Οτι η χώρα μας έχει μια βαριά πολιτιστική κληρονομιά με πλούσια αρχαιολογικά κατάλοιπα διάσπαρτα σ’ όλη την επικράτεια και εκτός αυτής είναι γνωστό σε όλους. Επίσης όλοι γνωρίζουν τα κέρδη που έχουμε αποκομίσει και συνεχίζουμε να αποκομίζουμε από αυτά. Υπενθυμίζω, π.χ., την παιδευτική τους αξία, το ενδιαφέρον που δείχνουν γι’ αυτά ξένοι που επισκέπτονται τη χώρα μας με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εισροή του τουριστικού συναλλάγματος, το ότι στον Παρθενώνα συχνά καταφεύγουμε όταν επιδιώκουμε πολιτιστικά εύσημα. Ακόμη πολλοί ίσως αγνοούν και το σημαντικό τους ρόλο κατά την επανάσταση του 1821. H ψυχή του φιλελληνικού κινήματος, που τόσο αποφασιστικά βοήθησε τον απελευθερωτικό αγώνα, ήταν η αρχαία Ελλάδα και τα υλικά της λείψανα. Ολα αυτά τα αναφέρω για να υπενθυμίσω στους αρμοδίους τις υποχρεώσεις που έχουν έναντι της αρχαίας κληρονομιάς.


Αφορμή για τα παραπάνω στάθηκε ένα σχέδιο νόμου για έναν νέο Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού που πριν από λίγο καιρό είδε το φως της δημοσιότητας και τον οποίο προτίθεται η ηγεσία του υπουργείου να φέρει στη Βουλή προς ψήφιση. Λόγω έλλειψης χώρου δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ λεπτομερειακά στις διατάξεις του, τόσο σ’ αυτές που κατά την άποψή μου κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση όσο και σ’ αυτές που τις κρίνω ως αρνητικές. H γενική πάντως εντύπωση που αποκόμισα διαβάζοντάς το είναι ότι έχει συνταχθεί από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν καλά τα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου, ενώ υποβόσκει και μια αντιπάθεια προς τους αρχαιολόγους. Για το τελευταίο δεν είναι ίσως άμοιροι ευθυνών και ορισμένοι αρχαιολόγοι, ωστόσο το κύριο ζητούμενο δεν είναι πώς θα περιορίσουμε τις όποιες αυθαιρεσίες των τελευταίων. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι το πώς θα διασωθεί, θα συντηρηθεί και θα αξιοποιηθεί καλύτερα ο αρχαιολογικός πλούτος της χώρας. Και επ’ αυτού είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι με το νέο υπό ψήφιση Οργανισμό το μέλλον των λειψάνων της προγονικής μας κληρονομιάς προβλέπεται δυσοίωνο.


Ενας από τους λόγους που με κάνουν να είμαι απαισιόδοξος για την τύχη των αρχαίων είναι ότι με το παραπάνω νομοσχέδιο η ύπαρξή τους θα εξαρτάται στην ουσία όχι από τη γνώμη ειδικών αλλά διαφόρων άλλων παραγόντων και εκπροσώπων φορέων, όπως π.χ. της τοπικής αυτοδιοίκησης, και αυτό σημαίνει ότι θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή από τις ορέξεις ποικίλων συμφερόντων. Σε θεωρητική βάση οι νέες ρυθμίσεις πιθανόν να φαίνονται και προοδευτικές. Αλλά όποιος γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα, όπου συχνά το συμφέρον όχι μόνον μιας ομάδας αλλά ακόμη και μεμονωμένων ατόμων υπερτερεί του κοινωνικού συμφέροντος, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι τα αρχαία, αν τελικά ισχύσει ένας τέτοιος νόμος, θα είναι σε λίγο… είδος υπό εξαφάνιση.


Θα μπορούσα επ’ αυτού να αναπτύξω σειρά επιχειρημάτων, ωστόσο θα περιοριστώ σε ορισμένα μόνον γεγονότα από την πόλη στην οποία συμβαίνει εδώ και χρόνια να μένω και να εργάζομαι. Και τα γεγονότα, ως γνωστόν, μιλούν καλύτερα από θεωρητικές προσεγγίσεις. Δεν ξέρω πόσοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι σε ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, που καλύπτει την περιοχή του Βαρδαρίου ως την Πανεπιστημιούπολη, δεν θα υπήρχε κανένας ανοικτός χώρος, πλην της Πλατείας Αριστοτέλους, αν δεν υπήρχαν κάποια… παλιοντούβαρα και κάποιες βυζαντινές εκκλησίες. Παντού θα κυριαρχούσε το τσιμέντο. Αν σήμερα υπάρχει π.χ. η πλατεία Ναυαρίνου ή η πλατεία Δικαστηρίων, αυτό οφείλεται στην ύπαρξη αρχαιοτήτων που μερικώς τουλάχιστον διασώθηκαν από τη λαίλαπα της ανοικοδόμησης: των λειψάνων του ανακτόρου του αυτοκράτορα Γαλερίου και της αρχαίας Αγοράς αντίστοιχα. Αυτό συνέβη επειδή αρμόδια για τα μνημεία αυτά ήταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία, μια από τις λιγότερο διαβρωμένες υπηρεσίες της κρατικής μηχανής. Το τι σημαίνει συμφέρον τοπικών κοινωνιών μας το δείχνουν άλλα παραδείγματα από την ίδια πόλη. Το νέο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφάσισε, εις βάρος των σημαντικών για την ιστορία της πόλης αρχαιοτήτων που υπάρχουν μπροστά από το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, να εξασφαλιστούν μερικές θέσεις πάρκινγκ αυτοκινήτων ανατρέποντας παλιότερη απόφαση του ίδιου Συμβουλίου. (Υπάρχει άραγε σοβαρό κράτος;) Στην ίδια πόλη, πριν από μερικά χρόνια, συνέβη και άλλο ανάλογο περιστατικό που δεν φαίνεται να συγκίνησε κανέναν αρμόδιο, με εξαίρεση ορισμένους κατοίκους της. Στο χώρο του τέως στρατοπέδου Κόδρα στην Καλαμαριά η τοπική αυτοδιοίκηση αποφάσισε να μετατραπεί και εδώ σε χώρο πάρκινγκ αυτοκινήτων ένα αλσύλλιο που είχε φυτευτεί στη μνήμη των αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας! Με το τελευταίο ανοσιούργημα συνάδουν και τα όσα είπε πρόσφατα ο νομάρχης της περιοχής. Οταν ρωτήθηκε για τις δυσκολίες που τυχόν προκύψουν κατά την κατασκευή του μετρό από την πιθανή ανεύρεση αρχαιοτήτων, έδωσε, σύμφωνα με τον τύπο, την εξής απάντηση-μνημείο ιστορικής συνείδησης: «Πρέπει να σκεφτόμαστε τους ζωντανούς, όχι τους νεκρούς»!


H κοινωνία των πολιτών (ωραίοι όροι που κάποιοι βάλθηκαν να τους μετατρέψουν σε «κούφιους») δεν φαίνεται καθόλου έτοιμη να πάρει στα χέρια της την τύχη των λειψάνων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει αφενός η παιδεία αυτού του τόπου να φτάσει σε πολύ ψηλότερο επίπεδο από αυτό στο οποίο βρίσκεται σήμερα και αφετέρου να περιοριστεί δραστικά η διαφθορά της κρατικής μηχανής και όχι μόνον. Επομένως έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμη. Οσοι μιλούν περί του αντιθέτου ή έχουν άγνοια της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ή δεν ζουν σ’ αυτόν τον τόπο. Θα τελειώσω με μια ήσσονος σημασίας παρατήρηση. Αυτός που «διακινδύνευε τη ζωή του δίνοντας βόλια στους εχθρούς για να μην καταστρέψουν τα αρχαία» δεν ήταν ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όπως υποστήριξε από τις στήλες της εφημερίδας αυτής (1.5.2005) ο αρμόδιος για τις αρχαιότητες υφυπουργός επιχειρηματολογώντας υπέρ του νέου Οργανισμού, αλλά ένας αρχαιολόγος: ο Κυριάκος Πιττάκης. Επομένως η κατακλείδα του άρθρου του ανατρέπει αρκετά τους συλλογισμούς του. Πάντως ο Μακρυγιάννης ήταν πράγματι ένας από αυτούς που έδωσαν το αίμα τους και για τις αρχαιότητες.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.