Η άνοδος της τιμής του δολαρίου είναι στοιχείο αναταραχής και ανισορροπίας στα πλαίσια ολόκληρης της διεθνούς οικονομίας. Ισως το πετρέλαιο της Β. Ευρώπης να διασώζει το ενεργειακό ισοζύγιο ορισμένων χωρών, πλην όμως η πλειονότητα των κρατών πληρώνει τα εισαγόμενα καύσιμα και πολλές πρώτες ύλες σε δολάρια. Ολες οι οικονομίες λοιπόν λίγο πολύ πλήττονται από την άνοδο του αμερικανικού νομίσματος.


Σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα όμως οι κυβερνήσεις και οι οικονομολόγοι τους δεν έχουν καταληφθεί από τον πανικό της Αθήνας, όπου η άνοδος του δολαρίου αντιμετωπίζεται περίπου ως η μεγίστη πληθωριστική απειλή για την ελληνική οικονομία. Οπως επίσης σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει ανακοπεί η διαδικασία αποπληθωρισμού με τη δικαιολογία ότι… ανεβαίνει το δολάριο. Στις περισσότερες μάλιστα χώρες έχουν τεθεί σε κίνηση αντισταθμιστικοί μηχανισμοί που εξουδετερώνουν τις ανατιμητικές επιπτώσεις του δολαρίου.


Στην Ελλάδα αντίθετα όχι μόνο δεν κινείται κανένας αντισταθμιστικός μηχανισμός, αλλά προκλητικά η άνοδος του αμερικανικού νομίσματος δίνει το πρόσχημα για μαζικές ανατιμήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες που είτε παράγονται εγχωρίως είτε εισάγονται από ευρωπαϊκά κράτη, από περιοχές δηλαδή σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με τη δραχμή.


Στη σύσκεψη της περασμένης Τρίτης στο ΥΠΕΘΟ για το θέμα του πληθωρισμού έγιναν πάμπολλες καταγγελίες για αδικαιολόγητες ανατιμήσεις σε τρόφιμα, είδη ενδύσεως και άλλα αγαθά που σε καμία περίπτωση δεν συνδέονται με το δολάριο. Ελέχθη μάλιστα από υπουργό που έπαιρνε μέρος στη σύσκεψη ότι «αν μειώσουμε τους έμμεσους φόρους για να συγκρατήσουμε τον πληθωρισμό, ίσως δεν θα έχουμε αποτέλεσμα, γιατί οι επιχειρήσεις δεν θα μειώσουν τις τιμές αλλά αντίθετα θα αυξήσουν τα ποσοστά κέρδους»!


Οι διαπιστώσεις αυτές είναι αποδεικτικές της ασυδοσίας που κυριαρχεί στην ελληνική αγορά και ταυτόχρονα καταλυτικές για σπουδαιοφανείς οικονομολόγους οι οποίοι την τελευταία 15ετία τη μόνη συνταγή που στερεότυπα προτείνουν για τον πληθωρισμό είναι η λιτότητα, η περικοπή δηλαδή των πραγματικών αυξήσεων στους μισθούς και στα ημερομίσθια.


Στην ίδια υπουργική σύσκεψη της Τρίτης ένας άλλος παράγοντας είπε με πικρία: «Αν είχαμε μια δυνατή Επιτροπή Ανταγωνισμού, ίσως θα αποφεύγαμε πολλές προκλητικές ανατιμήσεις!». Και το ερώτημα είναι: «Τι είδους οικονομική πολιτική και τι ποιότητας οικονομολόγοι είναι αυτοί που τη διαμορφώνουν και οι οποίοι ουδέποτε ασχολήθηκαν σοβαρά με τη δημιουργία μηχανισμών εξυγίανσης και ομαλοποίησης της αγοράς;».


Από το 1983 ως σήμερα όλες οι δέσμες μέτρων που ανακοινώθηκαν με στόχο να καταπολεμηθεί το «τέρας του πληθωρισμού» είχαν ως πεμπτουσία της πολιτικής τους το πάγωμα μισθών και ημερομισθίων. Αυτό εισηγήθηκαν και επέβαλαν στην ουσία όλοι, και οι υπουργοί του ΠαΣοΚ και εκείνοι της Νέας Δημοκρατίας. Προφανώς γιατί ήταν η εύκολη λύση και γιατί οι πολλοί και οι ανώνυμοι που πλήττονταν δεν είχαν δυνάμεις αντιστάσεως, πέραν των απεργιών που σταδιακά εκφυλίζονταν.


Γιατί όλα αυτά τα 15 χρόνια καμία κυβέρνηση και κανένας πρωθυπουργός δεν έδωσαν προτεραιότητα στον εξοπλισμό με τους απαραίτητους μηχανισμούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού; Γιατί όλοι ανέχονται τα πασίγνωστα μονοπώλια και ολιγοπώλια που διαμορφώνουν αυθαίρετα τις τιμές στα οπωρολαχανικά, στα γάλατα, στα ζυμαρικά, στα καύσιμα κλπ.; Μα προφανώς γιατί αυτοί που ευθύνονται για την εκμετάλλευση του καταναλωτή είναι λίγοι, ισχυροί και επώνυμοι και κανένας υπουργός δεν αποτολμά να τα βάλει μαζί τους. Και από πάνω η κυβέρνηση μας ειρωνεύεται κιόλας προαναγγέλλοντας ότι με αυτούς τους ολίγους θα συνάψει δήθεν «σύμβαση εθνικής ευθύνης για συγκράτηση των τιμών»!