1Μιά απ’ τις επαινετές πρωτοβουλίες του Γραφείου του Πρωθυπουργού ήταν πέρυσι και η σύνταξη ενός κειμένου-πλαισίου για την Κοινωνία των Πληροφοριών του αύριο (του σήμερα, δηλαδή), και πώς θα ευοδώσουμε τις εξελίξεις για την πραγμάτωσή-της. Κι είναι ετούτο θέμα πολιτικό, πολύ περισσότερο απο κάμποσες θορυβώδεις διακηρύξεις μπαλκονιών (ή παραθύρων).


Απ’ την άλλη μεριά, το ευρύτερο επιστημονικό/επικοινωνιακό/οικονομικό θέμα της Ορολογίας, βρίσκει αυτήν την εποχή ένα αναθερμασμένο ενδιαφέρον, χάρις στις πρωτοβουλίες της ΓΓΕΤ, του Ινστιτούτου Επεξεργασίας Λόγου και του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.


Είναι λοιπόν επίκαιρο να βλέπαμε πώς διασταυρώνονται τα δύο εθνικά ζητήματα, «Κοινωνία των Πληροφοριών» και «Ορολογία».


Και, πρώτα, ο όρος:


Κάθε πληροφορία διατυπωμένη σε φυσική γλώσσα, χρησιμοποιεί «όρους», δηλαδή λέξεις (ή περιφράσεις) που εκφράζουν μια ειδική έννοια. Ενας όρος έχει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες ιδιότητες:


α) Συμβάλλει με πολύ μεγάλη πυκνότητα στην επικοινωνιακή ευστοχία ενός αποτελέσματος μελέτης ή μιας περιγραφής γεγονότος (της «πληροφορίας» δηλαδή)


β) Χρησιμεύει και ως «σήμα» της πληροφορίας, μέσω του οποίου η πληροφορία μπορεί:


* Να ταξινομηθεί για αποθήκευση


* Να αναζητηθεί για χρήση


2Προκύπτει λοιπόν η ακόλουθη πολλαπλή χρησιμότητα του όρου.


(i) Απ’ την πιο πάνω πρώτη ιδιότητα, φαίνεται η εκφραστική σημασία του όρου στη φάση της διατύπωσης της πληροφορίας («φάση ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ της πληροφορίας»).


(ii) Απ’ τη δεύτερη ιδιότητα καταδεικνύεται η χρησιμότητα του έγκυρου και αποδεκτού όρου για την ορθολογική ΑΠΟΘΗΣΑΥΡΙΣΗ της πληροφορίας, αλλά και τη ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ των Κέντρων γνώσης και πληροφόρησης.


(iii) Εκεί όμως όπου γίνεται ακόμη προφανέστερη η αναγκαιότητα του έγκυρου και αποδεκτού (δηλαδή πρακτικώς «μονοσήμαντου») όρου, είναι η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ της πληροφορίας μέσω λέξεων-κλειδιών (μέσω όρων, δηλαδή), για τη διανομή και τη χρήση της πληροφορίας: Κάθε «βιβλιοθήκη» εξοπλισμένη με λογισμητικό και δικτυακό υλικό, οφείλει να διαθέτει κατάλληλους μηχανισμούς αναζήτησης στην ελληνική γλώσσα. Κι οι μηχανισμοί δέν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς έγκυρη και αποδεκτή ελληνική ορολογία.


(iv) Ανάλογα, κάθε μαθησιακή εκπαιδευτική διαδικασία (ιδίως στην έντυπη και λογισμητοποιημένη μορφή της) θα οργανωθεί στη βάση εναρμονισμένης ορολογίας.


Ακόμη και το απλό παράδειγμα που παρουσιάζεται στο τέλος, μπορεί να δείξη την εκ των ών ούκ άνευ φύση των όρων για την Οικονομία και τον Πολιτισμό.


Απ’ τη σύντομη αυτή παρουσίαση γίνεται σαφές οτι μια σειρά απο δράσεις που ευοδώνουν την Κοινωνία των Πληροφοριών, περνάει μέσα απ’ την οργάνωση και θέσπιση έγκυρης ελληνικής ορολογίας. Τέτοιες φάσεις είναι λ.χ. οι ακόλουθες:


* Η οργάνωση δικτυακής υποδομής πληροφοριών σ’ όλους τους τομείς της παραγωγής, των υπηρεσιών και της εκπαίδευσης


* Η διαχείριση και η διάθεση δημοσίων πληροφοριών


* Η απρόσκοπτη προσπέλαση του πολίτη και του παραγωγού στην προωθημένη πληροφορία με την ανταγωνιστική της σημασία


3Και τώρα, ένα απλό παράδειγμα «Αναζήτησης Πληροφορίας».


Ας υποθέσουμε οτι ένας χρήστης επιθυμεί να ζητήση βοήθεια απο μια τράπεζα πληροφοριών στο θέμα computerised chips’ engineering.


Το πρώτο βήμα στην ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ είναι να απευθυνθή στο λήμμα «chip». Φυσικά, θα υποθέσουμε οτι η διαδικασία γίνεται σε ελληνόγλωσσο περιβάλλον (αλλιώτικα η Κοινωνία των Πληροφοριών συρρικνώνεται σε elite πληροφοριών).


Λοιπόν, ποιόν όρο θ’ αρχίση να πληκτρολογή αντί για το chip; «Πελεκούδι», «τσιπάκι», «πλινθίο»; (Ενα είναι βέβαιο, οτι δέν μπορεί να… δοκιμάζει κάθε φορά κι απο έναν «πιθανό» όρο!). Ας πούμε όμως οτι μπήκε μέσα στον δενδρίτη του όρου «πλινθίο» (τον οποίον χρησιμοποιεί ο ΟΤΕ). Τί κάνει μετά; Μετά, θέλει το engineering: «Μηχανοτεχνία», «Τεχνολογία» ή «Μηχανίκευση»; Γι’ άλλη μιά φορά, έναν όρο χρειάζεται ­ κι ας πούμε πως ο όρος σύνταξης της Τράπεζας ήταν «μηχανοτεχνία» (που είναι κι ο παλαιότερος). Τώρα, τί κάνει με το «computerised»; «Υπολογιστικό» θα το πεί (computational!) ή «Λογισμητοποιημένο»; Κι ας πούμε οτι προτιμάει το δεύτερο, και μπαίνει στην καρδιά της περιοχής πληροφοριών την οποία εστόχευε. (Επιτέλους! Διότι αν δέν διέθετε έγκυρη κι αποδεκτή απ’ όλους ορολογία, θα του χρειάζονταν 3 Χ 3 Χ 2 = 18 συνδυασμοί για τούτο το ασήμαντο πρώτο βήμα!).


Αλλά, απο ‘δώ και κάτω, τα πράγματα εξειδικεύονται τόσο πολύ, ώστε ο χρήστης ούτε κάν να υποθέση τους όρους δέν θα μπορή. Απλώς πρέπει να τους γνωρίζει από μια Βάση Ορολογικών Δεδομένων. Την ίδια που χρησιμοποίησε κι ο συντάκτης της Τράπεζας.


Φαντασθείτε δέ ετούτη την ανάγκη πολλαπλασιασμένη επι δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες φορές, σε ποικιλότατους τομείς ­ απ’ τη βιομηχανία μέχρι τους πίνακες κρατικών προμηθειών καί τα διυπηρεσιακά δίκτυα.


Αυτά για τον χώρο της Οικονομίας.


Στον χώρο του Πολιτισμού, η ανάγκη της Ορολογίας είναι ακόμη προφανέστερη:


* Η λεγόμενη διδακτική ύλη και το μέγα πλήθος των διδακτικών βιβλίων κρυσταλλώνονται γύρω από εκατοντάδες χιλιάδες όρους. (Η δέ σημερινή κατάσταση στον χώρο αυτόν δέν είναι πολύ καλή…).


* Η ευρύτερη επικοινωνιακή και πολιτισμική λειτουργία της γλώσσας επηρεάζεται έντονα απ’ την πλημμύρα των χιλιάδων νέων όρων που εισβάλλουν κάθε χρόνο (απ’ τα αγγλικά κυρίως). Ο ξένος όρος υπονομεύει τη γλώσσα έλεγε ο Μ. Τριανταφυλλίδης. Γι’ αυτό, μια συντονισμένη εθνική δράση για την Ορολογία συμβάλλει καίρια στην ελληνική κουλτούρα ­ ιδιαίτερα δέ προωθεί τις σχέσεις μας με την ομογένεια.


Ιδού γιατί, από κάθε άποψη, η Κοινωνία των Πληροφοριών έχει ως ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ένα ρωμαλέο Εθνικό Σχέδιο:


* συνεχούς παραγωγής


* συλλογής


* επικύρωσης


* ενταμίευσης και


* ευρύτατης διάθεσης


Ορολογίας.


Αμήν και πότε.


Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου.