Ενα σχετικώς σύντομο άρθρο του επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασ. Κόκκινου για την κατάσταση στον χώρο της Δικαιοσύνης και με υπαινιγμούς για κυβερνητικές παρεμβάσεις ήταν η αρχή. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλος αντέδρασε με τον τρόπο του, στη συζήτηση παρενέβη ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Χρ. Σαρτζετάκης και άρχισε η δημοσίευση μακρών κατά κανόνα κειμένων με διατύπωση κατηγοριών και αιτιάσεων. Η συζήτηση έλαβε έκταση στον βαθμό όπου ετέθησαν και θέματα «άσχετα», όπως, λ.χ., η γνωστή «υπόθεση του καλαμποκιού» που είχε καταλήξει στη φυλάκιση του τότε αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών κ. Ν. Αθανασόπουλου, ο οποίος συνέβη να είναι και αντεισαγγελεύς στη Θεσσαλονίκη όταν ο κ. Σαρτζετάκης ήταν ανακριτής στην πολύκροτη υπόθεση Λαμπράκη


Ετσι, με αφορμή ένα άρθρο, μέσα από τα κείμενα, κατά χρονολογική σειρά, των κκ. Β. Κόκκινου, Ευ. Γιαννόπουλου, Χρ. Σαρτζετάκη, Ν. Αθανασόπουλου, ο αναγνώστης είχε την ευκαιρία να ψηλαφήσει όχι μόνον όψεις της σύγχρονης πολιτικής ζωής, αλλά και να βρεθεί εμπρός σε πρωτογενές ιστορικό υλικό, όπως αυτό προκύπτει από μαρτυρίες προσώπων (ως τινές τουλάχιστον των προαναφερθέντων) τα οποία πρωταγωνίστησαν σε μιαν εντελώς ταραχώδη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας.


Οι αφηγήσεις, λ.χ. (σε σημερινό κείμενο), του κ. Χρ. Σαρτζετάκη για την περιώνυμη «συμμορία της καρφίτσας» είναι μεν γλαφυρές (με το γνωστό ύφος τού τότε ανακριτή), αλλά και προσφέρουν προδήλως ενδιαφέρον υλικό για τον ιστορικό του μέλλοντος.


Περαιτέρω το ούτω προκύπτον ιστορικό υλικό δεν έχει τη μονοτονία μαρτυριών για γεγονότα που απέχουν πλέον αρκετές δεκαετίες, διότι διανθίζεται με προσωπικές αντεγκλήσεις που καθιστούν «αναγνωσματικές» τις τωρινές γραπτές μαρτυρίες. Παρά δε τις εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις (που συνεχίζονται και σήμερα), ο εν λόγω Διάλογος προφανώς τερματίζεται με τα σημερινά κείμενα, καθώς πρώτος ο κ. Χρ. Σαρτζετάκης δηλώνει αυτή την πρόθεσή του, ο δε υπουργός της Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλος (υπόψη του οποίου «Το Βήμα» έθεσε και το συγκεκριμένο κείμενο του πρώην ΠτΔ) δηλώνει ότι με τη σημερινή απάντησή του στον κ. Σαρτζετάκη τελειώνει ο δημόσιος Διάλογος ­ επιφυλάσσεται ο κ. Γιαννόπουλος να απαντήσει στον κ. Σαρτζετάκη εκτενώς μέσα από βιβλίο το οποίο θα εκδώσει προσεχώς.


Οπωσδήποτε σήμερα «Το Βήμα» δημοσιεύει τέσσερα κείμενα:


* Πρώτον, απάντηση του κ. Σαρτζετάκη προς τον κ. Γιαννόπουλο, τον οποίο κατηγορεί μεταξύ άλλων ότι «μετέρχεται ψεύδη και επιδίδεται εις διαστροφάς».


* Δεύτερον, κείμενο του πρώην βουλευτή του ΠαΣοΚ και αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών κ. Ν. Αθανασόπουλου, ο οποίος επικρίνει τον κ. Γιαννόπουλο για «παρεμπίπτον θέμα», το ζήτημα της «υποθέσεως καλαμπόκι». Ο πρώην υπουργός (ο οποίος φυλακίσθηκε για την υπόθεση αυτή) υποστηρίζει ότι «αν αποκαλύψω την όλη αλήθεια (πρόσωπα και πράγματα), θα προκαλέσω πολιτικό σεισμό».


* Τρίτον, νέο κείμενο του κ. Σαρτζετάκη για την υπόθεση Λαμπράκη. Ο τότε ανακριτής απαντά σε άλλη επιστολή του κ. Ν. Αθανασόπουλου, ο οποίος συνέβη τότε να είναι αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών στη Θεσσαλονίκη και έστειλε επιστολή (στο πλαίσιο του Διαλόγου Γιαννόπουλου ­ Σαρτζετάκη κλπ.) για τον ανακριτικό ρόλο του κ. Σαρτζετάκη. Ηδη σήμερα ο κ. Σαρτζετάκης ψέγει τον κ. Αθανασόπουλο, αφηγούμενος τη δική του εκδοχή για την ανακάλυψη των παρακρατικών της Θεσσαλονίκης, τη «συμμορία της καρφίτσας», τα νυχτερινά του τεχνάσματα κλπ. κλπ.


* Τέταρτον, και εν όψει του προαναγγελθέντος τερματισμού του Διαλόγου, τουλάχιστον κατά την παρούσα φάση και μορφή, «Το Βήμα» δημοσιεύει κείμενο επιστολής του κ. Γιαννόπουλου, απαντητικής στην προαναφερόμενη επιστολή του κ. Σαρτζετάκη. Ο κ. υπουργός της Δικαιοσύνης είναι αυτή τη φορά αρκετά συντομότερος αλλά ιδιαιτέρως σκληρός στις εκφράσεις του, υπογραμμίζων μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά: «Μαθήματα από Σαρτζετάκη ουδείς δέχεται, ο οποίος από τότε που έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας τηρήθηκε τότε διαδικασία εν κρυπτώ και παραβύστω) και στο διάστημα της θητείας του μισήθηκε όσον ουδείς. Και οι πάντες δεν του απονέμουν χαιρετισμόν».


Ακολουθούν τα τέσσερα κείμενα. Χρ. Σαρτζετάκης κατά Ευ. Γιαννόπουλου «Με εμπάθειες, ανακρίβειες και αυτόφωρες ψευδολογίες Ιστορία δεν γράφεται»


Κύριε Διευθυντά,


Ομολογουμένως με εξένισεν ο χαρακτηρισμός «δημόσιος διάλογος γύρω από τις επεμβάσεις πολιτικών στον χώρο της Δικαιοσύνης», τον οποίον «Το Βήμα» εξακολουθεί να χρησιμοποιή διά τας δημοσιευθείσας εις τα φύλλα του της 26.7.1998 και 9.8.1998 δύο επιστολάς μου. Πρώτον, διότι, αναφερόμενος αποκλειστικώς εις την ανάκρισιν της υποθέσεως της δολοφονίας του βουλευτού της αριστεράς Γρηγορίου Λαμπράκη κατά Μάιον 1963 εις Θεσσαλονίκην, την οποίαν και προσωπικώς διεξήγαγα, δεν ωμίλησα διά καμμίαν «παρέμβασιν πολιτικού εις τον χώρον της Δικαιοσύνης». Οχι ότι δεν υπήρξαν τέτοιες παρεμβάσεις, απλώς εγώ δεν ωμίλησα περί αυτών. Και, δεύτερον, διότι, με κανένα από τους επιστολογράφους σας, ούτε με τον τέως Πρόεδρον του Αρείου Πάγου Βασίλειον Κόκκινον, ούτε με τον σημερινόν Υπουργόν Δικαιοσύνης Ευάγγελον Γιαννόπουλον, δεν προήλθον εις διάλογον. Απλώς, όπως και εις την δευτέραν μου επιστολήν («Το Βήμα» τής 9.8.1998, σελ. 17) ετόνισα, συγκεκριμένας ιστορικάς ανακριβείας αμφοτέρων, σχετικάς προς την εν λόγω υπόθεσιν, ανεσκεύασα. Ειδικώς δε με τον δεύτερον δεν εισήλθον ποτέ εις διαλόγον και όταν επανειλημμένως κατά το παρελθόν δημοσίως με εξύβρισε. Οπως εις τους αρχαίους Κλαζομενίους, έτσι και εις αυτόν, λόγω της ψυχοπνευματικής του ιδιοσυστασίας και κατά καθολικήν, χάριν θυμηδίας, υπό πάντων ανοχήν, «έξεστιν ασχημονείν», δηλαδή, «επιτρέπεται να ασχημονή»!…


Με εξένισαν επίσης μεγάλως οι, εντός πλαισίου, χαρακτηρισμοί «φασίστες, ψευδοδημοκράτες και υποκουλτουριάζοντες», τους οποίους «Το Βήμα» τής 15/16.8.1998 προβάλλει δι’ εντονωτάτων τυπογραφικών στοιχείων εις την 1ην και την 13ην σελίδα του, δημιουργουμένης έτσι εις τον αναγνώστην, τον μη έχοντα την υπομονήν να διαβάση κείμενον έξ σελίδων, της εντυπώσεως, ότι αναφέρονται και εις εμέ, όταν μάλιστα συνοδεύωνται, εντός του ιδίου πλαισίου, και από φωτογραφίαν μου! Ομως ούτε ο Γιαννόπουλος δεν θα αποτολμούσε φυσικά, να απευθύνη προς εμέ, τουλάχιστον, τους ανωτέρω χαρακτηρισμούς. Οχι μόνον, διότι συμβαίνει τα περί εμού να είναι κοινώς γνωστά, ακόμη και εκτός των ορίων της πατρίδος μας. Η όλη πολιτεία μου, και η σταδιοδρομία μου μέχρι και του υψηλοτέρου δικαστικού αξιώματος, εκείνου του Αρεοπαγίτου, και η εύορκος επιτέλεσις του δικαστικού μου καθήκοντος καθ’ όλον τον δικαστικόν μου βίον (όχι μόνον κατά την ανάκρισιν της υποθέσεως Λαμπράκη), και η δημοκρατική μου συνείδησις, και η αληθώς δημοκρατική μου συνέπεια, και τα επί δικτατορίας των παρανοϊκών απριλιανών παθήματά μου (απόλυσις εκ του Δικαστικού Σώματος, απαγόρευσις και αυτής της δικηγορίας, συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανισμοί, των οποίων τα ίχνη και σήμερον υπάρχουν επί του σώματός μου), και η άψογος, με απόλυτον προσήλωσιν εις το Σύνταγμα και την νομιμότητα, κατά κοινήν αναγνώρισιν του συνόλου του πολιτικού κόσμου, επιτέλεσις των καθηκόντων μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, και η εν γένει παιδεία μου, τα πάντα είναι κοινώς γνωστά. Ωστε να μη κινδυνεύω από χαρακτηρισμούς ως οι ανωτέρω, οι οποίοι, παρά πάντα ταύτα εκφερόμενοι, μόνον παραλογισμόν θα επρόδιδον!


Πράγματι δε, το κείμενον Γιαννοπούλου αναφέρεται εις όσους κατά καιρούς επεχείρησαν «λασπολογία και συκοφαντία… λοιδορίες και χλεύη» εναντίον του, διά να καταλήξη εις το αμίμητον: «Δεκάδες και τότε οι υβριστές και οι συκοφάντες, μεταξύ των οποίων και οι επ’ ευκαιρία, σήμερα ακόμη, επιτιθέμενοι για κάθε ζήτημα σε βάρος του Γιαννόπουλου, ζήτημα που δημιουργείται από φασίστες του είδους, ψευδοδημοκράτες της πλάκας, υποκουλτουριάζοντες των τεμπελχανοκαφενέδων του Κολωνακίου και από άλλες «υπολελειμμένες» προσωπικότητες» («Το Βήμα» τής 16.8.1998, σελίς 15, στήλη 3η). Ημπορεί βεβαίως να γελάη ο καθένας με την περικοπή αυτή και πολλά άλλα σημεία (προηγούμενα και επόμενα) του όλου κειμένου, ο συντάκτης του απλώς αυτογελοιοποιείται, όμως και από τα ετοιμόρροπα ελληνικά του δεν προκύπτει, ούτε εμμέσως, ότι οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί αναφέρονται (και) εις εμέ.


Και βεβαίως, δεν πρόκειται να επανέλθω εις τας τόσας επί της υποθέσεως Λαμπράκη ανακριβείας του, εις τας οποίας, παρά την καταλυτικήν ανασκευήν των ήδη διά της πρώτης μου επιστολής και τας αποστομωτικάς επεξηγήσεις διά της δευτέρας, εξακολουθεί ο σημερινός Υπουργός Δικαιοσύνης να εμμένη. Απλούστατα ενόμισε, διά λόγους ταπεινωτάτους, περί των οποίων δεν επιθυμώ να ομιλήσω, ότι ημπορούσε με αυτές κατά κάποιον τρόπον να «μειώση» την εις την κοινήν συνείδησιν του συνόλου του Ελληνικού λαού ακτινοβολίαν της δικαστικής μου ενεργητικότητος ως Ανακριτού εις την υπόθεσιν Λαμπράκη, διά της εμφανίσεως αυτής ως, δήθεν, κατ’ επιρροήν άλλων αναπτυχθείσης! Και επεχείρησε τούτο με κατάδηλη αδεξιότητα: με την απίστευτη προπέτεια να εμφανίζη εαυτόν, καίτοι τελείως ξένον προς την ανάκρισιν, απόντα και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακράν του τόπου διεξαγωγής της, ως δήθεν γνώστην αυτής καλλίτερον και αυτού του διεξαγαγόντος την ανάκρισιν! Και να επιχειρή με αφάνταστη θρασύτητα να διαψεύδη τον Ανακριτήν διά συμβάντα, όπως η σύσκεψις εις το γραφείον του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, τα οποία όχι ο ίδιος, αλλά ο Ανακριτής έζησε και διά το περιεχόμενον πιέσεων, τις οποίες όχι ο ίδιος, αλλά ο Ανακριτής υπέστη! Και με τέτοια απύθμενη αυθάδεια ωπλισμένος εχάλκευσε σωρείαν ψευδών. Κατ’ αρχάς, κυρίως, ότι δήθεν είχα συμφωνήσει με τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εις κατακερματισμόν της δικογραφίας και ήλλαξα δήθεν γνώμην (χωρίς όμως να λέγη και το «γιατί» της αλλαγής) με υπόδειξι του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Παπαντωνίου, χωρίς ο ταύτα διατεινόμενος να αντιλαμβάνεται, ότι, εάν επρόκειτο να ακολουθήσω γνώμην άλλου, ασφαλώς θα προέκρινα, εκ των δύο, εκείνην του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου! Και τώρα προσθέτει, ότι δήθεν είχα συναινέσει και εις την μη προφυλάκισιν των Αξιωματικών Χωροφυλακής, χωρίς όμως να αναφέρη και πώς τότε συνέβη και τους προεφυλάκισα! Αλλά, χωρίς να το αντιληφθή, αυτοδιαψεύδεται με τα όσα ο ίδιος εις την νέαν του αυτήν επιστολήν αναφέρει, συγκεκριμένως ότι είχε θέσει ως τίτλον εις φύλλον της εφημερίδος του «Δικηγορική Γνώμη» της εποχής, διά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλιαν, ότι, κατά λέξιν, «βαπτίζει τας απαραδέκτους συστάσεις ως δήθεν «συμφωνίαν»» («Το Βήμα» τής 16.8.1998, σελίς 15, στήλη 1η). Η αυτοδιάψευσις είναι έτσι αυτόφωρος. Δεν σώζεται ούτε με την απατηλήν επίκλησιν, ότι αι, δήθεν, «συμφωνίαι» και «συναινέσεις» μου προκύπτουν, δήθεν, και από την έκθεσιν του επιθεωρητού Αρεοπαγίτου Φλώρου και από απόφασιν του Συμβουλίου Επικρατείας, αφού εις τα υπό του ιδίου παρατιθέμενα αποσπάσματα αμφοτέρων ουδέ λέξις περί «συμφωνίας» ή «συναινέσεώς» μου υπάρχει! Και, εάν όντως είχα συμφωνήσει με τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εις προφυλάκισιν αξιωματικών της Χωροφυλακής, μόνον εάν θα ήτο βεβαία η καταδίκη των, τότε, κατά ποίαν λογικήν θα του απαντούσα, κατά το τηλεφώνημά του τής 31.7.1963, ότι «διά την προφυλάκισιν αρκούν, κατά νόμον, σοβαραί υπόνοιαι ενοχής και ότι η καταδίκη ουδέποτε είναι δυνατόν να προεξοφληθή» (κατά τα εις την επικαλουμένην έκθεσιν Φλώρου αναφερόμενα);


Με εμπάθειες, ανακρίβειες και αυτόφωρες ψευδολογίες Ιστορία δεν γράφεται. Και εν προκειμένω θλιβερά είναι η διαπίστωσις, ότι ο σημερινός Υπουργός Δικαιοσύνης Ευάγγελος Γιαννόπουλος:


α) Καταλαμβάνεται αγνοών ουσιώδη σημεία υποθέσεως, περί της οποίας εν τούτοις ομιλεί. Οπως όταν υποστηρίζη, ότι αρχικώς ήσαν τέσσερεις οι δικογραφίες εις την υπόθεσιν Λαμπράκη, οι οποίες και ηνώθησαν ακολούθως εις μίαν, ενώ από την αρχήν η δικογραφία ήτο μία και μόνη. Οταν δεν γνωρίζη ποιες ήσαν συγκεκριμένως οι κατηγορίες. Οταν ομιλή περί κατηγορίας δι’ απόπειραν ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως του βουλευτού Γεωργίου Τσαρουχά, ενώ τέτοια κατηγορία ουδέποτε απηγγέλθη, παρά μόνον η της επικινδύνου σωματικής βλάβης του. Οταν φέρη ως κατηγορηθέντας δι’ «ηθικήν αυτουργίαν» εις την δολοφονίαν Λαμπράκη κλπ. «ανωτάτους και ανωτέρους αξιωματικούς χωροφυλακής», ενώ τέτοια κατηγορία απηγγέλθη μόνον εναντίον ενός, και αυτού κατωτέρου αξιωματικού Χωροφυλακής, του υπομοιράρχου Καπελώνη (διά την οποίαν και προεφυλακίσθη ούτος). Οταν εμφανίζη ως τότε Γενικόν Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης τον αείμνηστον καθηγητήν Κίμωνα Σούρλαν, ενώ αυτός ήτο Ειδικός Σύμβουλος εις το Υπουργείον τούτο και ουδέποτε διετέλεσε Γραμματεύς του.


β) Επιδεικνύει, καίτοι δικηγόρος εν ενεργεία, ουσιώδεις περί την νομικήν του παιδείαν ελλείψεις. Οπως όταν υπολαμβάνη ως αρμόδιον διά τον χωρισμόν δικογραφίας τον Ανακριτήν, ενώ, κατά την Ποινικήν Δικονομίαν, τέτοια πρωτοβουλία δεν δικαιούται να λάβη αυτός, ούτε τέτοια «πρότασίς» του να αποτελέση αντικείμενον διαφωνίας του με τον Εισαγγελέα, ώστε να επιληφθή της άρσεώς της το Δικαστικόν Συμβούλιον (γι’ αυτό και δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο βούλευμα δημοσιευμένο εις τον νομικόν τύπον, από της επανασυστάσεως του Ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερον!). Χωρισμοί δικογραφιών γίνονται, αλλά αρμόδιος δι’ αυτούς κατά το στάδιον της ανακρίσεως είναι μόνον ο Εισαγγελεύς. [Και κατά το παρελθόν επεδείχθη υπό του ιδίου παραπλησία άγνοια, όπως όταν έθετε, κατά τα εις την επιστολήν του αναφερόμενα, ως τίτλον φύλλου της εφημερίδος του «Δικηγορική Γνώμη» της εποχής εκείνης, κατά λέξιν, «Μετανοεί ο Κόλλιας διότι ηνέχθη την υπό του Σαρτζετάκη μυστικότητα της δικογραφίας», πράγμα όμως επίσης δικονομικώς αδιανόητον, διότι δεν είναι ο Ανακριτής αυτός, που διατάσσει την μυστικότητα της Ανακρίσεως, αλλά μόνον το Δικαστικόν Συμβούλιον!]. Οταν χρησιμοποιή τους όρους «φόνος» και «ειρκτή», οι οποίοι έχουν αντικατασταθή εδώ και 48 χρόνια, από της εισαγωγής των ισχυόντων ποινικών κωδίκων, με τους όρους, αντιστοίχως, «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» και «πρόσκαιρος κάθειρξις» (με τον οποίον χαρακτηρίζεται τώρα και η ειρκτή), όροι οι οποίοι και μόνον χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς, και από την νομοθεσίαν, και από την επιστήμην και από τα Δικαστήρια! Οταν με μέμφεται, διότι ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έλαβα θέσιν επί της υπό της Βουλής αποφασισθείσης παραπομπής ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, δηλαδή διότι δεν παρεβίασα το Σύνταγμα!…


γ) Μετέρχεται ψεύδη και επιδίδεται εις διαστροφάς, κατά τα ανωτέρω και εις τας δημοσιευθείσας δύο προηγουμένας επιστολάς μου σημειωθέντα.


Ως προς τους περί εμού υβριστικούς χαρακτηρισμούς του σημερινού Υπουργού Δικαιοσύνης, τους αντιπαρέρχομαι. Θα υπενθυμίσω μόνον το αυτονόητον, ότι οι υβρίζοντες αυτοχαρακτηρίζονται. Και βεβαίως, ολοκληρωτικώς εξηντληθέντος του θέματος, δεν πρόκειται πλέον να επανέλθω επ’ αυτού εις λεγόμενα Γιαννοπούλου.


Με την προσήκουσαν τιμήν


Χρήστος Σαρτζετάκης Σαρτζετάκης (ξανά) για την «υπόθεση Λαμπράκη» «Δεν υπήρξε καμμία οργάνωσις υπό την ονομασίαν «Καρφίτσα»» Απάντηση στον πρώην υπουργό και βουλευτή κ. Ν. Αθανασόπουλο


Κύριε Διευθυντά,



Ο πρώην Υπουργός και βουλευτής κύριος Νικόλαος Αθανασόπουλος επιτυχώς αποδίδει, με την δημοσιευθείσαν εις «Το Βήμα της Κυριακής» της 23.8.98 επιστολήν του, το επικρατούν εις Θεσσαλονίκην κλίμα φοβίας και τρομοκρατίας κατά την εποχήν της ανακρίσεως διά την δολοφονίαν του βουλευτού της αριστεράς Γρηγορίου Λαμπράκη, κατά την οποίαν και υπηρετεί ο ίδιος ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Με μεγάλην όμως έκπληξιν ανέγνωσα, εις την επιστολήν του αυτήν, ότι «την ταυτότητα Γκοτζαμάνη, ως μέλους της Οργάνωσης «Καρφίτσα» μαζί με το καταστατικό του σωματείου με πρόεδρο τον «περίφημο» Γιοσμά» ανεκάλυψε, δήθεν, ο επιστολογράφος σας. Συγκεκριμένως, γράφει αυτός κατά λέξιν: «Στο σπίτι του (του Γκοτζαμάνη) στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης, ύστερα από επώνυμη πληροφορία, που έλαβα, και έρευνα, που πραγματοποίησα, κατά τρόπο «δικονομικά ανορθόδοξο», γιατί η υπόθεση ουσιαστικά βρισκόταν στην κυρία ανάκριση, και όταν βεβαιώθηκα για την ύπαρξή της, τηλεφώνησα στον κ. Σαρτζετάκη, του οποίου το έργο υποβοηθούσαμε, και ήρθε στην Τριανδρία, όπου και έκανε την κατάσχεση, και έτσι βγήκε στην δημοσιότητα ένα σημαντικό στοιχείο για την δράση των μελών της φασιστικής οργάνωσης «Καρφίτσα». Αλλά αυτά δεν ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα.


Η αλήθεια επί του προκειμένου έχει ως εξής: Εν πρώτοις, οργάνωσις υπό την ονομασίαν «Καρφίτσα» δεν υπήρξε, ούτε κατεσχέθη εις χείρας του Γκοτζαμάνη ή οιουδήποτε άλλου κατηγορουμένου ταυτότης οργανώσεως με την ονομασίαν αυτήν. Απλούστατα, πρόκειται περί ονομασίας, καίτοι κατά κόρον έκτοτε και μέχρι σήμερον χρησιμοποιηθείσης, ανυπάρκτου οργανώσεως, δημοσιογραφικού καθαρώς εφευρήματος, με την οποίαν και εχαρακτηρίσθησαν συνεκδοχικώς όσοι παρακρατικοί εχρησιμοποιούντο, όπως απεκαλύφθη κατά την ανάκρισιν, εκνόμως υπό τον Αστυνομικών Αρχών Θεσσαλονίκης προς υποβοήθησίν της εις διαφόρους περιστάσεις, όπως, για παράδειγμα, κατά την προ ολίγων τότε ημερών παρουσίαν εκεί του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Στρατηγού Ντε Γκωλ, εις μέτρα τάξεως ή και προς συγκρότησιν αντισυγκεντρώσεων δήθεν αγανακτημένων πολιτών εις συναθροίσεις απαρεσκόντων εις το καθεστώς κινήσεων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, κλπ.), και οι οποίοι, προς αναγνώρισιν και διάκρισιν κατά την επιτέλεσιν του εκάστοτε «έργου» των από άλλους ιδιώτας, εφωδιάζοντο υπό των Αστυνομικών Αρχών διά καρφιτσών με πολυχρώμους κεφαλάς, τας οποίας και εφόρουν εις το πέτον του σακκακιού των. Αυτοί οι υπό των Αστυνομικών Αρχών Θεσσαλονίκης καθοδηγούμενοι παρακρατικοί ήσαν και οι μετέχοντες εις το, ως κατωτέρω, νομίμως συσταθέν, υπό την προεδρίαν του έχοντος καταδικασθή επί δοσιλογισμώ Ξενοφώντος Γιοσμά, σωματείων, ταυτότης του οποίου και μόνον ανευρέθη επ’ ονόματι του κατηγορουμένου Γκοτζαμάνη και κατεσχέθη κατά την ανάκρισιν, αλλά και άλλοι. Με την εξαίρεσιν δε ορισμένων ατόμων του υποκόσμου, οι περισσότεροι από όλους αυτούς δεν ήσαν φύσεις εγκληματικαί, ήσαν άνθρωποι του λαού της κατωτάτης συνήθως κοινωνικής στάθμης, απλοί βιοπαλαισταί, οι οποίοι και μετείχον εις τα υποδεικνυομένας εκάστοτε υπό των Αστυνομικών Αρχών εκνόμους δραστηριότητας χάριν εξασφαλίσεως μιας θέσεως εργασίας, συνήθως αχθοφόρου, εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης, ή μιας αδείας μικροπωλητού, δηλαδή προς εξασφάλισιν του επιουσίου εις εαυτούς και τας οικογενείας των.


Η ύπαρξις λοιπόν της ανωτέρω κατασχεθείσης ταυτότητος Γκοτζαμάνη (όχι βεβαίως και του καταστατικού του σωματείου, αφού επρόκειτο περί τοιούτου έχοντος νομίμως συσταθή και το καταστατικόν του ήτο προσιτόν εις πάντας εκ του βιβλίου σωματείων του Πρωτοδικείου, ώστε να μη παρίσταται ανάγκη, όπως «αποκαλυφθή»!) δεν εγνώσθη από πληροφορίαν οιουδήποτε προς εμέ τον Ανακριτήν, αλλά απεκαλύφθη υπ’ εμού κατά την ανάκρισιν διά χρησιμοποιήσεως του ακολούθου «στρατηγήματος»: Λόγω του επικρατούντος κατά την εποχήν εκείνην γενικωτέρου κλίματος των πολιτικών μας πραγμάτων, αλλά συνθέσεως των δημοσίων υπηρεσιών, ο οιοσδήποτε ερχόμενος εις επαφήν με αυτάς εθεώρει χρήσιμον να επικαλεσθή, εφ’ όσον βεβαίως υπήρχε περίπτωσις, κάθε περίσσειαν ενεργού ως «εθνικόφρονος» απασχολήσεώς του, προκειμένου να εξυπηρετηθή ταχύτερον εις αιτήματά του ή με την ελπίδα να τύχη επιεικεστέρας μεταχειρίσεως δι’ ανομήματά του. Εν επιγνώσει της πραγματικότητος αυτής διατελών, ευθύς ως ανέλαβον ως ανακριτής την υπόθεσιν της δολοφονίας του Γρηγορίου Λαμπράκη, κλπ., προκειμένου να τεκμηριώσω δικονομικώς κατά τρόπον ακλόνητον αυτό, το οποίον απετέλει κοινήν πεποίθησιν όλων των λογικώς σκεπτομένων, ότι δηλαδή δεν ήτο δυνατόν να διαπραχθούν τα βαρύτατα εκείνα εγκλήματα επί παρουσία δύο εκατοντάδων περίπου αστυνομικών μετά των ηγητόρων των Αστυνομικών Αρχών Θεσσαλονίκης, από μετέχοντας εις «αντισυγκέντρωσιν» ιδιώτας, χωρίς να υπάρχη προσυνεννόησις, οργάνωσις και αγαστή συνεργασία τούτων μετ’ εκείνων (των Αστυνομικών Αρχών), επεδίωξα να παρωθήσω, διά καταλλήλου μεθοδεύσεως, τους κατηγορουμένους εις την αποκάλυψιν της ενεργού συνεργασίας των μετά των Αστυνομικών Αρχών ή συμμετοχής των εις τυχόν παρακρατικήν οργάνωσιν. Οταν, λοιπόν, προσήχθη την 27.5.1963 προς απολογίαν ενώπιόν μου ο εκ των δραστών της δολοφονίας Σπύρος Γκοτζαμάνης, οδηγός του τρικύκλου, ευθύς προσεποιήθην ρητώς ότι αμφισβητώ τα «εθνικά του φρονήματα» διότι «ένας εθνικόφρων δεν εγκληματεί έτσι»! Είχα χρησιμοποιήσει επιτυχώς το ίδιον «στρατήγημα» και κατά το παρελθόν, ως Ανακριτής εις το Πρωτοδικείον Αγρινίου εις υπόθεσιν δολοφονίας νεαράς νύμφης υπό του συζύγου και του πενθερού της, οπότε και απέσπασα ομολογίαν του τελευταίου τούτου, καταγραφείσαν εις την απολογίαν του, ότι ετύγχανε πληροφοριοδότης της επιτοπίου Αστυνομικής Αρχής, οπότε και κατέρρευσε επίμονος προσπάθεια της τελευταίας προς κάλυψιν του εγκλήματος, με αποτέλεσμα ακολούθως, επί τη βάσει των στοιχείων της υποθέσεως, τα οποία ως Ανακριτής είχα συλλέξει, την καταδίκην των δραστών υπό του Κακουργιοδικείου Πατρών εις ποινάς πολυετούς καθείρξεως. Η αυτή μεθόδευσις επέτυχε λοιπόν και εδώ απολύτως. Ο Γκοτζαμάνης ευθύς αντέτεινε ζωηρώς και, με συνεχείς αμφισβητήσεις εκ μέρους μου των λεγομένων του, διά καταλλήλων ερωτήσεών μου εξωθούμενος, απεκάλυψεν ότι ο ίδιος όχι μόνον είναι εθνικόφρων και αντικομμουνιστής, αλλά και συνεργάζεται στενώς μετά των αστυνομικών αρχών, μετέχων μάλιστα εις σωματείον, υπό τον τίτλον «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος», του οποίου και έχει ταυτότητα, ευρισκομένην τότε (κατά την ώρα της απολογίας του) εις την οικίαν του. Ταύτα ωμολογήθησαν αβιάστως και κατεγράφησαν όλα εις την απολογίαν του Γκοτζαμάνη, προς μεγάλην αμηχανίαν του παρισταμένου συνηγόρου του, ο οποίος βεβαίως αντελαμβάνετο ότι προσεφέρετο έτσι εις την Ανάκρισιν αληθώς ο μίτος διά την δικαστικήν πλέον αποκάλυψιν του όλου παρακρατικού οργίου. Επεβάλλετο όμως η άμεσος διασφάλισις του σπουδαιοτάτου αποδεικτικού αυτού στοιχείου διά κατασχέσεως της εν λόγω ταυτότητος του Γκοτζαμάνη, διότι υπήρχεν ο άμεσος κίνδυνος ειδοποιουμένη η σύζυγος Γκοτζαμάνη υπό του συνηγόρου του καηγορουμένου, να εξαφανίση την ταυτότητα και ακολούθως ο ίδιος, καθοδηγούμενος, να ανακαλέση την πρόσθεν ομολογίαν του, όπως όχι σπανίως και με αβιάστους απολογίας κατηγορουμένων συμβαίνη. Δι’ αυτό και ευθύς μετά την εν λόγω ομολογίαν του, διέκοψα την απολογία του κατηγορουμένου, τον οποίον και επικαλεσθείς ανάγκην προσκαίρου αλλαχού απουσίας μου, άφισα μετά του συνηγόρου του φρουρούμενον εν αναμονή μέχρις επιστροφής μου εις το ανακριτικόν γραφείον, εγώ δε, εν αγνοία των, μετέβην μετά του Γραμματέως μου αμέσως εις την οικίαν του κατηγορουμένου Γκοτζαμάνη και εζήτησα από την σύζυγόν του την παράδοσιν της ανωτέρω ταυτότητος. Αυτή κατ’ αρχάς ηρνήθη, προφασιζομένη άγνοιαν περί της υπάρξεώς της, οπότε παρέστη ανάγκη και επέδειξα εις αυτήν το σχετικόν προς την ταυτότητα μέρος της απολογίας του συζύγου της. Μόνον τότε, πεισθείσα πλέον η σύζυγος του κατηγορουμένου Γκοτζαμάνη, ότι υπήρχε πράγματι σχετική ομολογία τούτου, προήλθεν εις την εξαγωγήν της εν λόγω ταυτότητος από του μέρους, όπου την είχεν αποκρύψει, συγκεκριμένως εντός θήκης εκ ζελατίνης μαζί με άλλα έγγραφα όπισθεν ενός μεγάλου ξυλίνου κιβωτίου ενδυμάτων («μπαούλου»). Την ταυτότητα αυτήν και κατέσχεσα αμέσως, συνταχθείσης της από 27.5.1963 εκθέσεώς μου κατασχέσεως, εις την οποίαν και κατέγραψα δι’ ευνοήτους λόγους και πάντα τα ανωτέρω περί των συνθηκών της κατασχέσεως. Επανελθών δε πάραυτα εις το Ανακριτικόν Γραφείον ­ ήτο ήδη περί το μεσονύκτιον ­ και εσυνέχισα λαμβάνων την απολογίαν του κατηγορουμένου Γκοτζαμάνη, ζητήσας ευθύς εξηγήσεις και διά ποίον λόγον η σύζυγός του είχεν αποκρύψει την κατασχεθείσαν ταυτότητα και ηρνείτο κατ’ αρχήν και αυτήν την γνώσιν της υπάρξεώς της, εάν η ταυτότης και η δι’ αυτής πιστοποιουμένη συμμετοχή του εις το ανωτέρω σωματείον ήσαν πράγματα άσχετα προς την κατηγορίαν, επισημαίνων δηλαδή σχέσιν τοιαύτης συμπεριφοράς προς την διαπραχθείσαν δολοφονίαν Λαμπράκη. Πάντα ταύτα, μετά των δοθεισών και επί του προκειμένου αφελών «εξηγήσεων» του κατηγορουμένου Γκοτζαμάνη, και κατεγράφησαν εις την έγγραφον ενώπιον εμού του Ανακριτού εν λόγω απολογίαν του.


Ας σημειωθή ότι πάντα τα ανωτέρω, δηλαδή η παρ’ εμού του Ανακριτού εκμαίευσις, με την εκτεθείσαν μεθόδευσιν, της ομολογίας Γκοτζαμάνη περί συνεργασίας του μετά των Αστυνομικών Αρχών Θεσσαλονίκης, συμμετοχής του ως μέλους εις τον ανωτέρω «Σύνδεσμον», και υπ’ αυτού κατοχής και ταυτότητος του σωματείου τούτου, διαλυθέντος ακολούθως, μετά την ανακριτικήν αυτήν αποκάλυψιν, ως εκφυγόντος του σκοπού του («παρακρατικού») δι’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και η εν συνεχεία άμεσος διακοπή της απολογίας του κατηγορουμένου και μετάβασίς μου εις την οικίαν του και κατάσχεσις της εν λόγω ταυτότητος, δεν αποδεικνύονται μόνον εγγράφως κατά τα ανωτέρω εκ της απολογίας του κατηγορουμένου τούτου και της εκθέσεως κατασχέσεως της ταυτότητός του. Αλλά έπρεπε και να τα ενθυμείται ακριβώς ως έχουν και να μη οικειοποιείται επί του προκειμένου ξένα επιτεύγματα ο επιστολογράφος σας, απλούστατα διότι πάντα ταύτα εγένοντο επί παρουσία αυτού, ως εκπροσώπου της Εισαγγελικής Αρχής. Ο Εισαγγελεύς δικαιούται βεβαίως να παρίσταται κατά την ενέργειαν των ανακριτικών πράξεων, αλλ’ αυτό ανέκαθεν σχεδόν ουδέποτε συμβαίνει. Την δυνατότητα αυτήν ακριβώς ενεργοποίησα, προς κατοχύρωσιν του δικονομικώς ανεπιλήπτου των ενεργειών μου, διότι εν όψει των φοβερών προσκομμάτων, τα οποία παρενεβάλλοντο εις την ανάκρισιν, διενεργών μόνος τας κατ’ ιδίαν ανακριτικάς πράξεις και αντιμετωπίζων παντοίας επιθέσεις και διαβολάς, διεκινδύνευον ανά πάσαν στιγμήν να κατηγορηθώ από τον πανίσχυρον εσμόν των κατηγορουμένων ψευδώς, ότι ανεπιτρέπτως μετέρχομαι αντιδικονομικάς μεθόδους, τούτο δε προκειμένου να εξοστρακισθώ εκ της ανακρίσεως. Πράγματι δε εις την συνέχειαν επανειλημμένως υπεβλήθησαν αιτήσεις εξαιρέσεως εναντίον μου, εκ μέρους των κατηγορουμένων, διά δήθεν μεροληπτικάς εις βάρος των ενεργείας μου, αι οποίαι και απερρίφθησαν μεν όλαι ως αναπόδεικτοι, αλλά συνετέλεσαν εις σημαντικήν καθυστέρησιν του ανακριτικού μου έργου, διότι κατά νόμον από της στιγμής της γνωστοποιήσεως της υποβολής αιτήσεως εξαιρέσεώς μου ανέστελλον υποχρεωτικώς τούτο μέχρι της επί της αιτήσεως αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου. Είχον ζητήσει λοιπόν από την Εισαγγελίαν Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, όπως παρίσταται κατά τας απολογίας των κυρίων τουλάχιστον κατηγορουμένων και Εισαγγελικός λειτουργός, οιονεί ως αυτόπτης των γινομένων μάρτυς, ως τοιούτος δε διετάχθη και παρέστη κατά την απολογίαν Γκοτζαμάνη ο επιστολογράφος σας ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών και βεβαίως τον συμπαρέλαβον και κατά την μετάβασιν εις την οικίαν Γκοτζαμάνη και κατάσχεσιν της ταυτότητος τούτου, ως ανωτέρω.


Θέλω, επομένως, να πιστεύω ότι ο επιστολογράφος σας μόνον εκ λησμοσύνης αφηγήθη επί του προκειμένου διαφόρως τα πράγματα με την δημοσιευθείσαν επιστολήν του. Αλλωστε, έχει εις το ενεργητικόν του όχι την επικληθείσαν, αλλά αρκετάς άλλας δάφνας εκ της τότε επιτυχούς και ευόρκου υπηρεσίας του ως Εισαγγελικού λειτουργού εις Θεσσαλονίκην. Εκ της οποίας και όλοι οι μετ’ αυτού συνεργασθέντες τότε «εν Δικαιοσύνη» συνάδελφοί του διατηρούμεν τας αγαθωτέρας των εντυπώσεων.


Με την προσήκουσαν τιμήν


Χρήστος Σαρτζετάκης Ν. Αθανασόπουλος κατά Ευ. Γιαννόπουλου «Λοιδορεί και υβρίζει τους πάντες που στέκονται απέναντί του και δεν του κάνουν «τεμενάδες»»


Κύριε Διευθυντά,


Στον δημόσιο διάλογο – αντιπαράθεση, που συνεχίζεται από τις στήλες της εφημερίδας σας «Το Βήμα», ανάμεσα στους κ.κ. Ευάγγελο Γιαννόπουλο, Χρ. Σαρτζετάκη και Βασ. Κόκκινο, και ειδικότερα στο φύλλο τής 16.8.98 (σελ. Α16), ο κ. Γιαννόπουλος με την γνωστή στο Πανελλήνιο αλαζονεία του και την επίδειξη παντογνωσίας, με το να ομιλεί περί παντός επιστητού, δεν άντεξε στον πειρασμό να κάνει «βουτιά»και στη γνωστή, αλλά άσχετη στην προκειμένη περίπτωση, υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού, για να βάλει και μένα στο στόχαστρό του (για λόγους που δεν είναι του παρόντος να κάνω αναφορά) και για να διανθήσει έτσι τη «νομική διατριβή» του και με λίγο καλαμπόκι, για να γίνει πιο εύγεστη, και κυρίως για να μιλήσει και πάλι με άμετρη διάθεση εγωισμού και αυτοπροβολής, για την «παραγραφή του Γιαννόπουλου», «δίκην Εφευρέτου», ως εμείς (παλαιότεροι αυτού στο δικηγορικό λειτούργημα και επί 25ετία στο δικαστικό σώμα), να μη γνωρίζαμε στοιχειώδη νομικά και περιμέναμε τα δικά του νομικά φώτα, σ’ ένα θέμα που δεν χρειαζόταν σοβαρές νομικές γνώσεις, γιατί, αρκούσε να έκανε κανείς, χωρίς τους γνωστούς φακούς της πολιτικής σκοπιμότητας, απλή ανάγνωση και γραμματική ερμηνεία της σχετικής ποινικής διάταξης, για να καταλήξει στην παραγραφή των πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκα. Και, ακόμη, δεν αρκέστηκε στην αυτοπροβολή του, επισημαίνοντας την «παραγραφή Γιαννόπουλου» που έχω ακούσει να το επαναλαμβάνει χιλιάδες φορές στο παρελθόν, αλλά στη συνέχεια επιδόθηκε, κατά τη γνωστή του συνήθεια, σε κριτική προσβλητική της τιμής μου, για τον χειρισμό της υπόθεσης του καλαμποκιού, ως υπουργός (αν και γνωρίζει πολύ καλά σε ποιους ανήκαν οι πρωτοβουλίες και οι ευθύνες) και περαιτέρω σε ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς και προσωπικές βολές, τις οποίες δεν μπορώ να αφήσω αναπάντητες, μέσα από την εφημερίδα σας, την οποία και χρησιμοποίησε ως μέσο δημόσιας προσβολής μου.


Ετσι, αναγκάζομαι να απαντήσω στις προσβλητικές αιτιάσεις και χαρακτηρισμούς τους, όχι βέβαια για τον ίδιο, γιατί νομίζω ότι δεν του αξίζει απάντηση, όταν, κατά την γνωστή τακτική του, λοιδορεί και υβρίζει τους πάντες, που στέκονται απέναντί του και δεν του κάνουν «τεμενάδες», αλλά για το αναγνωστικό σας κοινό, για να μην παραπλανείται, και για όλους όσους γνωρίζουν το «κρυφό μυστικό» της επιχείρησης «γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι», για το ποίοι την έστησαν, για λογαριασμό ποίου και ποίοι στη συνέχεια αναμείχθηκαν για την ευόδωσή της, το οποίο, όσο και αν με προκαλεί το σχετικό δημοσίευμα, δεν πρόκειται να αποκαλύψω τώρα, με αφορμή τις γιαννοπούλειες ανευθυνολογίες, αλλά όταν και εάν εγώ κρίνω σκόπιμο για να υπηρετήσω την ιστορική αλήθεια, και μόνον, καθώς έχω υποχρέωση.


Λυπάμαι ιδιαίτερα, αλλά, προκαλούμενος, είμαι υποχρεωμένος να λύσω μερικώς τη σιωπή μου και να δηλώσω ότι, καθώς φαίνεται, ο κ. Γιαννόπουλος, σχετικά με την υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού, υποκρινόμενος σκόπιμα, εμφανίζεται να «έχει μαύρα μεσάνυκτα» και, όμως, δεν διστάζει να αναμειγνύεται και να μου δίνει καθυστερημένα συμβουλές, περί τού τι έπρεπε να πράξω. Εγώ, θα του συνιστούσα να μην μπερδεύεται στο θέμα του καλαμποκιού, που έχει τεράστια πλοκή και να μην ανοίγει άλλα μέτωπα, στα οποία υπάρχουν φύλακες που αγρυπνούν, για να μην τα περάσει άτρωτος, καθώς φαντάζεται.


Στο σχετικό δημοσίευμά του γράφει ανάμεσα στις άλλες ανακρίβειες, ότι «από ανόητη παλικαρίστικη αντίληψη του υπεύθυνου και υπόλογου υφυπουργού (δηλαδή, εμού του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών) δεν κλείστηκε το θέμα, εκείνο της Κοινότητας, μια και τους πιάσανε στα πράσα, δίνοντας πίσω τα λεφτά της Κοινότητας», κατά το γνωστό «πολλοί οι προφήτες μετά θάνατον». Το σημείο αυτό του δημοσιεύματος, πέραν του ότι είναι ανακριβέστατο, το θεωρώ και άκρως προσβλητικό του εαυτού μου, με το να μου αποδίδονται ευθύνες, από δήθεν «ανόητη παλικαρίστικη αντίληψη», όταν είναι γνωστό στο Πανελλήνιο (και το γνωρίζει αυτό καλά ο κ. Γιαννόπουλος) ότι την πρόταση και τις πρωτοβουλίες συγκάλυψης της υπόθεσης (και όχι πληρωμής της Κοινότητας) είχαν άλλοι, τους οποίους γνωρίζει και δεν πρόκειται να τους κατονομάσω τώρα, γιατί αν αποκαλύψω την όλη αλήθεια (πρόσωπα και πράγματα), θα προκαλέσω πολιτικό σεισμό και οι πολιτικές συνθήκες της πατρίδας μας δεν προσφέρονται για τέτοιες αναταράξεις.


Στη συνέχεια γράφει ο κ. Γιαννόπουλος, «όπως πρότειναν Πάγκαλος και Παπούλιας και όλοι μαζί», δηλαδή να επιστραφούν στην Κοινότητα τα λεφτά της επιδότησης. Ειλικρινά λυπάμαι, ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, που δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το γνώριμο, «γλαφυρό» λεξιλόγιο του συντάκτη του δημοσιεύματος, για να του απαντήσω, όπως θα του άξιζε, γι’ αυτό και αρκούμαι στο «αιδώς Αργείοι», σημειώνοντας για το αναγνωστικό σας κοινό ότι στις τρεις υπουργικές συσκέψεις, που έγιναν τον Ιούλιο του 1996, όπου και πάρθηκαν ομόφωνα οι αποφάσεις συγκάλυψης της υπόθεσης, δεν τέθηκαν (τότε) τέτοιες προτάσεις από τους μνημονευόμενους στο δημοσίευμα δύο υπουργούς, που υπήρξαν και επικεφαλής αυτών των συσκέψεων και μόνο στη φαντασία του κ. Γιαννόπουλου φαίνεται να κυκλοφορούν και σερβίρονται σήμερα για επίδειξη πνεύματος.


Με σαφή πρόθεση λοιδορίας μου, γράφει στη συνέχεια του δημοσιεύματός του ο κ. Γιαννόπουλος, ότι «και ο ίδιος ο υπόλογος (δηλαδή εγώ) κομπορρημονούσε στο Δικαστήριο προκαλώντας τον καραμπινάτο μάρτυρα ­ ότι «όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες, σεις τρώγατε βελανίδια». Και εδώ, έχουμε σκόπιμη κακοποίηση της αλήθειας από τον κ. Γιαννόπουλο, για επίδειξη και πάλι πνεύματος, εις βάρος μου, γιατί γνωρίζει ότι όταν μέσα στο ακροατήριο υβριζόμεθα από τον καταθέτοντα αλλοδαπό μάρτυρα, «ως απατεώνες» με την ανοχή, για να μην πω ανικανότητα του προέδρου του Δικαστηρίου, απευθύνθηκα σ’ αυτόν και τον παρακάλεσα να συστήσει στον μάρτυρα πως δεν μπορεί να μας υβρίζει, έστω και αν ήμασταν κατηγορούμενοι, και τότε είπα αγανακτισμένος, και όχι κομπορρημονώντας (κ. Γιαννόπουλε), τη φράση που άκουσε το Πανελλήνιο, «πως όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες, εκείνοι έτρωγαν βελανίδια», για να προσθέσω σήμερα κάτι ακόμη, που τότε μου διέφυγε, πως «εκείνοι ζούσαν στα δένδρα και τις σπηλιές για να μην τους τρώνε τα άγρια θηρία», όταν πράγματι εμείς κτίζαμε τα πενταώροφα στο Βασίλειο του Μίνωα, φράση την οποία επαναλαμβάνω και σήμερα με εθνική υπερηφάνεια και χωρίς την άδεια του κ. Γιαννόπουλου, ο οποίος συνηθίζει να ανευθυνολογεί δημοσίως με διάθεση ισοπέδωσης των «ανιπάλων» του στα μάτια του κόσμου, και να δίνει συνταγές συμπεριφοράς, κατά το «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις».


Στο Ειδικό Δικαστήριο υπεράσπισα την τιμή μου και την τιμή της πατρίδας μας, από τη θέση του κατηγορουμένου, γιατί εθελοντικά ανέλαβα τις τεράστιες ευθύνες άλλων, πράγμα που γνωρίζει ο κ. Γιαννόπουλος και ως υπερασπιστής μου, για λίγο στο ακροατήριο και, τούτο για να μην γκρεμίσω το ΠαΣοΚ, με τις αποκαλύψεις μου, προστατεύοντας τα κορυφαία στελέχη του, από τα καταιγιστικά πυρά των αντιπάλων μας και για να μπορεί σήμερα ο κάθε κ. Γιαννόπουλος να είναι υπουργός του ΠαΣοΚ και να μου κάνει κριτική εκ του ασφαλούς, γιατί αν υιοθετούσα το γνωστό σε μένα απόφθεγμα ότι «ο μετά των πολλών θάνατος ουκ έστιν θάνατος» και έλυνα τη γλώσσα μου, τότε, που κρατούσα στα χέρια μου τον «άσο σπαθί», το πολιτικό τοπίο θα ήταν σήμερα διαφορετικό και δεν γνωρίζω αν και σε ποιον πολιτικό σχηματισμό θα στεγαζόταν ο πολυπράγμων και παντογνώστης «κατήγορός» μου κ. Γιαννόπουλος, για να μπορεί τόσο ανεύθυνα να με κατηγορεί για κάτι που άλλοι ευθύνονται και, τους γνωρίζει, το τονίζω, πολύ καλά.


Ελπίζω να με αντιλαμβάνεται ο κ. Γιαννόπουλος, τι υπονοώ, ότι, «άλλοι» ευθύνονται και αν όχι, λυπάμαι για την έλλειψη παρρησίας, γύρω από την υπόθεση του καλαμποκιού, που έχει πολλές άκρως ενδιαφέρουσες πολιτικές πτυχές, τις οποίες δεν προτίθεμαι να ξεδιπλώσω, έστω, αναίτια, προκαλούμενος, από τον συντάκτη του σχετικού δημοσιεύματος, που για μένα συνεχίζει την τακτική της αυτοδιαφημιζόμενης παντογνωσίας του και εις βάρος μου, ως να μην έφθανε η μεγάλη προσωπική μου θυσία, για ολόκληρο το ΠαΣοΚ και αυτονοήτως και για τον ίδιο, με το να φυλακισθώ, σιωπώντας 23 ολόκληρους μήνες στον Κορυδαλλό.


Αυτά πρός το παρόν στην αναίτια πρόκλησή μου από τον κ. Γιαννόπουλο και ελπίζω στην αιδήμονα σιγή του.


Με τιμή


Ν. Αθανασόπουλος, τ. υπουργός Ευ. Γιαννόπουλος κατά Χρ. Σαρτζετάκη «Από τότε που έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στο διάστημα της θητείας του μισήθηκε όσον ουδείς» Ευ. Γιαννόπουλος κατά Ν. Αθανασόπουλου «Δεν ψάχνει να βρει τι συνέβη για την απότομη αυτή μεταστροφή του λαού μας και νομίζει ότι βρήκε στόχο για να βγάλει απωθημένα»


Κύριε Διευθυντά,


1 Κανόνας δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι να μη δημοσιεύονται υβριστικού, συκοφαντικού, χλευαστικού, ή ονειδιστικού περιεχομένου επιστολές χωρίς όλα τα στοιχεία του επιστολογράφου, και με διεύθυνση και τηλέφωνο, και προτού γίνει διασταύρωση από την εφημερίδα ώστε ο προσβαλλόμενος να απαντήσει αν θέλει, είτε ταυτόχρονα είτε κατόπιν με επιστολή του.


Δημοσιεύονται στο περασμένο «Το Βήμα», π.χ., επιστολές ενός κ. Στυλ. Δέτση (Χώρα – Νάξου, χωρίς άλλα στοιχεία), μιας κυρίας Αικ. Χριστοδούλου (δόκτορα λέει, Αθήνα) και ενός κ. Α. Παρασκευόπουλου (Βερολίνο – Γερμανία, λέει, χωρίς διεύθυνση και τηλέφωνο) γράφοντας ο καθένας και η καθεμία τα δικά τους και ο καθένας τους «δίκην κήνσορα» λέει τις δικές του απόψεις και τι αρέσει και τι δεν του αρέσει. Παρακαλώ να μου σταλούν τα στοιχεία τους να απαντήσω στους ιδίους, κατά μόνας, με την παρατήρηση αν θέλουν τη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους να διαλέξουν έναν καλύτερο τρόπο, πλέον ευγενικό, επαγωγικό και προ παντός να μη φυτρώνουν εκεί όπου δεν τους σπέρνουν και να μην κάνουν τον έξυπνο γράφοντας άλλοι ανοησίες και άλλοι κοινώς βλακείες. Ούτε θα ορίσουν εκείνοι με το τι θα ασχολείται ένας επιστήμονας, ένας πολιτικός, ένας πολίτης.


2 Επίσης παρακαλώ να ενημερωθεί ο συντάκτης του σχολίου στον «Βηματοδότη» της περασμένης Κυριακής, που γράφει ότι τα «περί αυστηρότητας του πρωθυπουργού και δεν σηκώνει λέξη» που είναι «η διαπίστωση όσων έτυχε να παρακολουθήσουν ορισμένες τηλεφωνικές επικοινωνίες του Πρωθυπουργού με υπουργούς, όπως οι κκ. Στ. Τζουμάκας και Ευάγγ. Γιαννόπουλος», ώστε να διασταυρώνει ο κ. συντάκτης πρώτα την πληροφορία και κατόπιν να γράφει, αποφεύγοντας ανοησίες για ανυπόστατα πράγματα, καθόσον τουλάχιστον με αφορά.


Οπως να ενημερωθεί και ο έτερος συνάδελφός του που γράφει ότι «οι υπουργοί Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλος και Δημόσιας Τάξης κ. Γ. Ρωμαίος, καθώς μαθαίνω από κάποιους άσπονδους φίλους τους δεν συμφωνούν για τη σύσταση του ειδικού Σώματος Φρούρησης των Φυλακών, ώστε να «απελευθερωθούν» οι αστυνομικές δυνάμεις». Και τούτο είναι ψευδέστατο διότι σύμφωνοι είμαστε και έχει κινηθεί σχετική διαδικασία ανάληψης, από το υπουργείο μας, της φρούρησης των Σωφρονιστικών Καταστημάτων.


3 Και τώρα για τον κ. Σαρτζετάκη και τον κ. Αθανασόπουλο τα παρακάτω και για τελευταία φορά.


Προσπαθεί ο κ. Σαρτζετάκης και σήμερα να διαστρέψει ολόκληρη ιστορία παλαίοντας, ανοήτως, να αποδείξει το μαύρο – άσπρο.


Μαθήματα από Σαρτζετάκη, ουδείς δέχεται, ο οποίος από τότε που έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας (τηρήθηκε τότε διαδικασία εν κρυπτώ και παραβύστω) και στο διάστημα της θητείας του μισήθηκε όσον ουδείς. Και οι πάντες δεν του απονέμουν χαιρετισμό. Εδωσε εξετάσεις και απέτυχε παταγωδώς. Ουδείς δικαστικός μιλάει, έστω κατ’ επιείκειαν, με καλά λόγια για τον ίδιο. Εχει μαλώσει με τους καλύτερους φίλους του. Θυμάμαι τον αγωνιστή της δημοκρατίας Αρτέμη Καλλιτεράκη, που μας είχε κάνει το τραπέζι (δύο φορές). Με τον κ. Σαρτζετάκη κάναμε μαζί στη Φυλακή της Χούντας, γνωρίζει ότι ξέρω την υπόθεση Λαμπράκη όσον ουδείς, ενώ εκείνος δεν θυμόταν μετά τη δίκη τίποτε, όπως ο ίδιος και έδωσε να καταλάβουμε.


Τα περί συναινέσεώς του στον χωρισμό που πρότεινε ο Κ. Κόλλιας, μού τα είπε ο αείμνηστος Δημ. Παπαντωνίου και μεταξύ των ΔΥΟ, συμφωνεί σε αυτό ολόκληρος ο νομικός κόσμος, ότι εκείνος που γνώρισε και τους ΔΥΟ, ποιος είναι ο αξιόπιστος και ποιος λέει ψέματα. Και ο κ. Σαρτζετάκης λέει ψέματα. Λυπούμαι που πρέπει να είμαι συγκρατημένος από λόγους ευπρέπειας, ενώ εκείνος είναι αδίστακτος. Καλύτερα τον γνωρίσαμε στη φυλακή. Δεν ζει ο Γιάννης Αλευράς, ο Ξεν. Πολοποννήσιος, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο Φοίβος Κούτσικας, ο Γιάννης Κορωναίος για να μίλαγαν εκείνοι αντί για μένα.


Βούιξε τότε ο κόσμος για χωρισμό των τεσσάρων δικογραφιών για τον οποίον μίλησε και ο Νίκος Αθανασόπουλος ­ στο προηγούμενο «Βήμα» ­, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών τότε, που πήρε μέρος κοντά στα διαδικαστικά, αλλά και τα ουσιώδη τότε γεγονότα.


Επιχειρεί ο κ. Σαρτζετάκης να διαψεύσει διάσημους δικαστικούς για το ήθος τους και τη δικαστική τους προσωπικότητα, τον Αντώνιο Φλώρο, τον Βασίλειο Σακελλαρίου, τον Δημήτριο Παπαντωνίου, επίσης το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα ίδια του τα γραφτά, τα ίδια του τα μούτρα, που λέει ο Λαός.


Δεν περνάνε αυτά, κ. Διευθυντά. Μπάζει νερά όλη του η συμπεριφορά. Και δεν το καταλαβαίνει ο κ. Σαρτζετάκης, ή δεν θέλει να το καταλάβει. Και δεν βλέπει ότι γίνεται καταγέλαστος με τα καμώματά του. Βεβαίως, ύστερα από τη δήλωσή του ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει, και από μένα θα συμβεί το ίδιο. Στο βιβλίο όμως «Η Δικαιοσύνη της Πατρίδας» και με υπότιτλο «Πιστή θεραπαινίδα της καθεστηκυίας τάξεως μέχρι το 1981» η συνέχεια Σαρτζετάκη. Υπολόγιζα η υπόθεση Λαμπράκη να πάρει 10 σελίδες, εφόσον επιμένει ο κ. Σαρτζετάκης να αρνείται τα πάντα τότε θα γραφούν όλα γύρω από την υπόθεση. Παραπέμπω δε τον ίδιο στην εφημερίδα μου «Δικηγορική Γνώμη» να διαβάσει και να ιδεί καλά εκεί και τον εαυτό του. Ο μακαρίτης ο Παπαντωνίου τον κάλυψε γραπτώς αργότερα, σε έκθεσή του «προς τον κ. Υπουργό της Δικαιοσύνης (Γραφείον Ειδικού Συμβούλου κ. Σούρλα) για τη συναίνεση ενώπιον του Κ. Κόλλια και αφού εξασφάλισε τη στάση του «περί μη χωρισμού της Δικογραφίας».


Είναι ενήμερος σύμπας ο ελληνικός λαός. Ζήτησε τον χωρισμό των Δικογραφιών ο Κ. Κόλλιας, ναι ή όχι! Οι πάντες και η κατάθεσή σου κ. Σαρτζετάκη σε διαψεύδουν.


Και έρχομαι στο Καλαμπόκι και στον κ. Αθανασόπουλο.


Αντιπαρερχόμενος την αντίδρασή του για όσα τον έτσουξαν και με ικανοποιεί το γεγονός ότι δεν θα γράψει, γιατί άλλα περιερχόμενος διαδίδει εις βάρος του αείμνηστου προέδρου μας σχετικά με υπό έκδοση βιβλίο του. Εχει λοιπόν καλώς, ότι δεν πρόκειται να γράψει (για να τα φορτώσει δηλαδή σε άλλους).


Κύριε Διευθυντά,


Έχω ανακοινώσει ότι ύστερα από το βιβλίο μου για την Εθνική Αντίσταση σειρά έχουν τρία βιβλία μου, το ένα εκ των οποίων αφορά τη Δικαιοσύνη υπό τον τίτλο «Η Δικαιοσύνη της Πατρίδας (πιστή θεραπαινίδα της καθεστηκυίας τάξεως μέχρι το 1981)», το οποίο περιέχει μελέτες, άρθρα, σχόλια, κριτικές για τη Δικαιοσύνη, δημοσιευμένα όλα αυτά στη «Δικηγορική Γνώμη», στο «Νομικό Βήμα» του ΔΣΑ και σε άλλα νομικά φύλλα, καθώς και σε εγκυκλοπαίδειες. Μαζί με έναν πρόλογο για την ιστορία της Δικαιοσύνης από τη νομοθεσία του Σόλωνα μέχρι των ημερών μας (περίπου 100 σελ.), το δε Γ’ Μέρος θα περιέχει σε περίληψη ορισμένες επιλεκτικά ποινικές δίκεςαπό τη Δίκη στην αρχαία Αθήνα των στρατηγών «της εν Αργινούσαις ναυμαχίας» ως τη δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος στην οποία, παρανόμως και παρά το Σύνταγμα, προήδρευσε ο κ. Κόκκινος.


Το δεύτερο είναι «Η αντιδικτατορική αντίσταση κατά της χούντας των συνταγματαρχών» και το τρίτο «Δέκα χρόνια υπουργός του ΠΑΣΟΚ», που σε αυτό περιέχεται η ιστορία και η δράση του ΠΑΣΟΚ από της γενέσεώς του μέχρι του θανάτου του αείμνηστου προέδρου μας Ανδρέα Παπανδρέου και τι ο μεγάλος ηγέτης μας προσέφερε στο Εθνος, τον Λαό και τη Δημοκρατία – Λάθη και Αδυναμίες μας. Σε αυτόν τον κύκλο, είτε της Δικαιοσύνης και των δικών είτε του ΠΑΣΟΚ, καλούμαι να γράψω την αλήθεια.


Και επειδή πρέπει ο ιστορικός να γράφει την αλήθεια, την πραγματική αλήθεια (ο ιστορικός πρέπει να είναι της παρρησίας και της αληθείας φίλος και να λέγει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, όπως δίδαξε ο Λουκιανός), θα περιλάβουμε τινά και για «το καλαμπόκι» και «για τη ρύθμιση των χρεών Καλκάνη». Εντιμότατοι αμφότεροι οι καταδικασθέντες τότε συνάδελφοί μας Αθανασόπουλος και Τσοβόλας, τους οποίους μετά πάθους υπερασπίσθηκα, τον πρώτον και επ’ ολίγον ως συνήγορός του παρακληθείς υπό του ιδίου προς τούτο (όταν οι συνήγοροί του κύριοι Αλεξανδρής και Σταμούλης είχαν αποχωρήσει διαμαρτυρόμενοι για την τακτική Κόκκινου και ώσπυ επανέκαμψαν), τον δεύτερο (κ. Τσοβόλα) επί ολόκληρον έτος, προ, κατά και μετά τη δίκη.


Εντιμότατοι μεν αμφότεροι, πλην έκαμαν νομικά λάθη κατά τη διαχείριση των γνωστών υποθέσεων για τις οποίες, αδίκως, κατ’ ουσίαν κατηγορήθηκαν. Και κακώς καταδικάσθηκαν.


Για τον κ. Αθανασόπουλο έχω να προσθέσω ότι δεν δίδω, επί του παρόντος, τα προφορικά και γραπτά του εγκώμια κατά την εποχή της δίκης του και από τη φυλακή. Εχω όμως να διαδηλώσω ότι «τον πήρα στην πλάτη μου» στο Κανάλι 29 το 1993 καλώντας τον κόσμο μας να τον ψηφίσει, και έτσι έλαβε στις εκλογές της 10.10.93 ψήφους 116.474, μόλις 1.937 λιγότερους από εμέ που πήρα 117.411 με παράπονα εναντίον μου από τους συνυποψηφίους μας. Ενώ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 έλαβε μόνο 31.407 ψήφους καταλαβών την 17η θέση του αποτυχόντα.


Δεν ψάχνει να βρει τι συνέβη για την απότομη αυτή μεταστροφή του λαού μας της Β΄ Αθηνών και νομίζει ότι βρήκε στόχο για να βγάλει απωθημένα. Και δεν ψάχνεται γιατί τόσο σκληρά αποδοκιμάσθηκε. Δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο από τέταρτος στους 16· πάτος.


Οσο για την παραγραφή για την οποία μιλάει ειρωνικά ο κ. Αθανασόπουλος έχω να ειπώ τα ακόλουθα:


Υπήρξε μελέτη μου, η οποία είναι δημοσιευμένη στην «Ελευθεροτυπία» προς απόκρουση γνωμοδοτήσεων ότι πρόκειται, τάχα, περί αποσβεστικής προθεσμίας (και όχι θέμα ποινικής παραγραφής) και ότι αυτή η προθεσμία αναστέλλεται, μεταξύ των οποίων μια του καθηγητή Ράικου κατά παραγγελία του μακαρίτη προέδρου της βουλής Αθανασίου Τσαλδάρη και η άλλη με την πρωτοβουλία του καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου Προκόπη Παυλόπουλου κατά παραγγελία της Νέας Δημοκρατίας και της τότε Συγκυβέρνησης του Ιουλίου 1989 (Δεξιά και Συνασπισμός της κομμουνιστικής αριστεράς). Και για την οποία διατριβή μου μίλησαν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου ευμενώς ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου Αλ. Κατσαντώνης και άλλοι καθηγητές, όπως και το συνέδριο των συνταγματολόγων.


Τη γνωρίζω καλύτερα την υπόθεση του Καλαμποκιού, που ξεκίνησε με μήνυση εμπόρων με Λυκουρέζο, και εκεί είχαν καταμαρτυρηθεί τα πάντα, ενώ ο κ. Αθανασόπουλος προσπαθούσε να αποκρούσει «καραμπινάτο μάρτυρα» που είχε στα χέρια του τα πάντα και βροντοφώναζε: «κάνατε απάτη κύριοι, ισχυριζόμενοι ψέματα να πάρετε λεφτά παρανόμως, από την Κοινότητα», απ’ ό,τι την έχει μπερδέψει στο μυαλό του ο ίδιος, και έχω τον σχετικό φάκελο. Και αποτελεί πολιτική και ηθική κατάπτωση η δήλωσή του ότι δεν έγραψε τότε και δεν θα γράψει ακόμη «διά το συμφέρον του έθνους» χωρίς ντροπή. Από τη μια πλευρά, κομπορρημονεί περί της νομικής του αυθεντίας, και από την άλλη έχει μπερδέψει ολοσχερώς τα πράγματα. Πάντως, θα γράψω και γι’ αυτή τη δίκη και για την ιστορία.


[Και τώρα, κ. Διευθυντά, θα παρακαλέσω να φιλοξενήσετε τμήματα της κατάθεσης του Δημ. Παπαντωνίου (τον οποίον δεν θέλει να ακούει ο κ. Σαρτζετάκης) σε μήνυση του Γ. Χρηστέα, διασήμου ποινικολόγου (θείου του ακαδημαϊκού και καθηγητή κ. Σκαλκέα) εναντίον του Κ. Κόλλια «για παράβαση καθήκοντος αναφερομένου και στη «Δικηγορική Γνώμη»», όπως παρακάτω.]


[Στο σημείο αυτό, ο κ. Υπουργός παραθέτει τέσσερις πυκνοδακτυλογραφημένες σελίδες από την αναφερόμενη κατάθεση του Δημ. Παπαντωνίου. «Το Βήμα» έχει στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου τις σελίδες αυτές].


Με την οφειλόμενη τιμή


Ευάγγελος Γιαννόπουλος