Οταν η εφημερίδα «Το Βήμα» πρωτοπαρουσίασε για τα ελληνικά δεδομένα (12 Οκτωβρίου 1997) την «υπόθεση Sokal» κανείς δεν περίμενε ότι θα πυροδοτούσε ευρύτατες συζητήσεις γύρω από την κατάσταση των επιστημών και της φιλοσοφίας σήμερα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι επιτέλους και στη χώρα μας διεξάγεται ένας θεωρητικός διάλογος υψηλού επιστημονικού κύρους με επίδικο αντικείμενο τον χαρακτήρα της θεωρίας και του σκέπτεσθαι γενικότερα. Σημειώνω ότι ο Αργύρης Νικολαΐδης (αναπληρωτής καθηγητής της Θεωρητικής Φυσικής) τονίζει την ανάγκη για «μια ανοιχτή σκέψη που δεν διαχωρίζει, μια σκέψη που χρησιμοποιεί τη λογική γνωρίζοντας τα όριά της» («Το Βήμα», 16 Νοεμβρίου), ενώ από την άλλη ο Δημήτρης Δημητράκος (καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας) μολονότι υποστηρίζει ότι η μεταμοντέρνα φιλοσοφία αυτοπαγιδεύτηκε δεν παραβλέπει ότι το «μείζον γεγονός είναι ότι υπάρχει διαπολιτισμικά έγκυρη γνώση που είναι σημαντικό να την κατέχει κανείς» (επίσης στο «Βήμα», 16 Νοεμβρίου).


Θα διατυπώσω το βασικό ερώτημα που μας απασχολεί με απλούς όρους (με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια που επιζητεί ο Νάσος Βαγενάς): η θεωρία στις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης της κοινωνίας μας μπορεί να λειτουργεί ως συνείδηση της πραγματικότητας και υπό ποιους όρους (επιστημολογικούς και πραγματολογικούς); Είναι το ίδιο ερώτημα που διατυπώνεται είτε ως μετασχηματισμός της σκέψης είτε ως «τέλος της φιλοσοφίας». Ο 20ός αιώνας προσφέρει ένα πανόραμα ποικίλων θεωρητικών στάσεων που εκτείνονται από τον άκρατο επιστημονισμό ως την αυθαίρετη ρητορεία. Οι Sokal και Bricmont ισχυρίζονται ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί όρους και προτάσεις των φυσικομαθηματικών επιστημών ούτε κατά «μεταφορική» χρήση, επειδή η ίδια (δηλ. οι φιλόσοφοι) αγνοεί το κατ’ εξοχήν λογικό τους νόημα. Δεν θα πρέπει να διατυπώσει κανείς επιχειρήματα εναντίον της κεντρικής αυτής θέσης των Sokal και Bricmont, για τον απλούστατο λόγο ότι ένας τέτοιου τύπου ισχυρισμός θα είχε επιστημολογικό κύρος μόνο στην περίπτωση που η εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης εξαρτιόταν από την ανάπτυξη των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δηλ. μόνο αν ίσχυε το επιστημολογικό καθεστώς γένεσης της φιλοσοφίας που αναλύεται στον πλατωνικό Τίμαιο. (Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι επιτέλους διαθέτουμε μια έγκυρη έκδοση του «Τίμαιου» από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Βασίλη Κάλφα ­ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις). Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας στις σημερινές συνθήκες δεν εξαρτάται από την επιστημονική σύλληψη του αντικειμένου της φύσεως, αλλά από την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας μας. Ο περιώνυμος «μετασχηματισμός της φιλοσοφίας» δεν είναι αυθαίρετη επιλογή φαντασιόπληκτων φιλοσόφων, αλλά αδήριτη αναγκαιότητα που προήλθε από τις επιστημονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τόσο στον χώρο των φυσικομαθηματικών όσο και στον χώρο των κοινωνικών επιστημών.


Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κανείς δεν είναι προνομιακός κάτοχος της λογικής, ούτε ότι εκείνος που χρησιμοποιεί τη φαντασία του είτε άλλες μη έλλογες δυνάμεις, για να συλλάβει την πραγματικότητα, θέτει τον εαυτό του εκτός της φιλοσοφικής κοινότητας. Είναι εύστοχη η αναφορά του Δ. Τζιόβα (καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών) στον Hayden White και στο κείμενό του: «Το ιστορικό κείμενο ως λογοτεχνικό δημιούργημα» («Το Βήμα», 16 Νοεμβρίου). Στον κατάλογο προστίθεται ένας ακόμη θεωρητικός (ο Hayden White), ο οποίος υπερβαίνει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο αναλυτικό και στο ερμηνευτικό πρότυπο συγκροτήσεως της θεωρίας.


Και το ερώτημα που τίθεται μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: είναι δυνατόν η σκέψη να συλλάβει την πραγματικότητα (την πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα, κατά τον Niklas Luhmann) με όρους αποκλειστικά και μόνον της λογικής; Ο «μετασχηματισμός της φιλοσοφίας» οφείλεται στην ανάπτυξη του ίδιου του αντικειμένου, δηλ. της κοινωνικής πραγματικότητας. «Κάπου στη γωνία ο Τίμαιος υπομειδιά» γράφει ο Αργύρης Νικολαΐδης και έχει δίκιο. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να οργανώσει στο μυαλό του την πραγματικότητα με βάση μόνον τα λογικά σχήματα ή το αναλυτικό πρότυπο. Κάθε φιλόσοφος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να υπερβεί την εργαλειακή ορθολογικότητα της παραδοσιακής σκέψης. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίνονται οι σύγχρονοι γάλλοι φιλόσοφοι που βρέθηκαν στο στόχαστρο των Sokal και Bricmont.


Για να υπάρξει σήμερα φιλοσοφία πρέπει η ίδια η σκέψη να υπερβεί τη λογική της περιχαράκωση. Πρέπει να φθάσει στα όρια της λογικής και της γλώσσας. Οι μεγάλοι δάσκαλοι, όπως π.χ. είναι οι Nietzsche, Wittgenstein, Heidegger και Adorno, μας δίδαξαν ότι η φιλοσοφία ως «γλωσσικό παιχνίδι» δεν διαθέτει κανένα σταθερό, αρχιμήδειο, σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να παρακολουθεί τα συμβαίνοντα. Ο Derrida θα έλεγε ότι η άσκηση της φιλοσοφίας σήμερα δεν είναι παρά «σημειώσεις ενός τυφλού» και ο Adorno θα αγωνιούσε να βρει έναν τρόπο να «πάμε πέρα από την έννοια μέσω της έννοιας».


Ισως στο σημείο αυτό να έχει δίκαιο ο Ν. Βαγενάς, όταν θέτει το ερώτημα: «Ως ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο ο λόγος των επιστημών του ανθρώπου μπορεί να συγχωνευθεί με τον λόγο της φαντασίας και της λογοτεχνίας χωρίς να πάψει να παραμένει λόγος επιστημολογικός;» (βλ. «Το Βήμα», 9 Νοεμβρίου). Το ερώτημα αυτό έχει επικρατήσει να ονομάζεται στη φιλοσοφική γλώσσα: «επιτελεστική αντίφαση». Δηλ. πώς μπορεί κανείς να υπερβεί τα όρια του Λόγου χωρίς να περιπέσει στον ανορθολογισμό. Ο κλασικός ορθολογισμός έχει φθάσει στα όριά του (επιστημολογικά και πραγματολογικά). Η επίγνωση αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο της μετανεωτερικής φιλοσοφίας, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνον τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία. Μπορεί κανείς να έχει τις αντιρρήσεις του σχετικά με τους γάλλους φιλοσόφους και με τον τρόπο που υπερβαίνουν την «επιτελεστική αντίφαση», αλλά αυτό το αίτημα είναι πια οικουμενικό όσον αφορά τη συγκρότηση της φιλοσοφίας σήμερα. Ο σκληρός πυρήνας της «έγκυρης γνώσης που είναι σημαντικό να κατέχει κανείς» (Δημητράκος) δεν αποτελεί το επιστημολογικό κριτήριο της θεωρίας. Η φιλοσοφική σκέψη σήμερα δεν κινείται στα λογικά όρια του «Τίμαιου», αλλά αναπτύσσεται στις πραγματολογικές συνθήκες του νοήματος. Η εποχή της υποτιθέμενης αθωότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και η θεωρία επιτέλους έχει αναλάβει τις ευθύνες της έναντι της ιστορικής εξελίξεως του ανθρώπου. Οι «μεγάλες αφηγήσεις» που γέννησε το αναλυτικό πρότυπο κατέρρευσαν, όπως κατέρρευσαν και τα κοινωνικά συστήματα που τις χρησιμοποίησαν.


Αν μας ενοχλεί ο «αισθητικός μετασχηματισμός της γλώσσας» που χαρακτηρίζει τη μετανεωτερική φιλοσοφία ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο 20ός αιώνας υπήρξε το δημιούργημα του επιστημονικού της φιλοσοφίας. Μετά το 1989 ο άνθρωπος δίνει τη μάχη για μια δεύτερη εκκοσμίκευση της σκέψης του και της πράξης του. Ολα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Αυτό αποδεικνύει, εξάλλου, η συντηρητική επίθεση των Sokal και Bricmont εναντίον μιας σκέψης που σκέφτεται τα όρια της λογικής και θέτει το αίτημα της απελευθέρωσης, αισθητικής ή πραγματολογικής δεν έχει σημασία. Εκείνο που θα πρέπει όλοι να σκεφτούμε είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να σκεπτόμαστε αποκλειστικά και μόνον κατά το αναλυτικό πρότυπο. Η μετανεωτερική φιλοσοφία αποτελεί τον ριζικό μετασχηματισμό του ερμηνευτικού προτύπου. Η απόσταση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στην κοινή συνείδηση ήταν πάντοτε μεγάλη. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωσή μας. Αν έγραφε σήμερα ο Πλάτων τον «Τίμαιο» τότε σίγουρα θα εντόπιζε αλλού τις συνθήκες γένεσης της φιλοσοφίας. Είμαστε ακόμη στην αρχή του «μετασχηματισμού της φιλοσοφίας». Η ίδια η σκέψη έχει απαλλαγεί από τα παραδοσιακά δεσμά της και ανοίγεται προς νέους επιστημολογικούς δρόμους. Ο αμερικανός φιλόσοφος Richard Rorty επισημαίνει ότι, αν αυτό που ένωσε τη φιλοσοφία με τις φυσικομαθηματικές επιστήμες ήταν η γνώση, σήμερα η θεωρητική σκέψη και η κοινή συνείδηση μοιράζονται την επικοινωνία, την ελπίδα, τη συνεννόηση.


Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.