Ο ΑΔΙΚΗΤΗΣ, ο εγκληματίας είναι ένοχος μια φορά. Αυτός που τον παρακινεί και τον ευκολύνει στο έγκλημα, είναι δυο φορές ένοχος. Αλλ’ αυτός που νομιμοποιεί το έγκλημα είναι ένοχος πολλαπλά: Ο πρώτος κακουργεί από πάθος ή από συμφέρον – ο δεύτερος τον προτρέπει από δολιότητα – ο τρίτος αθωώνει την ανομία από ιδιοτέλεια, περιβάλλοντάς την με τα άμφια του δικαίου· και έτσι, εγκληματεί όχι εναντίον ενός ή μερικών ατόμων αλλά εναντίον της κοινωνίας ολόκληρης, μια και την διαφθείρει, παρουσιάζοντας (όπως οι Μάγισσες του «Μάκβεθ») «το άσκημο σαν ωραίο», το ανόσιο σαν όσιο…


Αυτούς τους δύο τελευταίους ρόλους παίζει από καιρό το κράτος μας, ειδικότερα στην πολιτική του για τα δάση. Αδρανεί στην καταστροφή τους, ανέχεται τις καταπατήσεις τους, αποχαρακτηρίζει ολοένα δασικές εκτάσεις, νομιμοποιεί τις αυθαιρεσίες και τους αφανισμούς.


Τώρα, μάλιστα, με τις φαεινές ιδέες για αναθεώρηση του Συντάγματος, ετοιμάζεται να δώσει και συνταγματική ισχύ σ’ αυτό το κατ’ εξακολούθησιν κακούργημα. Από θεσμικός φρουρός και προστάτης των δασών, μετατρέπεται σε επισημότατο ηθικό αυτουργό του εξολοθρεμού τους. Αντί να πατάξει την ατέρμονη φονική ανομία, γίνεται απροκάλυπτος προαγωγός της συστηματικής δασοκτονίας…


Ετσι, η δασοκάλυψη της χώρας μας που το 1928 έφτανε το 32% του εδάφους της, σήμερα έχει συρρικνωθεί στο μισό και, με τη συνταγματική αναθεώρηση, φιλοδοξεί να πέσει σε μονοψήφιο αριθμό!


ΤΙΣ συνέπειες αυτής της αποψίλωσης – συν τα μπαζώματα των ρεμάτων – τις ξέρουμε και τις πληρώνουμε όλοι: πλημμύρες, καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, αύξηση του διοξειδίου του άνθρακος και άλλες ανθρωπο-μηνίες. Οπως ξέρουμε και τις αιτίες και τα κίνητρα – που μασκαρεύονται σε «κοινωνικά προβλήματα», για να καλύψουν το πραγματικό πρόσωπό τους, την ψηφοθηρία και την ρουσφετολογία προς χάρη των νυν και των επίδοξων δασοφόνων. Το «Φωτιά και τσεκούρι» του Κολοκοτρώνη για τους προδότες, γίνεται το έμβλημα του… μη κερδοσκοπικού ΕΣΕΚΕ (Εθνικού Συλλόγου Εμπρηστών και Καταπατητών Ελλάδας), με την κρατική και συνταγματική ευλογία και παρότρυνση…


ΣΕ αλλοτινούς καιρούς, υμνούσαν τη δασωμένη φύση όχι μόνο για την ομορφιά της αλλά και για την πνευματική και ψυχική αρμονία που προσφέρει. Οπως ο σαιξπηρικός γερο-Δούκας λέει στους συνεξόριστούς του στο «Οπως σας αρέσει»:


«Τα δάση αυτά (της Αρντενας)


δεν είν’ πιο σίγουρα απ’ τη ζηλόφθονην Αυλή; (…)


Λεύτερη η ζωή μας απ’ της πολιτείας της τύρβη,


βρίσκει στα δέντρα γλώσσα, στα νερά γραφές,


λόγους στις πέτρες και παντού το σπλάχνος.


Δε θα την άλλαζα»1


Σήμερα, οι Δούκες της άφρονης Αυλής του Μεγάρου Μαξίμου, την αλλάζουν και την παραλάζουν – κι επιδίδονται στη λευτεριά των πονηρών δοσοληψιών, σε «γραφές παρανομίας» (όπως τις όριζε το αρχαίο αθηναϊκό Δίκαιο), σε λόγους κίβδηλους, για να δείξουν την ευσπλαχνία τους στους ευνοουμένους τους, να εισπράξουν την εκλογική εύνοιά τους, να ταΐσουν την κερδοσκοπική βουλιμία τους: γιατί είναι πια μυστικό κοινότατο πως ο εκκολαπτόμενος αποχαρακτηρισμός δασικών εκτάσεων εξυπηρετεί σφόδρα όχι μόνο τους απλούς καταπατητές («ένα σπιτάκι στο δασάκι») αλλά μεγάλες πολυπλόκαμες επιχειρήσεις, που ως τώρα εμποδίζονταν απ’ το Σύνταγμα να σφαγιάσουν χιλιάδες δέντρα και να υψώσουν στη θέση τους ξενοδοχειακές, τουριστικές και άλλες φιλάνθρωπες εγκαταστάσεις.


M’ AYTA και μ’ αυτά, το «επανιδρυμένο» κράτος, το άμωμο και αμόλυντο, όχι μόνο προάγει τη δασοκτονία αλλά και επιβραβεύει και χρυσώνει τους δημίους της γης μας. Και όσο πιο πολύφερνοι είναι αυτοί, τόσο πιο απλόχερα κι αδίστακτα τους αβαντάρουν οι κρατικοί αρχιδήμιοι.


Αξίζει, λοιπόν, ν’ αφιερώσουμε σε κείνους και σε τούτους την «ελεγεία» του αμερικάνου ποιητή και δοκιμιογράφου του προπερασμένου αιώνα Henri David Thoreau:


«Τα πολιτισμένα έθνη – Ελλάδα, Ρώμη, Αγγλία – επιζήσανε όσο το έδαφός τους και τα δάση τους δεν είχαν αφανιστεί. Αλίμονο για τον ανθρώπινο πολιτισμό! Λίγα μπορείς να περιμένεις από μια χώρα που ο φυσικός πλούτος της έχει χαθεί και που αναγκάζεται να κάνει λίπασμα τα κόκκαλα των προγόνων της».


Ο THOREAU ελεεινολογούσε τα πολιτισμένα έθνη που αφήνουν, από αμέλεια, να χαθεί ο φυσικός πλούτος τους. Υπερπολιτισμένοι, εμείς, αφανίζουμε τον δασικό πλούτο από δόλο, θυσιάζοντάς τον στον βωμό του μπετόν και της μπίζινες. Οσο για τα κόκκαλα των προγόνων μας, αυτά, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να τρίζουν…


…………………………….


1. Μετάφρ. Μανώλη Σκουλούδη, Πυρσός, 1940.