Τον Δεκέμβριο του 1993 έγινε στη Σορβόννη, υπό την αιγίδα της Academie Universelle des Cultures, ένα συνέδριο για την έννοια της διεθνούς επέμβασης.


Συμμετείχαν σε αυτό νομομαθείς, πολιτειολόγοι, στρατιωτικοί, πολιτικοί αλλά και φιλόσοφοι και ιστορικοί όπως ο Πολ Ρικέρ, ο Ζακ Λεγκόφ, γιατροί χωρίς σύνορα, όπως ο Μπερνάρ Κουσνέρ, εκπρόσωποι μειονοτήτων που υπέστησαν διωγμό, όπως ο Ελί Βιζέλ, ο Αριέλ Ντόρφμαν, η Τόνι Μόρισον, θύματα καταστολής διαφόρων δικτατόρων όπως ο Λέσεκ Κολακόφσκι, ο Μπρόνισλαβ Γκέρεμεκ και ο Χόρχε Σεμπρούν, άνθρωποι που ο πόλεμος δεν τους αρέσει, που δεν τους άρεσε ποτέ και που δεν θα ήθελαν να τον ξαναζήσουν.


Ολοι μας αποφεύγαμε να χρησιμοποιήσουμε λέξεις όπως «επέμβαση» (και το Σαγούνδον ήταν μια επέμβαση που επέτρεψε στους Ρωμαίους να ξεκάνουν τους Καρχηδονίους) και προτιμούσαμε να μιλούμε για βοήθεια και «διεθνή δράση». Καθαρή υποκρισία; Οχι, οι Ρωμαίοι που επεμβαίνουν υπέρ του Σαγούνδου είναι Ρωμαίοι και τίποτε άλλο.


Σε εκείνο το συνέδριο αντιθέτως γινόταν λόγος για διεθνή κοινότητα, για μια ομάδα χωρών που πιστεύουν ότι η κατάσταση σε ένα συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη έχει φθάσει στο απροχώρητο και αποφασίζουν να επέμβουν και να θέσουν τέρμα σε αυτό που η συλλογική συνείδηση θεωρεί έγκλημα.


Ποιες όμως χώρες αποτελούν τμήμα της διεθνούς κοινότητας και ποια είναι τα όρια της συλλογικής συνείδησης; Σε κάθε πολιτισμό το να σκοτώνεις είναι κακό, αλλά μόνο εντός ορισμένων ορίων. Εμείς, οι Ευρωπαίοι και χριστιανοί, αποδεχόμαστε, για παράδειγμα, τον φόνο σε νόμιμη άμυνα, οι αρχαίοι κάτοικοι της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής όμως αποδέχονταν την ιεροτελεστία της ανθρωποθυσίας ενώ οι σημερινοί κάτοικοι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποδέχονται τη θανατική ποινή.


Ενα από τα συμπεράσματα εκείνου τους ταραχώδους συνεδρίου ήταν ότι, όπως συμβαίνει και στη χειρουργική, επεμβαίνω σημαίνει δρω αποφασιστικώς για να τερματίσω ή να εξαφανίσω ένα κακό. Η χειρουργική επιζητεί το καλό, οι μέθοδοί της όμως είναι βίαιες.


Είναι όμως επιτρεπτή μια διεθνής χειρουργική; Ολες οι σύγχρονες πολιτικές φιλοσοφίες λένε ότι για να αποφύγουμε τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, το κράτος θα πρέπει να ασκήσει κάποια βία στα άτομα. Αυτά όμως τα άτομα έχουν υπογράψει ένα κοινωνικό συμβόλαιο.


Τι συμβαίνει ανάμεσα στις χώρες που δεν έχουν υπογράψει κοινό συμβόλαιο; Συνήθως μια κοινότητα που θεωρεί ότι είναι θεματοφύλακας ευρέως διαδεδομένων αξιών (ας πούμε οι δημοκρατικές χώρες) ορίζει τα όρια αυτού που η ίδια θεωρεί μη ανεκτό. Δεν είναι ανεκτό να καταδικάζονται άνθρωποι σε θάνατο για αδικήματα που αφορούν τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Δεν είναι ανεκτή η γενοκτονία. Γι’ αυτό και αποφασίζουμε να υπερασπιστούμε εκείνους που υποφέρουν στα όρια του μη ανεκτού.


Ας γίνει όμως σαφές ότι αυτό το μη ανεκτό είναι μη ανεκτό για μας, όχι για εκείνους. Ποιοι είμαστε εμείς; Οι χριστιανοί; Οχι αναγκαστικώς, χριστιανοί ευυπόληπτοι, παρ’ ότι μη καθολικοί, είναι και αυτοί που υποστηρίζουν τον Μιλόσεβιτς. Το ωραίο είναι ότι αυτό το εμείς (ακόμη και αν ορίζεται από ένα σύμφωνο, όπως αυτό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας) είναι ένα εμείς αόριστο. Είναι μια κοινότητα που αναγνωρίζει τον εαυτό της σε ορισμένες αξίες. Οταν λοιπόν αποφασίζουμε να επέμβουμε με βάση τις αξίες μιας κοινότητας, βάζουμε ένα στοίχημα: ότι οι δικές μας αξίες, ότι η δική μας αίσθηση των ορίων μεταξύ ανεκτού και μη ανεκτού είναι σωστά. Πρόκειται για ένα ιστορικό στοίχημα όχι διαφορετικό από αυτό που νομιμοποιεί τις επαναστάσεις ή τους τυραννοκτόνους: ποιος μου λέει ότι εγώ έχω δικαίωμα να ασκώ βία (ποια βία και πότε) για να αποκαταστήσω τη δικαιοσύνη που έχει παραβιαστεί;


Δεν υπάρχει τίποτε που να νομιμοποιεί μια επανάσταση, απλώς εκείνος που συμμετέχει σε αυτή πιστεύει, στοιχηματίζει ότι αυτό που κάνει είναι σωστό. Δεν ισχύει κάτι διαφορετικό στην περίπτωση που λαμβάνεται απόφαση για μια διεθνή επέμβαση.


Αυτή είναι η κατάσταση που εξηγεί την αγωνία που νιώθουμε όλοι αυτές τις ημέρες. Υπάρχει ένα τρομερό κακό στο οποίο πρέπει να εναντιωθούμε (η εθνοκάθαρση): Είναι η πολεμική παρέμβαση νόμιμη ή όχι; Πρέπει να γίνει πόλεμος για να αποτραπεί μια αδικία; Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη ναι. Και σύμφωνα με τη φιλανθρωπία; Και πάλι ναι. Και πάλι μας τίθεται το πρόβλημα του στοιχήματος: Αν με ελάχιστη βία μπορώ να σταματήσω μια τεράστια αδικία θα έχω ενεργήσει με ευσπλαχνία όπως κάνει ο αστυνομικός που πυροβολεί τον τρελό δολοφόνο για να σώσει τη ζωή πολλών αθώων.


Το στοίχημα είναι διπλό. Από τη μια πλευρά στοιχηματίζουμε ότι αυτό που θέλουμε να καταστείλουμε είναι κάτι παγκοσμίως μη ανεκτό (και τόσο το χειρότερο για όποιον δεν το καταλαβαίνει). Από την άλλη πλευρά στοιχηματίζουμε ότι η βία που δικαιολογούμε θα έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέψει χειρότερη βία.


Είναι δύο προβλήματα εντελώς διαφορετικά. Θα προσπαθήσω να θεωρήσω ως δεδομένο το πρώτο, που δεν είναι δεδομένο, αλλά θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όλους ότι αυτό δεν είναι μια διατριβή περί ηθικής αλλά ένα άρθρο εφημερίδας που περιορίζεται από τις απαιτήσεις του χώρου και της αντιληπτότητας. Με άλλα λόγια, το πρώτο πρόβλημα είναι τόσο σοβαρό, τόσο αγωνιώδες, που δεν μπορεί, μάλλον δεν θα έπρεπε, να αναπτύσσεται στις εφημερίδες. Ας πούμε λοιπόν ότι είναι δίκαιο, προκειμένου να αποτρέψουμε ένα έγκλημα όπως η εθνοκάθαρση (προάγγελος άλλων εγκλημάτων και θηριωδιών που γνώρισε ο αιώνας μας), να καταφύγουμε στη βία.


Το δεύτερο όμως ζήτημα είναι αν η μορφή της βίας που ασκούμε μπορεί πραγματικά να αποτρέψει χειρότερη βία. Εδώ δεν βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με ένα ηθικό αλλά με ένα τεχνικό πρόβλημα το οποίο έχει μια ηθική συνέπεια: Αν η αδικία στην οποία υποτάσσομαι δεν αποτρέπει τη χειρότερη βία, τότε είναι νόμιμο να την χρησιμοποιώ;


Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει μια συζήτηση για τη χρησιμότητα του πολέμου, με την έννοια του πολεμικού πολέμου, του παραδοσιακού πολέμου, που έχει στόχο την απόλυτη εκμηδένιση του εχθρού και την επικράτηση του νικητή. Η συζήτηση για το πόσο άχρηστος είναι ο πόλεμος είναι δύσκολο να γίνει γιατί όποιος την κάνει φαίνεται σαν να μιλά υπέρ της αδικίας που ο πόλεμος προσπαθεί να διορθώσει. Αυτός όμως είναι ψυχολογικός εκβιασμός. Αν κάποιος, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι όλα τα δεινά της Σερβίας οφείλονται στη δικτατορία του Μιλόσεβιτς και ότι αν οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης είχαν καταφέρει να σκοτώσουν τον Μιλόσεβιτς το ζήτημα θα είχε λυθεί σε μια μέρα, αυτός ο κάποιος θα επέκρινε τον πόλεμο ως χρήσιμο μέσο για να λυθεί το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου, όμως δεν θα ήταν υπέρ του Μιλόσεβιτς.


Είστε σύμφωνοι; Γιατί κανένας δεν υιοθετεί αυτή την άποψη; Για δύο λόγους.


Πρώτον, γιατί οι μυστικές υπηρεσίες όλου του κόσμου είναι εξ ορισμού ανεπαρκείς, δεν κατάφεραν να σκοτώσουν ούτε τον Σαντάμ ούτε τον Κάστρο και είναι ντροπή να θεωρείται ακόμη σωστό να σπαταλιέται δημόσιο χρήμα για αυτές. Δεύτερον, γιατί δεν είναι καθόλου αλήθεια ότι αυτό που κάνουν οι Σέρβοι οφείλεται στην τρέλα ενός δικτάτορα αλλά εκπηγάζει από προαιώνιο εθνικιστικό μίσος στο οποίο εμπλέκονται και άλλα βαλκανικά έθνη, γεγονός που καθιστά το πρόβλημα ακόμη πιο δραματικό.


Ας επανέλθουμε λοιπόν στη συζήτηση για τη χρησιμότητα του πολέμου. Ποιος ήταν ανά τους αιώνες ο σκοπός αυτού που ορίζουμε ως «παλαιοπόλεμο»; Η κατατρόπωση του εχθρού με σκοπό να έχουμε ωφέλειες από την ήττα του. Αυτό επέβαλλε τρεις προϋποθέσεις: Οτι ο εχθρός δεν έπρεπε να γνωρίζει ούτε τον αριθμό των δυνάμεών μας ούτε τις προθέσεις μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να τον αιφνιδιάσουμε. Οτι θα έπρεπε να υπάρχει μεγάλη αλληλεγγύη στο εσωτερικό μέτωπο. Και ότι όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να καταστρέψουν τον εχθρό. Γι’ αυτό τον λόγο στον παλαιοπόλεμο (συμπεριλαμβανομένου και του Ψυχρού Πολέμου) τσάκιζαν όσους αποκάλυπταν πληροφορίες στο στρατόπεδο του εχθρού (εκτέλεση της Μάτα Χάρι, θάνατος του ζεύγους Ρόζενμπεργκ στην ηλεκτρική καρέκλα), ενώ απαγορευόταν η προπαγάνδα του εχθρού (φυλακίζονταν όσοι άκουγαν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου, ο Μακάρθι καταδίκαζε τους φιλοκομμουνιστές του Χόλιγουντ) και τιμωρούνταν όσοι δρούσαν εναντίον της χώρας τους (απαγχονισμός του Τζον Εϊμερι, ισόβια απομόνωση του Εζρα Πάουντ), γιατί δεν έπρεπε να καταβληθεί το ηθικό των πολιτών. Και, τέλος, δίδασκαν σε όλους ότι ο εχθρός έπρεπε να σκοτωθεί και τα πολεμικά ανακοινωθέντα αγαλλίαζαν όταν οι δυνάμεις του εχθρού εξολοθρεύονταν.


Αυτές οι προϋποθέσεις αμφισβητήθηκαν με τον πρώτο «νεοπόλεμο», τον πόλεμο του Περσικού κόλπου, όπου ακόμη όμως υπάρχουν ασάφειες: απέδιδαν στην ηλιθιότητα των έγχρωμων λαών το ότι δέχονταν τους αμερικανούς δημοσιογράφους στη Βαγδάτη, ίσως από ματαιοδοξία, ίσως από διαφθορά. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον ασάφειες. Η Ιταλία στέλνει αεροσκάφη στη Σερβία αλλά διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, οι τηλεοράσεις του ΝΑΤΟ ενημερώνουν τους Σέρβους κάθε ώρα ποια αεροσκάφη απογειώνονται από τη βάση του Αβιάνο, σέρβοι πράκτορες υποστηρίζουν τις θέσεις της κυβέρνησης του εχθρού στις οθόνες της κρατικής τηλεόρασης, ιταλοί δημοσιογράφοι μεταδίδουν από το Βελιγράδι με την τεχνική υποστήριξη των τοπικών αρχών.


Μα είναι πόλεμος αυτός, με τον εχθρό στο σπίτι που κάνει προπαγάνδα για τους δικούς του; Στον νεοπόλεμο η κάθε πλευρά έχει τον εχθρό στα μετόπισθεν και, δίνοντας συνεχώς τον λόγο στον εχθρό, τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το ηθικό των πολιτών (ενώ ο Κλαούζεβιτς τόνιζε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη είναι η ηθική συνοχή όλων των πολεμιστών).


Από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν φιμώσουν τα μέσα ενημέρωσης, οι σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας δίνουν τη δυνατότητα αδιάκοπης ροής πληροφοριών ­ και δεν ξέρω πότε ο Μιλόσεβιτς θα μπορέσει να απαγορεύσει, αν όχι το Internet, τις ραδιοφωνικές εκπομπές των εχθρικών χωρών.


Το εσωτερικό μέτωπο είναι διαφανές ενώ τα σύνορα είναι αδιαφανή. Οι πράκτορες του Μιλόσεβιτς μιλούν στις εκπομπές των ξένων τηλεοράσεων ενώ στο μέτωπο, όπου οι στρατηγοί άλλων εποχών εξερευνούσαν το πεδίο μάχης με τα κιάλια και ήξεραν ακριβώς πού βρισκόταν ο εχθρός, σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τίποτε. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ ο σκοπός του παλαιοπολέμου ήταν να καταστραφεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του εχθρού, το τυπικό χαρακτηριστικό του νεοπολέμου είναι η προσπάθεια να σκοτωθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι γιατί, αν σκοτωθούν πολλοί, αυτό θα προκαλέσει την αποδοκιμασία των μέσων ενημέρωσης. Στον νεοπόλεμο δεν αγωνιούμε να εξολοθρεύσουμε τον εχθρό γιατί τα μέσα ενημέρωσης μας καθιστούν ευάλωτους απέναντι στον θάνατό του ­ ένα γεγονός που δεν θα είναι πια μακρινό και ασαφές αλλά οπτικώς προφανές. Στον νεοπόλεμο κάθε στρατιά κινείται υπό το λάβαρο της αυτολύπησης. Ο Μιλόσεβιτς βεβαιώνει ότι υπάρχουν φρικτές απώλειες (ο Μουσολίνι θα ντρεπόταν γι’ αυτές) και αρκεί να πέσει νεκρός ένας πιλότος του ΝΑΤΟ για να συγκινηθούν οι πάντες. Στον νεοπόλεμο λοιπόν, στα μάτια της κοινής γνώμης, χάνει εκείνος που σκοτώνει πολλούς. Είναι συνεπώς σωστό στη μεθόριο να μη συγκρούεται κανείς και κανείς να μην ξέρει τίποτε για τον άλλο.


Ουσιαστικά ο νεοπόλεμος διεξάγεται υπό την σημαία της «έξυπνης βόμβας» που θα πρέπει να καταστρέψει τον εχθρό χωρίς να τον σκοτώσει, γι’ αυτό καταλαβαίνουμε τους υπουργούς μας που λένε «εμείς δεν συγκρουόμαστε με τον εχθρό». Το ότι παρ’ όλα αυτά ένα σωρό άνθρωποι πεθαίνουν είναι τεχνικώς άνευ σημασίας. Αντιθέτως, το μειονέκτημα του νεοπολέμου είναι ότι πεθαίνουν άνθρωποι αλλά δεν υπάρχει νικητής.


Μα είναι δυνατόν να μην ξέρει κανείς πώς να διεξαγάγει έναν νεοπόλεμο; Και όμως, κανείς δεν ξέρει. Η ισορροπία της φρίκης είχε προετοιμάσει τους στρατηγούς για ατομικό πόλεμο αλλά όχι για έναν Γ´ Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίο πρέπει να κατασπαραχθεί η Σερβία. Είναι σαν οι καλύτεροι απόφοιτοι του Πολυτεχνείου να ασχολούνταν επί πενήντα χρόνια μόνο με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Θα τους εμπιστευόσαστε σήμερα να χτίσουν μια γέφυρα; Μα, τελικά, το πιο αστείο πράγμα στον νεοπόλεμο δεν είναι ότι δεν υπάρχει σήμερα κανείς αρκετά ηλικιωμένος που να έχει μάθει στο παρελθόν να διεξάγει πόλεμο; ­ και δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να υπάρχει, γιατί ο νεοπόλεμος είναι ένα παιχνίδι όπου εξ ορισμού χάνεις πάντα και γιατί η τεχνολογία που χρησιμοποιείται είναι πολύ πιο σύνθετη από τον εγκέφαλο εκείνων που τη χρησιμοποιούν και γιατί ένας απλός υπολογιστής, όσο ηλίθιος και αν είναι, μπορεί να σχηματίσει πιο πολλά σχέδια από όσες εικόνες μπορεί να σκεφθεί αυτός που τον χρησιμοποιεί…


Θα πρέπει να επέμβουμε εναντίον του εγκλήματος του σερβικού εθνικισμού. Ισως ο πόλεμος είναι ένα όπλο χωρίς αιχμή. Ισως η μόνη ελπίδα είναι η ανθρώπινη απληστία. Αν ο παλαιός πόλεμος είχε ως συνέπεια να πλουτίζουν οι έμποροι όπλων και αυτά τα κέρδη είχαν ως αποτέλεσμα να περνά σε δεύτερη μοίρα η διακοπή ορισμένων εμπορικών συναλλαγών, ο νεοπόλεμος, παρ’ ότι δίνει τη δυνατότητα να ξεπουληθεί ένα πλεόνασμα όπλων προτού αυτά αχρηστευθούν, προκαλεί κρίσεις στις αερομεταφορές, στον τουρισμό, στα ίδια τα μέσα ενημέρωσης (που χάνουν έσοδα από διαφημίσεις) και γενικώς σε όλη η βιομηχανία της κατανάλωσης.


Αν η βιομηχανία όπλων έχει ανάγκη από εντάσεις, η βιομηχανία της κατανάλωσης έχει ανάγκη την ειρήνη. Αργά ή γρήγορα κάποιος ισχυρότερος από τον Κλίντον ή τον Μιλόσεβιτς θα πει «αρκετά». Και οι δύο τότε θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν προκειμένου να σώσουν την κατάσταση. Θλιβερό αλλά τουλάχιστον αληθές.