Είναι γνωστό ότι η τρομοκρατική δραστηριότητα και ειδικότερα η διεθνής τρομοκρατία δεν μπορεί να ορισθεί ικανοποιητικά. Οι λόγοι για αυτήν τη δυσκολία είναι καθαρά πολιτικοί, όπως θα φανεί πιο κάτω. Πρακτικά βέβαια γνωρίζουμε τι σημαίνει «τρομοκρατία» σήμερα. Σημαίνει προμελετημένη άσκηση βίας εναντίον στόχων που δεν ενέχονται σε πολεμικές επιχειρήσεις εκ μέρους «υπο-εθνικών» ομάδων ή παράνομων πρακτόρων με σκοπό να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Ο όρος «διεθνής τρομοκρατία» σημαίνει τρομοκρατία στην οποία ενέχονται πολίτες που ανήκουν σε περισσότερες από μία χώρα.


Αν ανατρέξουμε στις ιστορικές καταβολές της τρομοκρατίας, θα φανεί καθαρότερα το πραγματικό πολιτικό της νόημα. Ο πρώτος της ορισμός της τρομοκρατίας δίδεται το 1798 από τη Γαλλική Ακαδημία: «Σύστημα διακυβέρνησης μέσω του τρόμου». Αναφερόταν στο δικτατορικό καθεστώς του Ροβεσπιέρου τη διετία 1792-1794. Από εκεί ξεκινάει η τρομοκρατία. H τρομοκρατική δραστηριότητα σημαδεύεται από αυτήν της την ιστορική αφετηρία, είτε όταν είναι κρατική είτε όταν προέρχεται από άλλα, παράνομα και υπόγεια κέντρα εξουσίας, που λειτουργούν ως κράτη εν δυνάμει.


Αυτό έκανε μια ομάδα ρώσων επαναστατών τον δέκατο ένατο αιώνα, η περίφημη «Ναρόντναγια Βόλια» («Λαϊκή Βούληση»), τα μέλη της οποίας πρόβαλλαν την ιδιότητα του τρομοκράτη με υπερηφάνεια, θεωρώντας ότι οι δολοφονίες που πραγματοποιούσαν είχαν σκοπό τη λύτρωση της Ρωσίας από τους καταπιεστές της. Οι άνθρωποι αυτοί εμπνέονταν από μια πεποίθηση κοινή σε όλους τους επαναστάτες που χρησιμοποιούν τρομοκρατικά μέσα: ότι ορισμένες εντυπωσιακές ενέργειες μπορούν να αποτελέσουν την αναγκαία σπίθα που θα προκαλέσει τη μαζική βίαιη επανάσταση. Ούτε όμως η δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου την οποία πέτυχαν το 1881 ούτε η τρομοκρατική δραστηριότητα, που συνεχίστηκε στην Ευρώπη και μετά από αυτό το γεγονός, και η οποία συνίστατο σε απόπειρες δολοφονίας πολιτικών ηγετών, δεν οδήγησαν στην ποθούμενη επανάσταση.


Μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησαν πολλές μορφές τρομοκρατίας: πολιτικής, ιδεολογικής, θρησκευτικής, με ή χωρίς τη συγκεκαλυμμένη βοήθεια ξένων κρατών. Και ακριβώς αυτή η πολυμορφία της τρομοκρατίας δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες στη διεθνή προσπάθεια να ορισθεί και στη συνέχεια να τεθεί υπό απαγόρευση αυτή η δραστηριότητα.


Τα έτη ’60 και ’70 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών προσπάθησε, αλλά δεν πέτυχε, να επιβάλει έναν ορισμό της τρομοκρατίας και να τη θέσει εκτός νόμου. Δεν ήταν όμως δυνατό να βρεθεί συμφωνία πάνω στον ορισμό της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Ο λόγος είναι απλός: ο υπόγειος τρομοκράτης είναι ένας κρατικός ηγεμόνας «εν σμικρώ» και δεν διαφέρει η δραστηριότητά του πολύ από εκείνη που επίσημα ή συχνότερα ανεπίσημα υιοθετούν τα κράτη. Από την άλλη μεριά, δεν ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί η τρομοκρατική δραστηριότητα ως νόμιμη αντίδραση σε αδικίες που υφίσταται οποιοδήποτε κοινωνικό ή εθνικό σύνολο. Γι’ αυτό τα Ηνωμένη Εθνη περιόρισαν τις προσπάθειές τους στην εξεύρεση πρακτικών λύσεων και όχι στον ορισμό. Ανάμεσα στο 1963 και στο 1999 έγιναν 12 διεθνείς συμβάσεις που θέτουν υπό απαγόρευση συγκεκριμένες τρομοκρατικές πράξεις, όπως είναι η αεροπειρατεία και η κράτηση σε ομηρία, χωρίς όμως να καταγγέλλονται οι πράξεις αυτές ως τρομοκρατικές.


Τη δεκαετία 1990-2000 τα Ηνωμένα Εθνη ενέτειναν τις προσπάθειές τους να θέσουν εκτός νόμου την τρομοκρατία. H Νομική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε μεγάλο αριθμό εκθέσεων, η τελευταία των οποίων ήταν του Νοεμβρίου 2001, που καταδικάζει και συγχρόνως ορίζει τις τρομοκρατικές πράξεις ως εξής: «Εγκληματικές πράξεις που αποσκοπούν στη δημιουργία κατάστασης τρόμου στο ευρύ κοινό ή σε μια ομάδα ή σε μέλη μιας ομάδας για πολιτικούς λόγους». Οι πράξεις αυτές καταδικάζονται «ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές, φιλοσοφικές, ιδεολογικές, φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές ή άλλες αιτίες που μπορούν να προβληθούν για να τις δικαιολογήσουν».


H καταδικαστική αυτή περιγραφή όμως της τρομοκρατικής δραστηριότητας δεν αρκεί για να την εξαλείψει ή έστω για να την απομονώσει ηθικά. Δεν είναι δημοφιλής βέβαια ο τρομοκράτης, λόγω της ανασφάλειας που εγκαθιστά στη διεθνή κοινωνία. Αλλά η δραστηριότητά του δεν είναι παρά μια πιο έντονη μορφή «αγωνιστικότητας», μια εκδήλωση της αντίληψης της πολιτικής ως πολέμου. Ακριβώς αυτή η αντίληψη γέννησε και εξέθρεψε την κρατική τρομοκρατία εκ μέρους του Ροβεσπιέρου, του Λένιν, του Στάλιν και του Χίτλερ. Το καθεστώς τρόμου που επέβαλαν ήταν λογική συνέπεια μιας αντίληψης της πολιτικής ως συνέχισης του «αγώνα» με μαζικά τρομοκρατικά μέσα. Τα μέσα αυτά αντικαθιστούν τη μέθοδο της διαπραγμάτευσης, της εξεύρεσης ισορροπιών και συμβιβασμών στο στάδιο της δημοκρατικής πολιτικής. Οσο η τελευταία δεν εμπεδώνεται πλήρως και όσο το σύγχρονο κράτος, ακόμη και το πιο δημοκρατικό, διατηρεί για τον εαυτό του το προνόμιο της άσκησης μαζικής βίας, η διάκριση ανάμεσα στην κρατική και τη μη κρατική τρομοκρατική δραστηριότητα θα είναι ηθικά και πολιτικά δυσδιάκριτη, και θα διαφέρουν απλώς οι «περιστάσεις» που θα «δικαιολογούν» τη μία ή την άλλη.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.