«Τίποτε στη Βιολογία δεν έχει νόημα χωρίς το φως της εξέλιξης» έγραφε ο Ντομπζάσκι, ο μεγαλύτερος γενετιστής της Εξέλιξης του περασμένου αιώνα. Η ολιστική αυτή αντίληψη θυσιάζεται ωστόσο πολλές φορές στον βωμό της στενά εξειδικευμένης γνώσης. Η κατάκτηση όμως της σφαιρικής βιολογικής γνώσης προσεγγίζεται μέσα από την κατάλληλη ερευνητική πυξίδα ξενάγησης στο εξελικτικό δέντρο της ζωής – για να μη φαντάζει ένα σύγχρονο σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα ανώδυνο ως προς την εφαρμογή του στα μάτια του αναγωγιστή και επικίνδυνο στο βλέμμα του ολιστή· για να μη μυθοποιείται από τους πρώτους και να εξορκίζεται από τους δεύτερους· για να είμαστε σε θέση να μεταποιούμε τη θαυμάσια μοριακή γνώση σε χρήσιμη κατάκτηση του ανθρώπου, διασφαλίζοντας και την «άδεια» της φύσης.



Στον δύσβατο προς την κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας δρόμο υπάρχουν αναμφίβολα πολλά εμπόδια, παρ’ όλα αυτά η ερευνητική σκαπάνη έχει αποκαλύψει ήδη θαυμάσια ευρήματα. Το συναρπαστικό αυτό ταξίδι αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την ξενάγησή μας και στον θαυμαστό κόσμο του φύλου που άρχισε να κάνει την παρουσία του πριν από περίπου 0,9 δισεκατομμύρια χρόνια. Ας πιάσουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Υστερα λοιπόν από την προέλευση του πρωτοκυττάρου, της καθιέρωσης της φωτοσύνθεσης και του ευκαρυωτικού κυττάρου η εξέλιξη της ζωής προχώρησε σε μονοκυτταρικό επίπεδο για περίπου 0,6 δισεκατομμύρια χρόνια, αναπτύσσοντας μεγάλο αριθμό προσαρμοστικών συνηθειών που μορφοποίησαν τους μηχανισμούς της μίτωσης, της διαίρεσης δηλαδή του πυρήνα, της μείωσης – της δημιουργίας δηλαδή γεννητικών κυττάρων που συμμετέχουν στην αναπαραγωγή – και συνάμα της εξέλιξης του φυλετικού κύκλου που έγινε ταυτόχρονα με την τελειοποίηση του μιτωτικού κύκλου. Εκτιμάται ότι η μίτωση και η μείωση υπήρχαν σε μικροοργανισμούς, πιθανόν σε φύκη, πριν από περίπου 0,9 δισεκατομμύρια χρόνια.


Για ποιους λόγους όμως θεωρήθηκε σωστή επιλογή της φύσης η καθιέρωση της μίτωσης, της μείωσης και του φύλου; Με τη μίτωση επιτυγχάνεται μέσα από τη διαίρεση του πυρήνα μια ακριβοδίκαιη κατανομή του γενετικού υλικού στα θυγατρικά κύτταρα τα οποία γίνονται με αυτόν τον τρόπο γενετικά ισορροπημένα και μπορούν να επιβιώσουν συνεχίζοντας τη «σκυτάλη» της ζωής. Με τη μείωση μειώνεται ακριβοδίκαια πάλι το γενετικό υλικό σε κάθε αναπαραγωγικό κύτταρο που ανάλογα με το φύλο θα αναπτυχθεί σε ωάριο ή σπερματοζωάριο, έχοντας το μισό γενετικό υλικό, ώστε μετά τη γονιμοποίηση να επανορθώνεται η ποσότητά του και να συνεχίζεται η ζωή· διαφορετικά θα διπλασιαζόταν το γενετικό υλικό με κάθε γονιμοποίηση και βέβαια θα προέκυπτε αμέσως πρόβλημα γενετικής ισορροπίας και συνακόλουθης κατάρρευσης της ζωής.


Η σημαντικότητα του φύλου προβάλλεται αναμφίβολα στα σημαντικά προσαρμοστικά πλεονεκτήματά του τα οποία το επέβαλαν και άλλαξαν τον ζωντανό κόσμο. Αλλωστε ο καθένας μπορεί να σκεφτεί ότι χωρίς την παμπάλαιη προέλευση του φύλου δεν θα υπήρχαν σήμερα αγόρια και κορίτσια, άνδρες και γυναίκες, αλλά ούτε αμαζόνες και κένταυροι δεν θα υπήρχαμε, και αυτό θα ήταν τραγικό.


Οπως όμως συνήθως συμβαίνει, έτσι και ως προς τη συμβολή του φύλου στην επιτάχυνση της εξελικτικής διαδικασίας αναπτύχθηκαν δύο κύριες διαφορετικές απόψεις. Μια λογική άποψη είναι ότι ο συνδυασμός επωφελών μεταλλάξεων μπορεί να επιτευχθεί σε πολύ λιγότερες γενιές στους φυλετικά αναπαραγόμενους οργανισμούς παρά στους ασεξουαλικούς (που δεν έχουν φύλο). Εξάλλου στους προκαρυωτικούς και σε μερικούς ευκαρυωτικούς οργανισμούς η ανταλλαγή γενετικού υλικού μέσα από τον ανασυνδυασμό των γονιδιακών παραλλαγών δεν γίνεται κατά κανέναν τρόπο σε κάθε γενιά, γεγονός που δεν ισχύει στους φυλετικά αναπαραγόμενους οργανισμούς. Η ανταλλαγή αυτή του γενετικού υλικού εξοπλίζει τον πληθυσμό με νέους ανιχνευτές εξερεύνησης νέων οικολογικών φωλιών, ισχυροποιώντας την προσαρμοστική μηχανή με τη δυνατότητα επιτυχούς αντιμετώπισης περιβαλλοντικών αλλαγών που διαφορετικά θα προκαλούσαν θνησιμότητα πολύ πιο εύκολα.


Η άλλη άποψη για την προσαρμοστική αξία του φύλου αντικρούει το πλεονέκτημα της σεξουαλικής αναπαραγωγής που προαναφέραμε, με το επιχείρημα ότι ένας καλά προσαρμοσμένος οργανισμός για να παραγάγει απογόνους καλά επίσης προσαρμοσμένους στο περιβάλλον πρέπει να πληρώσει ένα 50% κόστος αναπαραγωγής – και τούτο γιατί ο κάθε γονιός συνεισφέρει το 50% του γενετικού υλικού. Αν λοιπόν ο ένας είναι άριστα προσαρμοσμένος και ο άλλος όχι, τότε ο τελευταίος θα υποβαθμίσει ως 50% την προσαρμοστικότητα των απογόνων, καθώς κάποιοι νέοι γενετικοί συνδυασμοί – άτομα στον πληθυσμό θα έχουν χαμηλότερη αναπαραγωγική καταλληλότητα και θα απομακρυνθούν από τη φυσική επιλογή.


Παρ’ όλο λοιπόν που ο ρόλος του φύλου στην εξέλιξη απασχολεί τους επιστήμονες από την εποχή του Δαρβίνου, η προαναφερθείσα διαμάχη υποδηλώνει ότι έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε, αν και θα μπορούσαμε να τη ζυγίσουμε και να υποστηρίξουμε πως επειδή το περιβάλλον αλλάζει απαιτούνται συνεχώς νέοι ανιχνευτές που μόνο το φύλο μπορεί να δώσει πιο γοργά. Η σημασία του λοιπόν στην εξελικτική πορεία είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλωστε η φύση επιστρατεύει τη δράση της φυσικής επιλογής ως το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας χωρίς να «ενδιαφέρεται» για τη μακροβιότητα. Πέραν τούτου η σεξουαλική αναπαραγωγή συναντάται κυρίως στους μικροοργανισμούς, γεγονός που ενδυναμώνει τη σημασία του φύλου, καθώς συνδυάζει την παρουσία του με τους εξελικτικά ανώτερους οργανισμούς. Η φύση βέβαια δεν κινείται από το ένα άκρο στο άλλο. Γι’ αυτό υπάρχουν και πολλές ενδιάμεσες μορφές αναπαραγωγής, όλες αποτέλεσμα προσαρμογής, όπως ο ερμαφροδιτισμός στα ασπόνδυλα όπου το ίδιο άτομο είναι αρσενικό και θηλυκό, η σταυρογονιμοποίηση ή αυτογονιμοποίηση ή και τα δύο στα φυτά, η παρθενογένεση στις μέλισσες κ.ά.


Μπορεί λοιπόν η φύση να «αποφάσισε», με τεράστιο βέβαια πάλι γενετικό τίμημα, ότι «το φύλο είναι καλό», ο άνθρωπος όμως το εξυμνεί και το τραγουδά, καθώς η μισή ζωή του είναι το άλλο φύλο. Το τίμημα πάλι και εδώ δεν είναι μικρό, καθώς έγιναν πολλές «δοκιμές» επικράτησης μητριαρχικών ή πατριαρχικών οικογενειών ώσπου να ισορροπήσει η πολιτισμένη αντίληψη περί της ισότητας των δύο φύλων. Και τούτο γιατί μπορεί στις πανάρχαιες μητριαρχικές κοινωνίες να είχε «κακοποιηθεί» ο άνδρας, η γυναίκα όμως πέρασε μακρύ και δύσβατο δρόμο από την εποχή του (res) rei, όπου εθεωρείτο δηλαδή «πράγμα», ως το φεμινιστικό κίνημα που αντανακλά και τον σύγχρονο πολιτισμό μας. Γι’ αυτό το χειροκρότημα ανήκει και στα δύο φύλα.


Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών