχετικών γονιδίων που εμπλέκονται στη μαθησιακή λειτουργία. H διαμορφούμενη αυτή κατάσταση δεν εξοστρακίζει βέβαια τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιδρούν στις γενετικές διαφορές και επηρεάζουν τις μαθησιακές ικανότητες των ανθρώπων.


Παρά το γεγονός ότι επιχειρείται μια αξιόλογη προσπάθεια από πολλούς ερευνητές για την αποκάλυψη γενετικών παραγόντων, ακόμη και συγκεκριμένων γονιδίων, που επηρεάζουν τις μαθησιακές ικανότητες αλλά και τις δυσκολίες, με στόχο τη διαλεύκανση των βιοχημικών μηχανισμών της νοημοσύνης και της συνακόλουθης βελτίωσης των μαθησιακών διαταραχών, εξακολουθεί να υπάρχει κάποια σύγχυση ως προς το τι εννοούμε γενετική επίδραση. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος κληρονομησιμότητα, που αντανακλά το πόσο συμμετέχει το γενετικό στοιχείο στις διαφορές μεταξύ των ατόμων. Αν, π.χ., η κληρονομησιμότητα για έναν χαρακτήρα είναι μεγάλη, το μεγαλύτερο ποσοστό δηλαδή των ατομικών διαφορών σε έναν πληθυσμό αποδίδεται στα γονίδια, τότε η γενετική παράμετρος είναι επίσης ισχυρή.


Ενας τρόπος προσέγγισης τέτοιων προβλημάτων αφορά τη μελέτη ομοκυττάρων διδύμων, τα οποία προέρχονται από το ίδιο ωάριο και έχουν ταυτόσημο γενετικό υπόβαθρο, ή ετεροκυττάρων διδύμων, αυτών που προέρχονται από διαφορετικά ωάρια και έχουν διαφορετικό κατά το ήμισυ γενετικό υπόβαθρο, ή υιοθετημένων παιδιών. Και ανάλογα με την περίπτωση «μετράται» ο γενετικός ή ο περιβαλλοντικός, κοινωνικοπαιδαγωγικός παράγοντας. Στην περίπτωση, λ.χ., των διδύμων, αν οι υπό μελέτη μαθησιακές ικανότητες επηρεάζονται γενετικά, τότε τα ομοκύτταρα δίδυμα δεν θα παρουσιάζουν σοβαρές διαφορές μεταξύ τους, σε αντίθεση με τα ετεροκύτταρα δίδυμα, γεγονός που έχει καταγραφεί για τη λεκτική και χωροταξική ικανότητα των παιδιών, των εφήβων και των μεγάλων. Αλλες σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι η διασπορά, οι διαφορές, των ατόμων ενός πληθυσμού ως προς τη λεκτική ικανότητά τους οφειλόταν κατά 60% στον γενετικό παράγοντα· το ποσοστό αυτό βρέθηκε 50% για τη δυνατότητα αντίληψης του χώρου· το ίδιο και για τη νοημοσύνη.


H λεκτική, λοιπόν, και χωροταξική ικανότητα ενέχει και κληρονομικά στοιχεία, ενώ η μνημονική ικανότητα εμπερικλείει τέτοια στοιχεία σε μικρότερο βαθμό. Για την αριθμητική και συλλογιστική ικανότητα, αν και υπάρχουν αντικρουόμενα στοιχεία, υποστηρίζεται περισσότερο η άποψη της σοβαρής γενετικής βάσης τους. Μορφωτικές πρακτικές και κοινωνικοοικονομικές εμπειρίες φαίνεται να έχουν, επίσης, μεγαλύτερη επίδραση στη μνημονική και συλλογιστική ικανότητα σε σχέση με την αριθμητική, λεκτική και χωροταξική.


Γενετικές μελέτες έχουν δείξει ακόμη ότι η μαθησιακή ικανότητα διαμορφώνεται από συσχετίσεις που έχουν αποκαλυφθεί, με ειδικά τεστ, μεταξύ της λεκτικής ικανότητας και της δυνατότητας αντίληψης του χώρου· ένα γονίδιο ήδη βρίσκεται στο ερευνητικό στόχαστρο και φαίνεται να συνδέεται με τους δύο αυτούς χαρακτήρες. Γι’ αυτό πολλοί ερευνητές δέχονται την ολιστική φύση της νοημοσύνης σαν μια διάχυτη και σφαιρική ποιότητα της σκέψης, η οποία διαπερνά όλες τις παραμέτρους της γνώσης, ενώ άλλοι υποστηρίζουν την άποψη ότι η νοημοσύνη είναι πολλαπλή και συντίθεται από διακριτές ικανότητες, όπως π.χ. το μαθηματικό, καλλιτεχνικό ταλέντο κ.ά., με επικρατέστερη όμως την πρώτη άποψη. Και τούτο διότι η κληρονομησιμότητα ειδικών μαθησιακών ικανοτήτων βρέθηκε να σχετίζεται με την κληρονομησιμότητα της γενικής μαθησιακής ικανότητας, η οποία σχετίζεται επίσης και με τη νοημοσύνη, τον δείκτη IQ (Intelligence Quotient), όπως και με τις επιτυχίες στην καθημερινή ζωή.


Οι ερευνητικές προσεγγίσεις των μαθησιακών ικανοτήτων βασίζονται εν πολλοίς στη λεγόμενη Ποσοτική Γενετική, με το στατιστικό στοιχείο δηλαδή κυρίαρχο. Για την αποκάλυψη συγκεκριμένων γονιδίων έχει αρχίσει η εξερεύνηση μέσα από τη Μοριακή Γενετική και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, καθώς έχουν ήδη ταυτοποιηθεί για τη μάθηση και την αντίληψη του χώρου απλά γονίδια στα ποντίκια και στις φρουτόμυγες, και για τη μνήμη το γονίδιο CREB στο θαλάσσιο σαλιγκάρι Aplysia και στη δροσόφιλα. Για την ανάπτυξη, επίσης, της μαθησιακής ικανότητας του ανθρώπου είναι ήδη γνωστές πάνω από εκατό (100) μεταλλάξεις απλών γονιδίων. H φυσιολογική όμως μαθησιακή λειτουργία ενορχηστρώνεται από πολλά γονίδια που «συνεργάζονται», και όχι από τη δράση απλών γονιδίων.


Τα συνεργατικά αυτά γονίδια φαίνεται ότι επηρεάζουν τη γνωστική-μαθησιακή παράμετρο σε έναν πιθανοκρατικό-στατιστικό τόνο παρά σε έναν αιτιοκρατικό. Τέτοια γονίδια ελέγχουν τους λεγόμενους ποσοτικούς χαρακτήρες (QTL, Quantitative Trait Loci), οι οποίοι βέβαια δεν αφορούν μόνο τις μαθησιακές ικανότητες ή δυσκολίες, αλλά και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση, χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, η ευαισθησία στα φάρμακα, εξάρτηση από ουσίες κ.ά. H μελέτη τέτοιων γονιδίων συμβάλλει στην κλασμάτωση της γενετικής και περιβαλλοντικής παραμέτρου και στην καλύτερη κατανόηση των μαθησιακών δυνατοτήτων και δυσκολιών.


Μέσα λοιπόν από τις δαιδαλώδεις διαδρομές της Γενετικής και του Περιβάλλοντος, της φύσης και της ανατροφής, πορεύεται η γνώση μας για τις μαθησιακές ικανότητές μας. Και μέσα σε αυτή τη λαβυρινθώδη κατάσταση ο εγκέφαλός μας καλείται να αυτοφωτιστεί και να φωτίσει την ίδια τη φύση μας. H πορεία συναρπαστική τα τελευταία χρόνια με έναν άσβεστο φάρο «πλοήγησης», την παιδεία, το παιδαγωγικό περιβάλλον· και άσχετα με τα ποια και πόσα γονίδια συμβάλλουν για να γίνουμε ικανοί και επιδέξιοι στη ζωή, η ανατροφή, αναμφίβολα, η σωστή «εκπαίδευση» δηλαδή στο σχολείο μέσα από το κατάλληλο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και στην οικογένεια, πρέπει να είναι ιερός σκοπός για κάθε χώρα. Διερωτάται ο καθένας πώς χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη της διαπαιδαγώγησης;


Ο κ. Σταμάτης N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστήμιου Πατρών.