Με αιτήματα οικονομικού χαρακτήρα ξεκίνησε η πρόσφατη και οξεία διένεξη μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και των ερευνητών και εργαζομένων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αλλά, ευτυχώς, δεν έπαψε να υφίσταται μόλις κατεβλήθησαν τα δεδουλευμένα. Ευτυχώς, γιατί ανέδειξε πως η ελλιπής κρατική χρηματοδότηση ήταν μόνο μία από τις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση σε ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά ιδρύματα. Είναι μόνο η έλλειψη χρημάτων ή η πολιτική περί την έρευνα, οι μορφές των ιδρυμάτων και ακόμη η επικοινωνία τους με τη ΓΓΕΤ, στην οποία ανήκουν, που έχουν οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο;


Τα διάφορα ερευνητικά ιδρύματα αιτούνται κάθε χρόνο κάποιο ποσό χορηγίας από τη ΓΓΕΤ, για να λάβουν τελικώς ποσοστό που συνήθως κυμαίνεται από 50% ως 70% του αιτηθέντος ποσού.


«Το πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής είναι δεδομένο. Δυστυχώς, όλοι οι προϋπολογισμοί των ερευνητικών κέντρων είναι ελλειμματικοί, αλλά αξιοποιώντας χρήματα από τα λεγόμενα ανταγωνιστικά προγράμματα και τα κοινοτικά προγράμματα καταφέρνουν να καλύπτουν και τις ανελαστικές τους δαπάνες και να παράγουν αξιόλογο έργο. Βεβαίως, κάποτε πρέπει οι δαπάνες για την έρευνα να αυξηθούν».


* Ακέφαλο πέντε χρόνια


Η αφοπλιστική αυτή δήλωση του προϊσταμένου της ΓΓΕΤ καθηγητή Εμμανουήλ Φραγκούλη αποκρύπτει την έλλειψη εργαλείων αξιολόγησης και ελέγχου της επιστημονικής έρευνας. Η τελική χρηματοδότηση φαίνεται πως είναι προϊόν «παζαρέματος» καθώς, προφανέστατα, η διοίκηση αγνοεί πόσο κοστίζει, στατιστικώς, η συντήρηση μιας αξιοπρεπούς βιβλιοθήκης, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ή η ώρα των διαφόρων κατηγοριών ερευνητών. Φαίνεται, επίσης, να αγνοεί ποιο είναι το ελάχιστο ύψος της δαπάνης για να μην πετάγονται τα χρήματα στον αέρα. Αν, για παράδειγμα, το χορηγούμενο ποσόν υπολείπεται εκείνου που απαιτείται για τον εξοπλισμό ενός εργαστηρίου, τότε και το χορηγηθέν, τελικώς, πιθανότατα θα σπαταληθεί όπως όπως σε ό,τι είναι πιο πρόχειρο. Βεβαίως, τέτοια εργαλεία ελέγχου μπορούν να δημιουργηθούν μέσω ερευνών που απαιτούν χρήμα και οργάνωση, άρα ο κύκλος είναι τέλειος και καθ’ υποψίαν φαύλος.


«Η εξυγίανση πρέπει να γίνει με προοπτική και απαιτεί χρηματική βοήθεια, αλλιώς θα γίνουμε σαν αυτούς που μπλέκουν με τοκογλύφους», δηλώνει ο διαπρεπής βυζαντινολόγος Νίκος Οικονομίδης, διευθυντής του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών και εκτελών, ως αντιπρόεδρος, προσωρινώς χρέη προέδρου ελλείψει αυτού.


Η μομφή για κακή διαχείριση πλανάται, ως συνήθως, αορίστως αλλά μάλλον προς λάθος κατεύθυνση. «Το Ιδρυμα είχε την ατυχία να μείνει ουσιαστικά ακέφαλο περί τα πέντε χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε και ούτε μπορεί να υπάρξει πολιτική για το Ιδρυμα. Ελπίζω σύντομα να διορισθεί νέος πρόεδρος. Επίσης, είναι απολύτως αναγκαία η δημιουργία θέσης γενικού διευθυντή», συνεχίζει ο κ. Οικονομίδης. Η ευθύνη για αυτή τη διοικητική κακοδαιμονία βαρύνει την εποπτεύουσα ΓΓΕΤ και, κατά δήλωση του κ. Φραγκούλη, θα «θεραπευτεί» σύντομα, όταν κάποιος από τους επτά υποψηφίους θα διοριστεί πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.


Το άκρως ανησυχαστικό της υπόθεσης είναι πως το συχνά υψηλού επιπέδου δυναμικό που εργάζεται στα Ινστιτούτα του Ιδρύματος αναλώνεται καθημερινά στο να αντιμετωπίζει όλα αυτά που δεν είναι παρά ζητήματα διαχειριστικής τάξεως.


* Χωρίς πολιτική


Το ουσιώδες, η χάραξη της εθνικής ερευνητικής πολιτικής, παραμένει μονίμως ζητούμενο. «Για ποια πολιτική μπορούμε να μιλάμε όταν δεν μπορούμε να πάρουμε ένα ανταλλακτικό για το φωτοτυπικό;» ρωτάει ο καθηγητής κ. Οικονομίδης. Και η κυρία Λουκία Δρούλια, του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών και από τα παλαιότερα στελέχη του Ιδρύματος, περιγράφει τα εξής τραγικά: «Οταν πηγαίνω στην European Science Foundation, όλοι παρουσιάζουν τη στρατηγική που ακολουθεί ή αποφάσισε η χώρα τους, πόσα λεφτά δίνονται στις ανθρωπιστικές σπουδές, σε ποιους τομείς κ.ο.κ. Εδώ δεν υπάρχει ούτε στη ΓΓΕΤ, ούτε στο υπουργείο Παιδείας, ούτε στο υπουργείο Πολιτισμού κάτι συγκεντρωτικό. Θα περίμενε κανείς ότι ο ρόλος της ΓΓΕΤ θα ήταν να έχει επιτροπές που θα κάνουν μελέτες για τους διάφορους τομείς, να γίνονται εισηγήσεις, ώστε να υπάρχει κάποιος προγραμματισμός. Εμείς από τα πράγματα, εμπειρικά, βλέπουμε αν χρειάζεται ή όχι κάτι, και αναλόγως κάνουμε μια πρόταση. Δεν έχω καθόλου υπόψη μου τι κάνει το Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για τις ανθρωπιστικές σπουδές και επίσης δεν γνωρίζω αν έχει ιδρυθεί, πότε και τι κάνει το Επιστημονικό Συμβούλιο. Από εκεί και πέρα τα πράγματα έχουν κριθεί. Και κάνουμε το κατά δύναμιν, με τις δυνατότητες που μας δίνονται».


* Σε ποιους τομείς;


Ο κ. Ν. Οικονομίδης, με μεγάλη εμπειρία σε ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού, διατύπωσε ορισμένα κριτήρια που πρέπει να ορίζουν την εθνική ερευνητική πολιτική: «Το ενδιαφέρον και η ενίσχυση θα πρέπει να στραφεί σε τομείς όπου μπορούμε να διακριθούμε. Θα δώσω ένα παράδειγμα σκοπίμως επιλεγμένο από χώρο άσχετο με την ειδικότητά μου: μπορούμε κάλλιστα να έχουμε 100 ερευνητές του καρκίνου, αλλά στην Αμερική σε ένα και μόνο νοσοκομείο οι ερευνητές είναι 500. Συνεπώς η πιθανότητα να διακριθούμε σε αυτόν τον τομέα είναι περιορισμένη. Αντιθέτως, το πρόβλημα της θαλασσαιμίας, της μεσογειακής αναιμίας, που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, μας οδηγεί στη σκέψη ότι, αν οι Ελληνες συγκέντρωναν εδώ τις προσπάθειές τους, θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν αποτελέσματα που θα τους έβαζαν σε μια υψηλή θέση. Οσο για τα ανθρωπιστικά όπου ανήκω κι εγώ, αυτοί είναι τομείς της έρευνας για τους οποίος ευθύνεται το κράτος. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν χρηματοδοτεί τα ανθρωπιστικά ή τα χρηματοδοτεί ελάχιστα, γιατί θεωρεί ότι αυτό είναι υποχρέωση των κρατών. Στη Γαλλία τα χρήματα προέρχονται από τον τακτικό προϋπολογισμό του κράτους. Στην Ελλάδα, επειδή έχουμε απενταρίες, η χρηματοδότηση της έρευνας στα ανθρωπιστικά είναι περιορισμένη. Είναι μεν προφανές ότι είναι λιγότερο χειροπιαστά τα αποτελέσματα, αλλά χρειάζονται οι ανθρωπιστικές σπουδές και μάλιστα υπό τη μορφή σοβαρής έρευνας και όχι τίτλων. Και μάλιστα εγώ θυμώνω γιατί, όταν π.χ. ξέσπασε η ιστορία με το Σκοπιανό, ξεσηκώθηκαν και φώναζαν «πού είναι οι επιστήμονές μας να τους βάλουν στη θέση τους;». Τότε, όμως, δεν έχουμε επιστήμονες, τότε έχουμε δημοσιογράφους. Αυτό που χρειάζεται είναι να έχει υπάρξει μια επιστημονική έρευνα γύρω από το θέμα, για την περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το κράτος των Σκοπίων, έρευνα σοβαρή που να γίνεται από Ελληνες και να μπορεί να προβάλλει απόψεις διά των επιστημονικών τρόπων και όχι με τα συνθήματα. Ή πάλι οι εφημερίδες φωνάζουν «πού είναι οι επιστήμονές μας να πουν για τους Τούρκους;».


Εμείς θα έπρεπε να είχαμε τα πιο προχωρημένα κέντρα τουρκολογίας στον κόσμο, ενώ υπάρχουν μόνο δύο καθηγητές στην Κρήτη, ένας στη Θεσσαλονίκη και ένας, νομίζω, στην Κέρκυρα. Γιατί νομίζετε ότι στο Ισραήλ υπάρχουν άριστα κέντρα αραβικών σπουδών; Γιατί ακριβώς επειδή είναι εχθροί, είναι υποχρεωμένοι να έχουν τους καλύτερους ειδικούς: δεν χρειάζεται να ξέρουν να βρίζουν τους Αραβες, αλλά χρειάζεται να ξέρουν την πολιτική τους στον 10ο αιώνα και να την ξέρουν καλά. Εδώ όχι μόνο αυτό δεν γίνεται κατανοητό, αλλά συχνά θεωρείται ότι οι τουρκολογικές σπουδές είναι παράρτημα της νεοελληνικής Ιστορίας ­ κακώς. Η Ελλάδα αποτέλεσε μέρος της τουρκικής αυτοκρατορίας επί 400 χρόνια και συνεπώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία ολόκληρη είναι μέρος της Ιστορίας μας, είτε το θέλουμε είτε όχι. Αυτά πρέπει να τα ξέρουμε από μέσα και να μην περιμένουμε να μας τα πουν οι Γάλλοι και οι Εγγλέζοι.


Η έλλειψη συνέχειας είναι ένα άλλο μεγάλο, το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα της έρευνας στην Ελλάδα. Εδώ ή τα πράγματα μένουν όπως φτιάχτηκαν πριν από 100 χρόνια χωρίς να αλλάζουν, και ό,τι ήταν νέο το 1850 γίνεται τώρα απολίθωμα αλλά παραμένει, ή φτιάχνουμε κάτι το 1970 και δέκα χρόνια αργότερα το κλείνουμε και τελειώνει. Το ίδιο, μάλιστα, ισχύει και για τα πανεπιστήμια: δεν μπορεί κανένας να μένει επ’ άπειρον με τους ίδιους ανθρώπους».


Προφανή, είναι όλα αυτά και οπωσδήποτε γνωστά ζητήματα στους ερευνητές. Η με κοινοτικά χρήματα έρευνα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εθνική, επιστημονική, βασική έρευνα. Από πολλές πλευρές ακούγονται σχόλια για τα ιδιαίτερα συμφέροντα που γεννούν τα ευρωπαϊκά προγράμματα και το εργολαβικό ήθος που χαρακτηρίζει τον χώρο, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.


* Μονιμότητα ή ανανέωση;


Το πιο ακανθώδες ζήτημα είναι βεβαίως εκείνο του ερευνητικού προσωπικού. Η ανάγκη ανανέωσής του ομολογείται από όλες τις πλευρές, αλλά δεν υπάρχει σαφής πολιτική απόφαση του είδους των κέντρων που θέλουμε. «Υπάρχει το παράδειγμα του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας, όπου ερευνητές αρχίζουν και τελειώνουν την καριέρα τους εκεί, αν και τελευταία αυτό πάει να αλλάξει. Σε άλλα κέντρα μένει σταθερός ένας αριθμός στελεχών, μια αφρόκρεμα ολίγων ατόμων, και εισέρχονται σε αυτά νεότεροι, εργάζονται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και φεύγουν συνήθως για κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτό δεν συμβαίνει στο δικό μας Ιδρυμα. Εδώ δούλευαν όλοι με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου ως το 1974, οπότε ήρθε ο Νίκος Σβορώνος που προσπάθησε να κάνει κρίσεις για προαγωγές. Δεν ξέρω πώς τον μπέρδεψαν και δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που γίνεται σε όλα τα μέρη του κόσμου, να κρίνουν ποιος θα φύγει και ποιος θα μείνει. Εδώ κρατήθηκαν όλοι και έδωσαν σε όλους σιγά σιγά συμβάσεις αορίστου χρόνου. Αυτό, όπως και στα πανεπιστήμια, πρέπει κάπως να λυθεί γιατί θα κινδυνεύουν να γίνουν απολιθώματα. Αυτοί που ήρθαν με φιλοδοξίες να μειώνουν τις φιλοδοξίες τους, άλλοι που μπήκαν για να αποκτήσουν τη θέση να επαναπαύονται. Για να μπορέσεις να δουλέψεις και να τους κινήσεις όλους το κύριο δεν είναι να απειλήσεις αλλά μόλις διαπιστώνεται ότι κάποιος δεν έχει ενδιαφέρον να συνεχίσει, τότε να φεύγει γιατί χαλάει και τους υπολοίπους. Βεβαίως, για να γίνει πλέον αυτό χρειάζεσαι χρήματα για αποζημιώσεις, οπότε καταλήγουμε από εκεί όπου ξεκινήσαμε».


Την ανάγκη της ανανέωσης, τουλάχιστον με την άμεση συνταξιοδότηση όσων έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο, υποστηρίζει και ο Σύλλογος Προσωπικού του ΕΙΕ. Από εκεί και πέρα διεκδικούν την επαναφορά του ιδρύματος στην τάξη των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, πράγμα που θα επέβαλε μια άλλη γραφειοκρατική δομή στο Ιδρυμα. Αυτό που προς το παρόν τουλάχιστον επιχειρεί από την πλευρά του ο γενικός γραμματέας Ερευνας και Τεχνολογίας είναι υπάρξει επιτέλους μια συνεργασία μεταξύ ερευνητικών ιδρυμάτων και ΑΕΙ και επιπλέον υπόσχεται μισθολογική εξέλιξη των ερευνητών ανάλογη με εκείνη των πανεπιστημιακών. Αυτό σημαίνει ότι ο καθηγητής κ. Φραγκούλης αναγνωρίζει πως το αίτημα μιας κατ’ αρχήν επαγγελματικής κατοχύρωσης είναι βάσιμο.


Ολη αυτή η εικόνα διόλου βεβαίως δεν ακολουθεί αρμονικά τον ενθουσιασμό και τα μεγαλεπήβολα σχέδια που πλανώνται στην ατμόσφαιρα εξαιτίας της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Ελλάδα του μέλλοντος καλό θα είναι να δει με άλλο μάτι το «μέλλον» που διαθέτει και βρίσκεται μέσα στο κτίριο με τα ροζ μάρμαρα της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Γιατί αλλιώς, εικόνα από την οποία δεν απέχουμε, όλα αυτά τα δισεκατομμύρια του προϋπολογισμού του ΕΙΕ που δίνονται θα μοιάζουν σαν μια πράξη φιλανθρωπίας που κινείται από τύψεις: δίνει τα χρήματα και αυτομάτως τα θεωρεί χαμένα από την τσέπη του.