Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 άφησαν έντονα τα ίχνη τους στη χώρα μας και ειδικότερα στην Αθήνα, και αυτό θα το διαπιστώνουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στον τομέα των αρχαιοτήτων οι αγώνες αυτοί στάθηκαν αφορμή εκτός των άλλων να προγραμματιστεί η λειτουργία νέων αρχαιολογικών μουσείων, να δρομολογηθούν κτιριακές ανακαινίσεις σε ορισμένα υπάρχοντα μουσεία και νέες παρουσιάσεις των εκθεμάτων τους, ενώ έγιναν και κάποιες διαμορφώσεις αρχαιολογικών χώρων. Πολλά από τα παραπάνω έργα υλοποιήθηκαν πριν από την έναρξη των Αγώνων, άλλα μετά τη λήξη τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργασίες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.


Στην αρχαία Ολυμπία, γενέτειρα γη των Αγώνων, τα σημάδια της Ολυμπιάδας αυτής, όπως ήταν αναμενόμενο, κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Εκτός από τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου, μια υποδειγματική εργασία, στήθηκαν μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερα για τους ειδικούς, έκθεση για την ιστορία των ανασκαφών στην ιερή Αλτη, μια φτωχή και βιαστική έκθεση, στο ανακαινισμένο κτίριο του παλιού μουσείου, σχετική με τους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά την αρχαιότητα, και μια, σε γενικές γραμμές, φροντισμένη επανέκθεση στο σημαντικό για τις αρχαιότητές του Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Ωστόσο, παραμένοντας για λίγο ακόμη στην Ολυμπία, θέλω να εκφράσω την απορία μου για την περίεργη ιδέα να τοποθετηθεί το περίπτερο, όπου υποτίθεται ότι διατίθενται κυρίως οι εκδόσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, μέσα… στο δάσος, σε θέση εντελώς άσχετη με την πορεία που ακολουθούν οι επισκέπτες του μουσείου και του αρχαιολογικού χώρου. Πιο παράδοξη όμως ήταν η ιδέα να τοποθετηθεί ένα ανάλογο πωλητήριο του νέου Μουσείου Μυκηνών πίσω από τις τουαλέτες του, έτσι ώστε αυτό να γίνεται αντιληπτό μόνο από όσους τυχαίνει, κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής τους περιδιάβασης, να σπεύσουν εκεί για μια σωματική τους ανάγκη. Αλήθεια, ποιοι άραγε και πόσο χρόνο χρειάστηκαν για να προτείνουν τις παραπάνω φαεινές ιδέες και πώς δόθηκε η έγκριση για την πραγμάτωσή τους; Ακόμη ποιοι αποφάσισαν να κτιστεί το Μουσείο Μυκηνών στη συγκεκριμένη θέση, μέσα στην ερημιά, για να αποτελεί μόνιμο και συνάμα… γαργαλιστικό στόχο για επίδοξους διαρρήκτες; Το μουσείο όμως αυτό έχει και μια άλλη ιδιαιτερότητα· όταν είναι ανοικτό απαιτείται, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο που το επισκέπτονται στρατιές τουριστών, να βρίσκεται σε λειτουργία μηχανισμός εξαερισμού!


Αν αυτός χαλάσει, όπως συνέβη την πρώτη Κυριακή του περασμένου Αυγούστου, τότε οι επισκέπτες του είναι υποχρεωμένοι να βγαίνουν κάθε λίγο στον καθαρό αέρα γιατί διαφορετικά κινδυνεύουν – οι πιο ευαίσθητοι τουλάχιστον – να σωριαστούν στο δάπεδο. Ενα τέτοιο μουσείο, τουλάχιστον κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, απαιτεί διαρκή πιθανόν παρουσία μηχανικού. Επομένως δεν είναι δυνατόν να δίνεται έγκριση να κτιστεί, με τέτοιες προϋποθέσεις, ένα κρατικό μουσείο, όταν είναι γνωστό ότι στο ελληνικό δημόσιο η αντικατάσταση ακόμη και ενός απλού υαλοπίνακα είναι, μερικές φορές, διαδικασία χρονοβόρα. Ηταν κι αυτός ένας λόγος, μαζί με πολλούς άλλους, που θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τους αρμοδίους στην απόφαση το μουσείο αυτό να είχε γίνει κάπου αλλού, π.χ. στη γειτονική κωμόπολη των Μυκηνών.


Και από τον Νότο ας περάσουμε στον Βορρά, και πιο συγκεκριμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, οι εργασίες ανακαίνισης του οποίου βρίσκονται ήδη προς το τέλος τους, με συνολικό κόστος κάποια (ουκ ολίγα) εκατομμύρια ευρώ. Το κτίσμα είναι (ή καλύτερα… ήταν) έργο του σημαντικού Ελληνα αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού και είναι ενταγμένο στο «καθεστώς προστασίας των μνημείων της νεότερης αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς». Για τη σχεδιαζόμενη ανακαίνισή του είχα εκφράσει την άποψή μου πριν από πέντε και πλέον χρόνια (20.8.2000) από τις στήλες του «Βήματος», όταν είχε ανακοινωθεί ο πολυδάπανος «εκσυγχρονισμός του», χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά σε αύξηση των λειτουργικών του χώρων. Τότε, ανάμεσα στα άλλα, είχα υποστηρίξει ότι εφόσον η προβλεπόμενη αύξηση των εκθεσιακών, αποθηκευτικών και διοικητικών χώρων φαίνεται να είναι μικρή, «θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε σκέψη για πολυδάπανες επεμβάσεις στο υπάρχον κτίσμα,… να γίνουν μόνον οι εντελώς απαραίτητες εργασίες, όπως αυτές που αφορούν τη στατικότητά του, τον εξοπλισμό του,… και τον εν γένει ευπρεπισμό του, ενώ… για να καλυφθούν οι επιτακτικές ανάγκες για αύξηση των λειτουργικών του χώρων η πολιτεία θα έπρεπε να προχωρήσει στο κτίσιμο ενός άλλου μουσείου». Αλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Σήμερα οι εργασίες τού «…ευρωφάγου εκσυγχρονισμού» του μουσείου όχι μόνον έχουν αλλοιώσει – σύμφωνα και με την επίσημη φωνή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (TKM) – το δημιούργημα του Καραντινού που το ίδιο το κράτος είχε θέσει υπό την προστασία του (!), αλλά και δεν επιτρέπουν, λόγω έλλειψης χώρου, ούτε τη στέγαση της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, η οποία βέβαια, πριν αρχίσουν οι εργασίες ανακαίνισης, στεγαζόταν στο κτίριο αυτό! Αλήθεια, ως πότε στον τόπο αυτό κανείς δεν θα απολογείται για πασιφανώς στρεβλές αποφάσεις και, το σημαντικότερο, κανείς δεν θα πληρώνει για τα επιζήμια αποτελέσματα των αποφάσεών του;


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.