Τον Λυκούργο Αγγελόπουλο πότε επιτέλους θα μας τον στείλετε στη Νέα Υόρκη;». Το ερώτημα που ετέθη προ ολίγων μόνο ημερών στον πρόεδρο του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού, καθηγητή Αδ. Πεπελάση, δεν προερχόταν, όπως θα υπέθετε εύκολα κανείς, από κάποιον ομογενή, λάτρη της βυζαντινής μουσικής. Η πρόταση, χρωματισμένη μάλιστα από αρκετή έκπληξη, προερχόταν από τον πρόεδρο του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Και συμπυκνώνει ό,τι περισσότερο θα ευχόταν το Ιδρυμα να είχε καταφέρει: τουτέστιν, μια τέτοια συνεργασία και επαφή με μεγάλα κέντρα πολιτισμού (όπως το συγκεκριμένο κορυφαίο μουσείο) ώστε να γνωρίζει και στη συνέχεια να «εξάγει» αυτά τα προϊόντα του ελληνικού πολιτισμού που μπορούν να ενδιαφέρουν και να συγκινούν τους ξένους.


Μα ήταν ως τώρα αυτός στόχος του Ιδρύματος, που αριθμεί ήδη επτά έτη ζωής και λειτουργίας; Ουδείς θα μπορούσε να απαντήσει σαφώς καθώς όλα αυτά τα χρόνια συγκεχυμένοι ήταν οι στόχοι και ούτε το καθεστώς λειτουργίας του Ιδρύματος βοηθούσε τη διασαφήνιση και δρομολόγησή τους. Η προώθηση και προβολή του ελληνικού πολιτισμού όσο ωραία ηχεί άλλο τόσο δύσκολη είναι στην πράξη, σε μια χώρα όπου π.χ. ουδείς μπορεί να πληροφορηθεί μέσα από αξιόπιστη βάση δεδομένων τα βιβλία που εκδίδονται και σε έναν κόσμο που ελάχιστους λόγους έχει να ενδιαφερθεί για τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμη και η ίδια η επωνυμία του Ιδρύματος ­ Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού ­ έχει μια στομφώδη γενικότητα που δύσκολα μπορεί να βρει αντάξιο περιεχόμενο.


Με διάρθρωση που κατά πολλούς έμοιαζε σαν να έρχεται από τον 19ο αιώνα ταλαντευόταν ανάμεσα στο να δεξιώνεται με ιδιαίτερη γαλαντομία φιλέλληνες και κοσμικούς και στο να σχεδιάζει εκθέσεις στα παραρτήματά του, όπου συχνά ο μοναδικός υπάλληλός του, συνήθως με τον τίτλο του διευθυντή, ήταν υποχρεωμένος να περιμένει το κουδούνισμα από κάποιον περαστικό ώστε να κατεβεί να ανοίξει την εξώθυρα. Μετά τη θορυβώδη κατάργηση, τον Ιούνιο του 1995, της γενικής συνέλευσης (η οποία είχε ξεκινήσει το ’92 με 50 μέλη και είχε φθάσει το ’97 τα 180), το νέο 15μελές διοικητικό συμβούλιο που ανέλαβε καθήκοντα προσπάθησε με αρκετά συντονισμένους διοικητικούς χειρισμούς να περιστείλει τα διαρκώς αυξανόμενα χρέη (κατ’ άλλους να περιορίσει έτσι τη δραστηριότητα), να ενισχύσει τη συνεργασία του με έδρες νεοελληνικών σπουδών και να καταλήξει σε πρόταση θεσμικού πλαισίου που κάπως παραλλαγμένη εμφανίζεται τώρα στο νομοσχέδιο που κατέθεσε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γ. Α. Παπανδρέου, καθ’ ύλην αρμόδιος, καθ’ ότι το ΙΕΠ υπάγεται στο υπουργείο του.


Με το νέο νομοσχέδιο το Ιδρυμα συνδέεται στενότερα με το ΥΠΕΞ και δευτερευόντως με άλλα υπουργεία (Πολιτισμού και Παιδείας), αποκτά δομή και θεσμική διάρθρωση ιδρύματος και όχι σωματείου ­ καθώς ίσχυε ως σήμερα ­ και αποκτά στόχους έργου πιο συγκεκριμένους, προσανατολισμένους όχι στους Ελληνες του εξωτερικού αλλά στους ξένους που ενδιαφέρονται για τα ελληνικά (γλώσσα και κουλτούρα).


Ειδικότερα:


* Θα ορίζεται από τον υπουργό Εξωτερικών 13μελές ΔΣ και πρόεδρος αυτού πενταετούς θητείας.


* Πενταετούς θητείας θα είναι και ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος ο οποίος θα ορίζεται από το ΔΣ.


* Δύο από τα μέλη του ΔΣ θα ορίζονται από τους υπουργούς Παιδείας και Πολιτισμού.


* Επιτροπή επιτίμων μελών θα αντικαταστήσει τη γενική συνέλευση. Αυτά τα μέλη (Ελληνες και ξένοι, διακεκριμένες προσωπικότητες) θα ορίζονται από το ΔΣ και θα είναι επίσης πενταετούς θητείας. Χωρισμένα σε θεματικές επιτροπές (αρχαιολογία, εικαστικά κλπ.), θα έχουν ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό και αναλόγως θα εισηγούνται στο ΔΣ.


* Επιπλέον, για τον προγραμματισμό θα συσταθεί και άλλη επιτροπή η οποία θα ορίζεται από το ΥΠΕΞ και θα αποτελείται από εκπροσώπους δημοσίων φορέων.


* Υπάλληλοι του


ΥΠΕΞ διαφόρων βαθμίδων θα μπορούν να εργάζονται ή να προΐστανται των παραρτημάτων του Ιδρύματος.


Η εκκρεμότητα μοιάζει να λύνεται έτσι, πράγμα στο οποίο συμφωνεί και ο κ. Αδ. Πεπελάσης, πρόεδρος του ΔΣ, του οποίου η θητεία έληξε μόλις στις 31 Ιουλίου, αλλά «αρκεί αυτό;», προσθέτει. «Πόσο μπορεί να γίνει πολιτιστική πολιτική να σχεδιασθεί και να εκτελεσθεί, όχι για δύο – τρία χρόνια, αλλά τουλάχιστον για τα δέκα επόμενα; πόσο μπορούν να ενισχύονται οι έδρες νεοελληνικών σπουδών, όχι για ένα χρόνο, αλλά τουλάχιστον για πέντε, όταν ο πολιτισμός είναι κάτι έξω από την ελληνική κοινωνία; Σαφώς πρέπει το ΙΕΠ να έχει δύο διαδρομές μπροστά του: αφενός την ενίσχυση των πηγών που το πληροφορούν και του προτείνουν θέματα και τρόπους προβολής του ελληνικού πολιτισμού και αφετέρου το πολιτιστικό πρόγραμμα. Αλλά πώς να μιλήσουμε για πολιτιστική πολιτική όταν ο πολιτισμός είναι κάτι στο οποίο η ελληνική κοινωνία δεν πιστεύει;».


Προφανώς ουδείς μπορεί να ανατρέψει αυτήν την απαισιόδοξη εκτίμηση, ιδίως αν ρίξει μια ματιά γύρω του και δει π.χ. στη λεωφόρο Κηφισιάς τα ασουλούπωτα, κακοδεμένα με σπάγκο μικρά πανό που «καλοδέχονται» τους ξένους αθλητές. Προφανώς όμως ιδρύματα χρηματοδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έχουν χρέος να αποδείξουν ότι μπορούν να εργαστούν για την ανατροπή αυτής της παραδοχής, εντέλει να αποδείξουν την αναγκαιότητα ύπαρξής τους.


* Η καλλιέργεια των σχέσεων συνεργασίας με άλλες χώρες και με την Ευρωπαϊκή Ενωση.


* Η ενίσχυση της προβολής των ελληνικών θεμάτων (κουλτούρα, γλώσσα) στους ξένους και όχι στους ομογενείς.


* Η εκδήλωση μιας γενικότερης πολιτιστικής εξωστρέφειας ώστε τα παραρτήματα, π.χ., να μην είναι απλώς μεμονωμένες ελληνικές νησίδες αλλά κέντρα συνεργασίας με τους ξένους.