Προβληματιζόμαστε σήμερα, περισσότερο από ποτέ, με την εισβολή ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Φοβόμαστε για τις απρόσκλητες «γλωσσικές μεταλλάξεις» που απειλούν το λεξιλόγιό μας και την κουλτούρα μας. Ατέρμονες συζητήσεις και γλωσσικές επαναστάσεις (ορεστειακά, δημοτικισμός κ.ά.) σηματοδοτούν την πορεία της ελληνικής γλώσσας, η γραφή της οποίας όμως και το αλφάβητό της χρησιμοποιούνται 3.000 χρόνια. Μια εξελικτική δυναμική, όπως και για κάθε γλώσσα, απαραίτητη τόσο για την επιβίωσή της όσο και για την αποτελεσματικότητά της.


H εξελικτική λοιπόν όσον αφορά την προέλευση της γλώσσας στην προηγούμενη επικοινωνία μας έθεσε κάποιες υποστηρικτικές βάσεις, της άποψης ότι η γλώσσα θεωρείται ένα σύστημα που παραλληλίζεται με έναν ζωντανό οργανισμό, με ένα βιολογικό είδος που μεταλλάσσεται επιτυχώς για να επιβιώσει. Διαφορετικά πεθαίνει, αφανίζεται. H επιτυχής βέβαια «γλωσσική μετάλλαξη» εκπορεύεται από την ανάλογη κουλτούρα και παιδεία, από τη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που προβάλλονται στο υπαρκτό επίπεδο του ευρωπαίου πολίτη και του πολίτη του κόσμου.


Μέσα στο μεγάλο λοιπόν εξελικτικό οδοιπορικό της ζωής εκατοντάδες εκατομμυρίων χρόνων εξέλιξης έχουν δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιολογικά είδη με εγκεφάλους και δεκάδες χιλιάδες με σύνθετη συμπεριφορά, με αντιληπτικές και μαθησιακές ικανότητες. Ενα όμως από αυτά διερωτάται για τη θέση του στον κόσμο και έχει αυτογνωσία επειδή εξελίχθηκε να έχει αυτή την ικανότητα. Ενα επίσης μόνο από αυτά «ρητορεύει» μετατρέποντας τις εγκεφαλικές του διεργασίες, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του σε ελκυστικό ή αποκρουστικό προφορικό λόγο.


Γι’ αυτό η βαθύτερη κατανόηση της γλωσσικής μας εξέλιξης παραπέμπεται περισσότερο στην ιδιομορφία του εγκεφάλου μας, ο οποίος φαίνεται να συνεξελίχθηκε με τη μοναδική γλωσσική μας ικανότητα. H διαδικασία αυτή της συνεξέλιξης μέσα από τη δύναμη της φυσικής επιλογής είναι μια άποψη που φαίνεται πιο πειστική καθώς ερμηνεύει πολλά για τη βιολογική μας αυτογνωσία και για την επικοινωνιακή μας εν γένει συμπεριφορά. Αλλωστε σχετικές μελέτες ισχυροποιούν όλο και περισσότερο τη σημασία ορισμένων περιοχών του εγκεφάλου ως προς τον έλεγχο της γλωσσικής ικανότητας. Οι περιοχές λ.χ. Broka και Wernicke επηρεάζουν το λεξιλόγιο, την άρθρωση και ορισμένα στοιχεία της γραμματικής. Ανάλογες περιοχές επηρεάζουν τη μνήμη, με την αμνησία λ.χ. ύστερα από τραυματισμό να περιορίζεται σε ορισμένα «ταξινομημένα» ονόματα, όπως τα ονόματα των λουλουδιών κτλ.


H σχετική επίσης πρόοδος των νευροεπιστημών και της γενετικής ρίχνει περισσότερο φως στον εγκέφαλο και άρχισαν να «διακρίνονται» τα λεγόμενα νευρωνικά δίκτυα, αποτέλεσμα συνδέσεων-συνάψεων των νευρώνων, των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου. Τα δίκτυα αυτά, που δημιουργούνται από τις τετράκις εκατομμύρια συνάψεις μεταξύ των 100 δισεκατομμυρίων νευρώνων του εγκεφάλου μας, επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας, τις ικανότητές μας, τη μνήμη και μάθησή μας, τα συναισθήματα, την προσωπικότητά μας μέσα από μια συνεχή διαδικασία διαλεκτικής σχέσης της φύσης με τη μάθηση.


Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να κινείται και η διαμόρφωση της γλώσσας. H θέση αυτή ενισχύεται από τις απόψεις του γλωσσολόγου Chomsky, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι γραμματικές είναι παραλλαγές μιας παγκόσμιας γραμματικής, με τον εγκέφαλο του κάθε ανθρώπου να χτίζει τη γλώσσα που μαθαίνει καθώς προδιαθέτει τη σχετική γενετική δυνατότητα.


Παρά τις προαναφερθείσες απόψεις, το ερώτημα αν η εξέλιξη της ευφυΐας του ανθρώπου συμπαρέσυρε και τη γλωσσική ικανότητά του ή η εξέλιξη αυτού καθαυτού του εξειδικευμένου γλωσσικού οργάνου ήταν η καθοδηγούσα σχετική δυναμική δεν έχει συναντήσει ακόμη μια διακριτή απάντηση. Μια συνδυαστική προσέγγιση στο επίπεδο της συνεξέλιξης φωτίζει περισσότερο το περίπλοκο σε κανόνες και στοιχεία θέμα της μάθησης. Και τούτο διότι είναι γενικά περισσότερο αποδεκτό ότι η γλώσσα εμφανίστηκε ως πρωτογλώσσα σε απόμακρους προγόνους μας, αναπτύχθηκε σταδιακά στη γλώσσα που μιλάει σήμερα ο άνθρωπος και, όπως ο οργανισμός μας, η συμπεριφορά μας, ο πολιτισμός μας και η τεχνολογία μας, θα συνεχίσει να εξελίσσεται.


Εξάλλου μελέτες επάνω σε μια μερικώς αναδομημένη αρχαία γλώσσα την οποία μιλούσαν κάπου 6.000-7.000 χρόνια πριν, υποστηρίζουν την άποψη ότι υπάρχουν οικογένειες γλωσσών που πάνε πολύ πίσω στο παρελθόν. Οι καλούμενες γλωσσοχρονολογικές και λεξικοστατιστικές προσεγγίσεις διευκολύνουν την απόσταξη γενικών εκτιμήσεων για το πότε ένα συγκεκριμένο ζευγάρι γλωσσών διαχωρίστηκε. Τέτοιες μελέτες λ.χ. οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι όλες οι αφρικανικές γλώσσες εμπίπτουν σε τέσσερις μόνο αρχικές γλωσσικές ομάδες-οικογένειες.


Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις, υπάρχουν ωστόσο σοβαρές ενδείξεις για το ότι όλες οι γλώσσες του ανθρώπου προέρχονται από έναν απλό πρόγονο του «πρωτόκοσμου» ο οποίος θα μπορούσε να μιλάει μερικές δεκάδες ή χιλιάδες χρόνια πριν (λιγότερο από 100.000 ή 200.000 χρόνια λ.χ.). Από αυτή την πρωτογλώσσα θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν αρκετές λέξεις. Και αν μια τέτοια προσέγγιση αποβεί επιτυχής, τότε μπορεί να εκτιμηθεί και ο χρόνος εμφάνισης της «μοντέρνας» γλώσσας του ανθρώπου που φαίνεται να οριοθετείται μαζί με την έκρηξη των πολιτιστικών κατορθωμάτων του Homo Sapiens κοντά στην έναρξη της ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής, όταν εμφανίστηκαν η ζωγραφική, η γλυπτική, η χαρακτική και η κατασκευή λεπτών-οστέινων εργαλείων.


Γενετικές μελέτες έχουν προσφέρει συναρπαστικά αποτελέσματα εστιαζόμενες στην εξέλιξη του Y χρωμοσώματος, που χαρακτηρίζει το αρσενικό φύλο, και του μιτοχονδριακού DNA, που χαρακτηρίζει το θηλυκό. H προσέγγιση αυτή επιτρέπει την ιχνοθέτηση της εξελικτικής πορείας όλων των ανθρώπων προβάλλοντάς την πίσω στον χρόνο σε έναν «Αδάμ» και μια «Εύα». Οι χρονολογικές εκτιμήσεις των «πρωτοπλάστων», παρά το ότι δεν είναι πολύ ακριβείς, προσεγγίζουν ωστόσο μια χρονική περίοδο που τοποθετείται νωρίτερα από την ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή κατά την οποία φαίνεται να έγινε η πρώτη πολιτιστική έκρηξη.


Τέτοιες γενετικές μελέτες σε συνδυασμό με άλλες που αφορούν π.χ. τη φυσική ανθρωπολογία (μελέτη λ.χ. των δοντιών) μπορούν να δώσουν πλούσιες πληροφορίες για τις πρώιμες ανθρώπινες γενεαλογικές γραμμές στη βάση του «Αδάμ» και της «Εύας». Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να συσχετισθεί με αντίστοιχες γλωσσολογικές μελέτες. Και παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη τέτοια αντιστοίχιση μεταξύ της γενετικής κληρονομιάς και της γλώσσας, υπάρχουν συσχετίσεις που είναι σημαντικό να εξερευνηθούν.


Ακόμη όμως και αν αφήσουμε την εν λόγω εξερεύνηση του παρελθόντος, το παρόν, η συναρπαστική εποχή που βιώνουμε, καλλιεργεί έναν συνεχή εμπλουτισμό της γλώσσας κάθε χώρας που αναπτύσσεται μέσα στο «θερμοκήπιο» του τεχνολογικού πολιτισμού και της συνεχούς νεωτερικότητας. Αυτός όμως ο «κήπος της Εδέμ» φιλοξενεί και παράσιτα («έπεα πτερόεντα») που δεν πρέπει να παρεισφρούν στην «πολιτιστική σοδειά». Μια ευθύνη και ατομική και συλλογική.


Ο κ. Στ. N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.