H γενετική είναι η επιστήμη της μελέτης των γονιδίων που γίνεται μέσα από τις παραλλαγές τους, μερικές από τις οποίες μπορεί να είναι η αιτία για την εκδήλωση μιας ασθένειας. Δεν είναι όμως όλα τα γονίδια πολυμορφικά, όπως λ.χ. εκείνα που παίζουν κρίσιμο ρόλο στη φυσιολογική ανάπτυξη, ούτε μπορούν να αποκαλυφθούν ή να προληφθούν όλες οι παθογενέσεις, όπως λ.χ. οι λοιμώξεις μέσα από τη γενετική προσέγγιση. Γι’ αυτό η επιβίωση του ανθρώπου σε ένα περιβάλλον εξελισσόμενων κινδύνων από μικροοργανισμούς και αλλεργιογόνες ουσίες εξαρτάται από την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της σχετικής ανοσίας, μιας ιδιότητας ιδιαίτερης σημασίας για πολλές ασθένειες.


Το ανοσοποιητικό σύστημα, χαρακτηριστικό των ανωτέρων σπονδυλωτών, αποτελεί ένα ισχυρό όπλο εναντίον των λοιμώξεων και των ανώμαλων κυττάρων τα οποία θα μπορούσαν να εξαλλαχθούν σε καρκινικά. Το σύστημα αυτό παράγει 1 ως 10 δισεκατομμύρια διαφορετικά αντισώματα ως απόκριση στην παρουσία μέσα στον οργανισμό ξένων μορίων που λέγονται αντίγονα προϊόντα, δηλαδή που προέρχονται από λοιμοξιογόνους παράγοντες, καρκινικά κύτταρα ή εξωτερικά αλλεργιογόνα μόρια, ή ως αντίδραση σε μεταμοσχευμένα μη ιστοσυμβατά όργανα ή ακόμη σε συνθετικά αντιγόνα στα οποία το είδος μας δεν είχε εκτεθεί στην εξελικτική του ιστορία και γι’ αυτό δεν έχει προσαρμοσθεί με τις λοιμοξιογόνες ασθένειες να αλλάζουν πιθανόν τη γενετική δομή πολλών πληθυσμών του ανθρώπου, με ένα κόστος βέβαια.


Το σύστημα των ομάδων αίματος ΑΒΟ, λ.χ., παράγει αντισώματα που εκκρίνονται και στο σάλιο δημιουργώντας μια πρώτη γραμμή άμυνας σε λοιμώξεις, στη μηνιγγίτιδα λ.χ., στις οποίες δεν μπορούν να αντισταθούν εύκολα άνθρωποι με σχετικές μεταλλάξεις. Οι συχνότητες των ομάδων αίματος στους διάφορους πληθυσμούς του πλανήτη φαίνεται να σχετίζονται επίσης με ορισμένους λοιμοξιογόνους παράγοντες. Π.χ. η ομάδα Ο είναι πολύ κοινή σε απομονωμένους πληθυσμούς της N. Αμερικής, γεγονός που αποδίδεται στο ότι σχετίζεται με το πεπτικό έλκος το οποίο προκαλείται από το ελικοβακτήριο που προσκολλάται στα γαστρικά επιθηλιακά κύτταρα χρησιμοποιώντας αντισώματα της ομάδας Ο. Οι εν λόγω πληθυσμοί φαίνεται ότι δεν έχουν προσβληθεί από το ελικοβακτήριο, επομένως δεν πέθαιναν φορείς της ομάδας Ο και η συχνότητά της δεν μειώθηκε.


H επίθεση του HIV ιού που προκαλεί το AIDS δεν είναι εύκολο να αναχαιτισθεί. H αισιόδοξη ύπαρξη όμως τριών ανθεκτικών ανθρώπων που οφειλόταν σε ένα αλληλόμορφο (Δ32) έλλειμμα 32 βάσεων δείχνει ότι υπάρχει η γενετική δυναμική αντίστασης του ανθρώπου, που ωστόσο είναι ακόμη σπάνια. H δράση του ιού εξαρτάται από έναν πρωτεϊνικό υποδοχέα, το CCR5, που βρίσκεται στην επιφάνεια του κυττάρου με τον οποίο δεσμεύεται για να εισέλθει σε αυτό. Αν όμως ο πρωτεϊνικός υποδοχέας είναι τροποποιημένος λόγω μετάλλαξης, όπως ο Δ32, ή μπλοκαρισθεί με άλλα μόρια (φάρμακα), τότε ο ιός δεν μπορεί να αντιδράσει, δεν μπαίνει στα κύτταρα, δεν προκαλεί AIDS. Ενα τέτοιο φάρμακο, το SCH-C, υπάρχει ήδη και σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊικά έχει πολύ καλά αποτελέσματα.


H ύπαρξη γονιδίων στο 5ο χρωμόσωμα που σχετίζονται με τις αλλεργίες και το άσθμα φαίνεται να μας προφυλάσσουν και από μολύνσεις με παρασιτικά σκουλήκια. Τα γονίδια αυτά ήταν χρήσιμα όταν ο άνθρωπος ήταν κυνηγός, 10.000 χρόνια πριν, και ζούσε σε άλλες συνθήκες υγιεινής. Τα γονίδια αυτά όμως εξακολουθούν να υπάρχουν διότι δεν έχουμε φθάσει σε γενετική ισορροπία με το σύγχρονο περιβάλλον μας, τα σώματά μας και τα μυαλά μας βρίσκονται ακόμη στην κατάσταση που ήταν στην παλαιολιθική εποχή.


Ερευνητικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι πάνω από 10% των παιδιών θα αναπτύξει άσθμα στις δυτικοποιημένες κοινωνίες. H ατοπική δερματίτιδα γίνεται επίσης όλο και πιο συχνή στις ανεπτυγμένες χώρες επηρεάζοντας πάνω από το 15% των παιδιών, ενώ το άσθμα εκδηλώνεται στο 60% των παιδιών που πάσχουν και από σοβαρή ατοπική δερματίτιδα, με τις δύο ασθένειες να εξαρτώνται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.


Προστατευτικός παράγοντας, λ.χ., για το άσθμα και την ατοπική δερματίτιδα θεωρείται η φυσιολογική έκθεση σε μικρόβια στην παιδική ηλικία, καθώς, σύμφωνα με την «υπόθεση της υγιεινής», ενεργοποιείται η φυσιολογική ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος. Αντίθετα, επιβαρυντικοί παράγοντες είναι κυρίως τα νέα εκείνα μόρια που συναντούν το μη προσαρμοσμένο σε αυτά ανοσοποιητικό μας σύστημα. Τέτοια αντίγονα, λ.χ., προέρχονται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής μας με την εισβολή στο σώμα μας χιλιάδων νέων χημικών μορίων τα οποία είτε αναπνέουμε, είτε εκτιθέμεθα σε αυτά, είτε τα προσλαμβάνουμε με την τροφή.


Οι περισσότερες ασθένειες δεν οφείλονται σε μια μετάλλαξη ενός γονιδίου. Είναι περίπλοκες καθώς εμπλέκονται πολλά γονίδια, αλλά και το περιβάλλον, όπως λ.χ. στο άσθμα, στον διαβήτη, στη νόσο Αλτσχάιμερ κ.α. Σε τέτοιες ασθένειες φαίνεται ότι λίγοι πολυμορφισμοί έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην παθογένεση. Γι’ αυτό έχει αρχίσει η ανάλυση ολόκληρου ή μεγάλου μέρους του γονιδιώματος επιβαρημένων οικογενειών για τον εντοπισμό περιοχών του DNA και την αποκάλυψη μοριακών μαρτύρων που συνδέονται με μια τέτοια ασθένεια. Για το άσθμα, λ.χ., έχουν αλληλουχηθεί 11 γονιδιώματα και βρέθηκαν τέτοιες περιοχές που φέρουν γονίδια με τις ισχυρότερες επιπτώσεις. Πρόσφατα αποκαλύφθηκαν τέσσερα νέα γονίδια προδιάθεσης στο άσθμα, τα DPP10, GPRA, PHF11, και ADAM33 που βρίσκονται στο 2ο, 7ο, 13ο και 20ό χρωμόσωμα αντίστοιχα.


Το τοπίο όμως εξακολουθεί να μην είναι καλά ορατό καθώς έχουν ταυτοποιηθεί – όπως λ.χ. οι γενετικοί τόποι MHC του 6ου χρωμοσώματος – περιοχές που συμμετέχουν εκτός από το άσθμα και σε άλλες ασθένειες, όπως λ.χ. στα αυτοάνοσα, στον διαβήτη I, στην πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας και στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. H αλληλούχηση επίσης τριών άλλων γονιδιωμάτων για τη μελέτη της ατοπικής δερματίτιδας αποκάλυψε τέσσερις άλλες περιοχές ανεξάρτητες εκείνων για το άσθμα, το οποίο φαίνεται ότι ελέγχεται από διαφορετικά γονίδια και όχι από ένα κοινό ατοπικό υπόβαθρο. Οι γενετικές περιοχές όμως της ατοπικής δερματίτιδας συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με περιοχές οι οποίες φέρουν γονίδια για την προδιάθεση στην ψωρίαση και στη λέπρα. Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν ότι συγκεκριμένα γονίδια ή οικογένειες γονιδίων έχουν γενικές επιπτώσεις στις ανοσολογικές αντιδράσεις του δέρματος, με τους γενετικούς πολυμορφισμούς να είναι σημαντικοί.


Οι σχετικές αυτές γνώσεις δεν είναι όμως επαρκείς και ο πολιτισμός μας έχει και το κόστος του νέου τρόπου ζωής, γι’ αυτό φαντάζει πήλινος γίγαντας μπροστά στην αγωνία μιας πανδημίας, λ.χ. από τη γρίπη των πτηνών που έχει θέσει τον πλανήτη σε συναγερμό, χωρίς όμως να διαθέτουμε και τα κατάλληλα όπλα. H αυξανόμενη λοιπόν ζοφερή κατάσταση απέναντι στις ανθεκτικές λοιμώξεις και στις αλλεργίες ίσως μας συνετίσει και αντιληφθούμε γρηγορότερα πώς πρέπει να γίνεται η σωστή διαχείριση της υγείας μας και συνακόλουθα του σύγχρονου πολιτισμού μας διότι από μόνη της η ανοσογενετική γνώση δεν επαρκεί επί του παρόντος.


Ο κ. Στ. N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.