Ποιο είναι, ή θα όφειλε να είναι, το εύρος του πεδίου της πολιτιστικής πολιτικής που ασκείται στη χώρα μας; Ποιοι οι στόχοι και ποια η στρατηγική και η διαχείρισή της; Πολύ συχνά θεωρείται ζητούμενο της πολιτιστικής πολιτικής εκείνο το φάσμα δεδομένων και συμπεριφορών που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνικών διαδικασιών ή επιπέδου ανάπτυξης. Λέγεται, λ.χ., ότι πολιτισμός ενός τόπου είναι οι υπηρεσίες στα νοσοκομεία και στον δημόσιο τομέα ή η συμπεριφορά και οι καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών, με μια λέξη ο τρόπος ζωής. Κανένας δεν θα μπορούσε να έχει αντίρρηση σε αυτό αν μιλούσαμε για τον πολιτισμό γενικώς, φιλοσοφώντας ή ηθογραφώντας. Στον βαθμό, όμως, όπου αποπειρόμαστε μια μεθοδολογική προσέγγιση της πολιτιστικής πολιτικής, το να ταυτίζουμε τον πολιτισμό με τη ζωή δεν θα βοηθούσε καθόλου στην κατανόηση των προβλημάτων. Η ιδέα ότι ο πολιτισμός είναι τα πάντα κινδυνεύει να έχει και την ακριβώς αντίθετη απάντηση.


Η πολιτιστική πολιτική ή πολιτική πολιτισμού είναι η συγκεκριμένη πολιτική που ασκείται από το κράτος και αυτό το πεδίο μάς ενδιαφέρει εδώ, στον βαθμό που, όπως λέει ο Εντγκάρ Μορέν «η νέα ιδέα της πολιτικής πολιτισμού είναι ότι το κράτος δημιουργεί τις δομές», όπου θα στηριχθούν τα ζωντανά κοινωνικά κύτταρα πολιτισμού για να αναπτύξουν τη δράση και τη δημιουργικότητά τους. Οι ανάγκες για τέτοιες δομές έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια πολυδιάστατες καθώς και η αγορά του πολιτισμού διευρύνεται.


Το γεγονός ότι η πολιτιστική πολιτική ασκείται από το κράτος δεν σημαίνει ότι ασκείται εν κοινωνικώ κενώ από μια απρόσωπη εξουσία, υπάρχουν συνομιλητές και συσχετισμοί σε αυτή την πολιτική, που αξίζει να δούμε. Οι παράγοντες, λοιπόν, που διαμορφώνουν και ασκούν κατ’ αρχάς αυτή την πολιτική είναι η πολιτική ηγεσία και η δημόσια διοίκηση. Οι παράγοντες που συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους συσχετισμούς είναι οι δημιουργοί, οι κοινωνικοί συνομιλητές (πολιτιστικοί φορείς, σύλλογοι και συνδικαλιστές), οι διανοούμενοι, τα ΜΜΕ, η αγορά.


Η πολιτική ηγεσία χαρακτηρίζεται συνήθως από μια παραδοσιακή λογική πελατειακών σχέσεων και, συνεπώς, αυθαίρετη επιλεκτικότητα αντί για προγράμματα με κριτήρια, από μεγαλοϊδεατισμούς και συλλήψεις συμβολικού χαρακτήρα που υποκαθιστούν την έλλειψη προγραμμάτων, από άνιση αντιμετώπιση των αντικειμένων ανάλογα με αυθαίρετες προτιμήσεις, από ευκαιριακή αντιμετώπιση των προβλημάτων εν όψει ανασχηματισμών και αλλαγών κυβερνήσεων, από έλλειψη στρατηγικού σχεδίου και σαφούς στόχου, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται οι παραδοσιακές λειτουργίες, να επιστρατεύεται το άλλοθι της έλλειψης χρημάτων σαν το πιο εύκολο, εν τέλει να μη χαράσσεται μια σύγχρονη πολιτιστική πολιτική. Ας σημειωθεί ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν συλλήβδην για όλους και αξίζει να διακρίνει κάποιος τις προσπάθειες που έγιναν αλλά και τις ευκαιρίες που χάθηκαν αν όχι συνολικά, πάντως σε επιμέρους τομείς.


Η δημόσια διοίκηση αδυνατεί συνήθως να χαράξει και να προτείνει στην πολιτική ηγεσία ένα στρατηγικό σχεδιασμό, αδυνατεί να συγκροτήσει αλλά ακόμη και να εφαρμόσει όταν αυτά προτείνονται από την πολιτική ηγεσία προγράμματα, αδυνατεί να ελέγξει και να αξιολογήσει, της λείπουν η στελέχωση, η μέθοδος, τα αρχεία, οι θεωρητικές και πρακτικές αναφορές, η συνέχεια, καθώς προσπαθεί κάθε φορά να παρακολουθήσει τη φιλοσοφία και τους τρόπους συνεργασίας με τον νέο υπουργό που ήρθε για να αναχωρήσει και αυτός σύντομα, όπως οι προηγούμενοι.


Οι δημιουργοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στους φιλικά και στους εχθρικά διακείμενους προς το κράτος, αλλά σε αυτό παίζει κάποιο ρόλο εκτός από την ιδεολογική τοποθέτηση και το πρόσωπο του υπουργού και η σχέση μαζί του. Ωστόσο, συνήθως δεν εκφράζουν τοποθετήσεις πολιτιστικής πολιτικής αλλά μεγιστοποιούν και γενικεύουν ορισμένα ζητήματα που άπτονται του ενδιαφέροντος ή της ευαισθησίας τους.


Οι κοινωνικοί συνομιλητές ακολουθούν συνήθως την παραδοσιακή πεπατημένη, έχοντας ως βασικό αίτημα όχι μια συνολική στρατηγική έστω του τομέα τους και την ένταξή τους μέσα σε αυτήν αλλά την, διά της οικονομικής και συμβολικής επιβεβαίωσης, επιβίωσή τους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα εκφράζουν μια λαϊκότητα που ενδιαφέρεται περισσότερο για τις διαδικασίες κα λιγότερο για το αποτέλεσμα, αρκούνται σε ενισχύσεις για κάποια δράση τους και δεν προτείνουν προγράμματα.


Οι διανοούμενοι, ρόλο που παίζουν συνήθως επιστήμονες, άνθρωποι των Γραμμάτων, κριτικοί κλπ., εκφράζουν συνήθως την προσωπική τους θέση αποφεύγοντας να μιλήσουν συλλογικά, καταγγέλλουν ή μεγιστοποιούν, υπερασπίζονται απόλυτες θέσεις δείχνοντας να μην πιστεύουν στη δυνατότητα ή στη χρησιμότητα εφικτών μεταβολών.


Τα ΜΜΕ έχουν τη δική τους στρατηγική απλοποίησης των θεμάτων ή εντυπωσιασμού και οι επιλογές τους είναι ευθέως ανάλογες με ό,τι θεωρείται εύκολο και κατανοητό για τον αναγνώστη ή τον ακροατή τους. Οπωσδήποτε, και εδώ υπάρχουν διαφορές και εξαιρέσεις σε πρόσωπα και Μέσα, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη γενική κατάσταση.


Τέλος, η αγορά των πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, που τις τελευταίες δεκαετίες διευρύνεται και αναδιατάσσεται, λειτουργεί παράγοντας κα διανέμοντας μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, που αντιστοιχούν στη ζήτηση, άρα στις προτιμήσεις και στα γούστα διαφορετικών ομάδων πληθυσμού με ιδιαίτερα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Μια μαζική βιομηχανία αναπτύσσεται αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη ενός πολυδιάστατου πλέγματος με μεγάλες ποιοτικές διαβαθμίσεις. Αυτός ο πλουραλισμός στα πολιτιστικά προϊόντα είναι απαραίτητο να διατηρηθεί, να βρει υποστήριξη από το κράτος, όχι με κινήσεις αμυντικού και προστατευτικού χαρακτήρα αλλά με παρεμβάσεις που θα απελευθερώνουν τη δυναμική και τον πλούτο που κρύβουν τα λιγότερα εμπορικά προϊόντα και θα τονώνουν τη ζήτησή τους.


Λέει σωστά ο Εντγκάρ Μορέν ότι «τη διάκριση αγοράς – δημόσιου ελέγχου, ανταγωνισμού – αλληλεγγύης την επικαλούνται όσοι είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τον συμπληρωματικό χαρακτήρα δύο ανταγωνιστικών στόχων». Και ίσως εδώ βρίσκεται σήμερα το κέντρο βάρους της προσπάθειας που θα μας βγάλει από τους συσχετισμούς που ανέλυσα πιο πάνω, οι οποίοι δεν ευνοούν την ανάληψη μιας μεγάλης πρωτοβουλίας και στρατηγικής.


Αναγνωρίζοντας το έδαφος του πραγματικού ανταγωνισμού και της συμπληρωματικότητας θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τον αριστοκρατισμό που βλέπει τη μαζικότητα σαν απειλή του κλειστού κλαμπ, την ποσότητα σαν μόνιμη απειλή της ποιότητας, την προσέλκυση και τη συμμετοχή σαν υπονόμευση του καθαυτό είτε λέγεται ποίηση είτε λέγεται τέχνη. Θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη σημασία και το νόημα «της οικονομίας των συμβολικών αγαθών», που μας επισημαίνει ο Μπουρντιέ, αλλά και τη σημασία μιας πολιτιστικής πολιτικής εντός κοινωνικού και πολιτικού πεδίου και όχι στον ουρανό ενός ρομαντικού αναχρονισμού.


Είναι ο μόνος τρόπος να κλείσουμε την οδό διαφυγής της πολιτικής προς τον μεγαλοϊδεατισμό και να ανοίξουμε το πεδίο μιας σύγχρονης πολιτιστικής πολιτικής που οφείλει να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες, ικανοποιώντας το αίτημα της πολιτιστικής ισότητας που έχει ξεχαστεί, καθώς όσοι την έχουν πραγματικά ανάγκη κατηγορούνται για την κατανάλωση και τη συμμετοχή τους στα σκουπίδια της τηλεόρασης ή είναι αποκλεισμένοι ακόμη και από το στοιχειώδες (και υποχρεωτικό) δικαίωμα της γραφής και ανάγνωσης.