Ηταν Μάρτιος του 1954 όταν όλα τα δημοσιογραφικά πρακτορεία μιλούσαν για την επίσκεψη που πραγματοποιούσε εκείνες τις ημέρες ο στρατάρχης Τίτο στην Τουρκία. Ηταν η εποχή του Συμφώνου Φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τουρκία. Το «Τριπαρτίτ», όπως είχε χαρακτηρισθεί.
Την ημέρα εκείνη, που είχα περάσει από την «Ακρόπολη», το δημοσιογραφικό πρακτορείο Associated Press είχε τηλεγραφήσει ότι ο Τίτο και ο Τζελάλ Μπαγιάρ είχαν συμφωνήσει στην Αγκυρα να προχωρήσουν σε αναβάθμιση του Συμφώνου Φιλίας σε στρατιωτική Συμμαχία, χωρίς να έχουν ενημερώσει προηγουμένως το τρίτο μέλος της Συμμαχίας, δηλαδή την Ελλάδα. Και ότι κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που δόθηκε στην Αγκυρα προς τιμήν του Τίτο, ο έλληνας πρεσβευτής, που παρευρισκόταν και ρωτήθηκε από ξένους δημοσιογράφους αν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την είδηση, απάντησε ότι είχε πλήρη άγνοια.
Στο γραφείο του Μπότση είχαν συγκεντρωθεί εκείνη τη στιγμή όλοι οι πολιτικοί συντάκτες της εφημερίδας. Το θέμα της συζήτησης ήταν το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το γεγονός η εφημερίδα. Κατέθεσε ο καθένας τη γνώμη του. Είπα και εγώ τη δική μου.
Είναι η κατάλληλη στιγμή, είπα, να φύγει αμέσως για την Κωνσταντινούπολη ένας από τους πολιτικούς συντάκτες που είναι παρόντες και να επιδιώξει να πάρει κάποιας μορφής δήλωση του στρατάρχη Τίτο. Ο Τίτο επρόκειτο να επισκεφθεί την Ελλάδα τον επόμενο μήνα Μάιο και σίγουρα θα ήθελε να διαψεύσει μια ανεπιβεβαίωτη φήμη που είχε, εν τούτοις, σκιάσει τη φιλική ατμόσφαιρα που περίμενε να συναντήσει κατά την άφιξή του στην Ελλάδα.
Μου είπαν ότι θα έπρεπε να ήμουν τρελός να πιστεύω ότι θα ήτο δυνατόν να πλησιάσει κάποιος τον Τίτο στην Κωνσταντινούπολη (που ήταν ο τελευταίος σταθμός της επίσκεψής του στην Τουρκία) όταν έχει ανακοινωθεί ότι όποιος πλησίαζε λιγότερο από 200 μέτρα το ανάκτορο Ντολμά Μπαξέ, στο οποίο θα περνούσε το τελευταίο βράδυ του ο Τίτο στην Κωνσταντινούπολη, θα τον πυροβολούσαν.
Τότε ήταν που έκανα στον Μπότση μια πρόταση. Να ανελάμβανα εγώ αυτήν την αποστολή, με δική μου αποκλειστική ευθύνη και δαπάνη. Αν γύριζα όμως με τη συνέντευξη στην τσέπη, να πληρωνόμουν με ένα ποσό που, παρ’ ότι μεγάλο, ήταν ανάλογο με το μέγεθος της δημοσιογραφικής επιτυχίας.Την άλλη μέρα (ήταν Σάββατο) έπαιρνα την Ντακότα της ΤΑΕ (η αεροπορική εταιρεία που προϋπήρχε της Ολυμπιακής) και έφθανα στην Κωνσταντινούπολη.
* Πώς πήρα τη συνέντευξη
Το πρώτο που έκανα ήταν να τηλεφωνήσω στον Τιμολέοντα Ναούμ, ακόλουθο Τύπου του γενικού προξενείου της Ελλάδας, και να με πληροφορήσει ποιες ήταν οι κινήσεις του Τίτο, ως τις 10 το πρωί της επομένης που θα επιβιβαζόταν στη θαλαμηγό του για να επιστρέψει στη Γιουγκοσλαβία.
Εκείνη την ώρα, ο Τίτο και ο γιουγκοσλάβος υπουργός Εξωτερικών Κότσα Πόποβιτς ήσαν στη θαλαμηγό του προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, σε κρουαζιέρα στα νησιά της Προποντίδας. Από την ώρα που θα επέστρεφε στο ανάκτορο του Ντολμά Μπαξέ ως την επίσημη αποχαιρετιστήρια δεξίωση που θα έδινε προς τιμήν του ο πρόεδρος της Τουρκίας, δεν είχε καιρό παρά για να φρεσκαριστεί και να φορέσει την επίσημη στολή του.
Παρ’ ότι όλα, τα πάντα, ήταν εντελώς αρνητικά, δεν σταματούσε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου η σκέψη ότι αν υπήρχε τρόπος να πληροφορηθεί ο Πόποβιτς ότι ήρθε από την Αθήνα έλληνας δημοσιογράφος ειδικά για να πληροφορήσει το ελληνικό κοινό πως ο Τίτο διέψευδε κατηγορηματικά την είδηση που είχε κυκλοφορήσει το Associated Press, θα τον δεχόταν.
Δεν έμενε παρά μία λύση: να έγραφα προσωπικό γράμμα στον Πόποβιτς με το οποίο να εξηγούσα τον λόγο που ήθελα να τον συναντήσω, το οποίο γράμμα να φρόντιζε ο Ναούμ, μέσω του γιουγκοσλάβου ακόλουθου Τύπου, να φθάσει στα χέρια του Πόποβιτς. Ετσι και έγινε. Εγραψα την επιστολή και την έδωσα στον Ναούμ, εκείνος την παρέδωσε στον γιουγκοσλάβο ακόλουθο Τύπου και αυτός πάλι την παρέδωσε στον Πόποβιτς μαζί με τα τηλεγραφήματα της ημέρας και τα σχόλια των τουρκικών εφημερίδων για την επίσκεψη του Τίτο στην Τουρκία.
Κατά τα μεσάνυχτα φθάνουν ο Ναούμ μαζί και ο Γιουγκοσλάβος και με πληροφορούν ότι ο Κότσα Πόποβιτς θα με περίμενε στις 9 το πρωί στο ανάκτορο Ντολμά Μπαξέ.
Το αυτοκίνητο της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας με πήγε στο Ντολμά Μπαξέ. Εκεί υπήρχε μεγάλη κίνηση από τούρκους στρατιωτικούς και σέρβους αξιωματικούς και ναύτες της θαλαμηγού του Τίτο, που ήταν έτοιμη προς απόπλουν.
Με οδήγησαν σε ένα σαλόνι. Δεν περίμενα πολλή ώρα και έρχεται ο Κότσα Πόποβιτς. Το πρώτο που μου δήλωσε ήταν ότι όσα είχε τηλεγραφήσει το αμερικανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ήταν πέρα για πέρα ανακριβή και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έκλεινε οποιαδήποτε μορφής συμφωνία ο στρατάρχης Τίτο με τους Τούρκους δίχως να την έχει συζητήσει προηγουμένως με την Ελλάδα. Και όσον αφορά το θέμα της αναβάθμισης του Συμφώνου Φιλίας σε στρατιωτική συμμαχία εθίγη απλώς κατά τις συνομιλίες που είχε ο Τίτο με τους Τζελάλ Μπαγιάρ και Αντνάν Μεντερές. Οριστική απόφαση όμως θα μπορούσε να παρθεί μόνο κατά τις συνομιλίες που θα είχε ο Τίτο, όταν θα επισκεπτόταν την Ελλάδα τον Μάιο, με την κυβέρνηση Παπάγου. Μου έδωσε και πολλές άλλες απαντήσεις στα ερωτήματα που του έθεσα, ώστε τελικά να βγάλω μια πλήρη συνέντευξη.
Την ώρα που ο Πόποβιτς ήταν έτοιμος να φύγει, του διατύπωσα μια τελευταία ερώτηση: αν ο στρατάρχης Τίτο θα επιθυμούσε να μου έκανε μια δήλωση, έναν χαιρετισμό προς τον ελληνικό λαό εν όψει της προσεχούς επίσκεψής του στην Ελλάδα. Τον είδα να σκέπτεται την πρότασή μου. Μου απάντησε ότι θα έθετε την παράκλησή μου υπόψη του Τίτο. Από την ανοιχτή πόρτα διέκρινα στο διπλανό σαλόνι τον Τίτο με μεγάλη σχολή στρατάρχου να συζητά με μια ομάδα από ανώτατους τούρκους αξιωματικούς. Είδα τον Πόποβιτς να προχωρεί προς τον Τίτο στον οποίο κάτι ψιθύρισε στο αφτί. Αυτό ήταν! Εκείνο που επιθυμούσα, για το οποίο έκανα όλο αυτό το ταξίδι, γινόταν πραγματικότητα.
Ο Τίτο προχώρησε προς το μέρος μου. Αφού με ρώτησε ποιος ήμουν, ποια ελληνική εφημερίδα αντιπροσώπευα και τι ακριβώς ήθελα να μου πει, κάθησε στη διπλανή πολυθρόνα από τη δική μου. Περιττό να προσθέσω ότι η «απλή δήλωση», που είχα αρχικά παρακαλέσει να μου δώσει ο Τίτο, αναπτύχθηκε σε κανονική συνέντευξη την οποία ο Μπότσης δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα με πηχυαίους τίτλους.
* Η συναρπαστική συνέχεια
Από το αεροδρόμιο πηγαίνω κατευθείαν στο γραφείο της «Ακρόπολης» και του λέω: «Νάσο, μην περιμένεις να σου τις δώσω αν προηγουμένως δεν μου δώσεις τα χρήματα που συμφωνήσαμε». Ο Μπότσης βιαζόταν να τις πάρει και να τις στείλει την ίδια στιγμή στο τυπογραφείο. Υπέγραψε την εντολή για την εξόφλησή μου προς το λογιστήριο της εφημερίδας. Και τότε μόνον του παρέδωσα τις συνεντεύξεις.
Με τον στρατάρχη Τίτο δεν τελειώνει εδώ η γνωριμία μου. Είχε και συνέχεια, και μάλιστα συναρπαστική. Οταν τον Μάιο ήλθε για επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα ο Τίτο, ο Μπότσης, όπως ήταν φυσικό, σκέφθηκε εμένα.
Στη δεξίωση του Παύλου και της Φρειδερίκης, που δόθηκε στη Στρατιωτική Λέσχη, οι κινήσεις μου ήταν περιορισμένες.
Το επόμενο βράδυ το σκηνικό είχε αλλάξει: η δεξίωση του Τίτο προς τους έλληνες βασιλείς δινόταν στον κήπο της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας. Είχα την τύχη να είναι εξάδελφός μου ο έλληνας πρεσβευτής στο Βελιγράδι, Σπύρος Καπετανίδης. Τον ρώτησα ποια ήταν κατά τη γνώμη του η κατάλληλη στιγμή να πλησίαζα τον Τίτο, έστω και για λίγα λεπτά. Μου είπε: «Δεν θα ξεκολλήσεις από κοντά μου γιατί όταν με δει ο Τίτο, σίγουρα θα με πλησιάσει για να πούμε μερικά πράγματα στα ρώσικα, που είναι η γλώσσα που μιλούμε οι δυο μας».
Ακολούθησα κατά γράμμα την υπόδειξή του. Και να ο Τίτο μπροστά μου. Ο Καπετανίδης έσπευσε να με συστήσει. Ομως, τον πρόλαβε ο Τίτο λέγοντάς του ότι με θυμάται από τη συνέντευξη που του πήρα στην Κωνσταντινούπολη. Του λέω, «Στρατάρχα, θα μου δώσετε την ευκαιρία για μια συνέντευξη;».
Ο Τίτο, χωρίς καν να σκεφθεί, χωρίς την παραμικρή ταλάντευση, μου λέει: «After the parade in Salonica» (μετά τη στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη). Αυτό ήταν όλο. Αλλά από εδώ και πέρα, το… χάος!
* Η συνάντηση στη Θεσσαλονίκη
Πληροφορήθηκα ότι η κυρία Γιοβάνοβιτς, σύζυγος του γιουγκοσλάβου πρεσβευτή στην Ελλάδα, θα πετούσε για τη Θεσσαλονίκη με το κανονικό δρομολόγιο της ΤΑΕ. Την άλλη μέρα ταξίδευα και εγώ με την ίδια πτήση, όπου είχα θέση δίπλα από την πρέσβειρα. Ζήτησα τη βοήθειά της. Μου είπε ότι θα έλεγε στον οδηγό του αυτοκινήτου της να με πήγαινε εκεί όπου θα γινόταν η στρατιωτική παρέλαση, και να έμενε μαζί μου όσον χρόνο θα τον χρειαζόμουν.
Οταν τελείωσε η παρέλαση επιβιβάστηκαν οι επίσημοι στα αυτοκίνητά τους για να πάνε στη Σχολή Πολέμου, όπου θα δινόταν το επίσημο γεύμα. Από πίσω και εγώ. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, θα έπρεπε να ξεκινήσουν την ίδια ώρα και οι δυο τους από τα δωμάτιά τους για να συναντηθούν ταυτοχρόνως στο πλατύσκαλο, και να μπουν μαζί στην αίθουσα όπου θα δινόταν το γεύμα.
Πήγα και στάθηκα στο σημείο όπου θα γινόταν η συνάντηση. Φθάνει πρώτος ο Τίτο ενώ ο Παύλος καθυστερούσε να φανεί. Αυτή ήταν για μένα η στιγμή. Το timing, που λένε οι Αμερικανοί. Με αναγνώρισε αμέσως και με βεβαίωσε ότι η συνάντηση που μου είχε υποσχεθεί θα γινόταν λίγο αργότερα, ευθύς μετά το γεύμα και τον καφέ που θα έπαιρνε μαζί με τον Παύλο στον κήπο.
Αργότερα, στον κήπο, σηκώνεται ο Τίτο από τη θέση του, φωνάζει τον υπασπιστή του και κάτι του λέει. Και ενώ ο Τίτο αποχαιρετούσε τον Παύλο, ο υπασπιστής του άρχισε να τριγυρίζει στον κήπο και να φωνάζει: «The Greek journalist! The Greek jornalist!». Βγαίνω μπροστά του και του λέω πως εγώ είμαι αυτός που ζητούσε.
Ο Τίτο με πιάνει παραμάσχαλα και προχωρεί μαζί μου προς τη μαύρη λιμουζίνα που τον περίμενε. Και εκεί, σε εκείνο το σημείο παίρνω τη συνέντευξη που ήθελα. Η συνομιλία εκείνη με τον Τίτο κράτησε αρκετή ώρα και εστιάστηκε κυρίως στο επίκαιρο θέμα της σοβιετικής απειλής (ήταν η εποχή που ο Τίτο είχε έρθει σε ρήξη με τον Στάλιν). Ολες οι φήμες έλεγαν ότι ήταν επικείμενη μια επίθεση του σοβιετικού «μπλοκ» προς τον Νότο. Γι’ αυτό άλλωστε οι Αμερικανοί ευνοούσαν τη δημιουργία μιας στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στη συνομιλία που είχαμε, ο Τίτο χωρίς περιστροφές και επιφυλάξεις μού μίλησε για τον επερχόμενο κίνδυνο. Και με την άκρη του παπουτσιού του σχεδίαζε στο χώμα την παράταξη που θα έπαιρναν τα στρατεύματα των τριών συμμαχικών κρατών.
Η γνωριμία μου όμως με τον Τίτο δεν τελειώνει ούτε εδώ. Υπάρχει συνέχεια εξίσου ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.
Ο Στάλιν πέθανε την 5 Μαρτίου 1953. Γίνεται πρόεδρος της Σοβιετικής Ενωσης ο Μαλένκοφ, ο οποίος εκπαραθυρώνεται από τον Μπουλγκάνιν στις 8 Φεβρουαρίου 1955, και γίνεται γενικός γραμματέας του κόμματος ο Χρουστσόφ.
Τον Μάιο του 1955 ο Χρουστσόφ με τον Μπουλγκάνιν θα φθάσουν στο Βελιγράδι για να υπογράψουν με τον Τίτο Σύμφωνο Φιλίας που έχει μείνει στην Ιστορία με την ονομασία η Διακήρυξη του Βελιγραδίου.
* Η τρίτη συνομιλία
Ο Κίγκσμπουρι Σμιθ του πρακτορείου INS μού τηλεφωνεί από τη Νέα Υόρκη ότι ξεκινάει για το Βελιγράδι για να καλύψει ειδησεογραφικά το γεγονός, και με καλεί να τον συναντήσω.
Η δεξίωση του Τίτο για τους Χρουστσόφ και Μπουλγκάνιν δόθηκε στο Ανάκτορο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Γιουγκοσλαβικής Βουλής. Μαζί τους είχαν έλθει από τη Μόσχα ο Μικογιάν και ο θεωρητικός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, ο περίφημος Σουσλόφ.
Η μοναδική δυνατότητα που υπήρχε να πλησιάσει κανείς από κοντά τον Χρουστσόφ ήταν την ώρα που θα έβγαινε από την επτασφράγιστη αίθουσα όπου δινόταν το επίσημο δείπνο. Ετσι και έγινε. Ανοιξε η πόρτα και βγήκε ο Χρουστσόφ, και από κοντά του ο Μικογιάν, και πιο πίσω ο Μπουλγκάνιν, ο Σουσλόφ και οι άλλοι. Ο Χρουστσόφ ήταν κυριολεκτικά σκνίπα στο μεθύσι. Τον στήριζαν, για να μη σωριασθεί, δυο γεροδεμένοι υπασπιστές.
Εσπρωξα τον κόσμο δεξιά και αριστερά μου. Πρόλαβα τον Χρουστσόφ στο κεφαλόσκαλο, τον πλησιάζω και του ζητώ, στα ρωσικά, να μου κάνει μια δήλωση. Η απάντησή του ήταν: «Μιρ!», δηλαδή «Ειρήνη!».
Τον Αύγουστο του 1956 υποδέχθηκε ο Τίτο στο Βελιγράδι την επίσημη ρουμανική αντιπροσωπεία. Πέτυχα να διασυνδεθώ με τον υπουργό Προεδρίας της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης δρα Βίλφαν και μέσω αυτού να εξασφαλίσω μια ιδιαίτερη συνάντηση με τον Τίτο, που έγινε στο Ανάκτορο του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Σερβικής Βουλής κατά τη διάρκεια του επίσημου δείπνου που έδινε ο Τίτο για τη ρουμανική αντιπροσωπεία.
Ο δρ Βίλφαν κράτησε την υπόσχεσή του. Με αναζήτησε ανάμεσα στο πλήθος των καλεσμένων της αίθουσας για να μου πει ότι ο Τίτο με περίμενε. Τον ακολούθησα σε ένα μικρό σαλόνι, δίπλα ακριβώς από την αίθουσα όπου δινόταν το επίσημο δείπνο. Με άφησε για λίγη ώρα μονάχο και σε λίγο ξαναήρθε συνοδεύοντας τον Τίτο.
Ο Τίτο μού απλώνει φιλικά το δεξί του χέρι ενώ στο αριστερό κρατά την αχώριστη πίπα του. Καθόμαστε και οι τρεις γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι. Το πρώτο που μου είπε ήταν ότι τους τελευταίους έξι μήνες δεν έχει παραχωρήσει συνέντευξη προς κανένα δημοσιογράφο, και ότι αν το κάνει τώρα είναι γιατί με είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που με γνώρισε στην Κωνσταντινούπολη.
Το κείμενο αυτό είναι το τρίτο από μία σειρά οκτώ πορτρέτων γνωστών προσωπικοτήτων που ο κ. Θεόδωρος Κρίτας έγραψε ειδικά για «Το Βήμα» επιστρατεύοντας τις προσωπικές του αναμνήσεις.



