Με πιάνει ζήλια με όσους σκαλίζουν τη φύτρα τους, βέβαιοι εξ ακοής ότι θα βρουν σπουδαίους προγόνους. Ψάχνουν για τη χαμένη τους πατρίδα με τόσο ζήλο, σάμπως να κρύβεται εκεί η εξήγηση της, αναγνωρισμένης ή παραγνωρισμένης, δικής τους σημασίας. Φαίνεται όμως ότι κάτι από όλα αυτά ανήκει στην ανθρώπινη, όπως λέμε, φύση· όλοι, μόλις το επιτρέψει η ευκαιρία, ενδίδουν στον πειρασμό να ψηλαφήσουν τη γέννα και τη γενεαλογία τους· φτιάχνοντας κάποτε και από την προγονική αδοξία μια, μικρή έστω, φαντασιακή δόξα, που τους ζεσταίνει και τους κολακεύει.
Παράδειγμα η αφεντιά μου· που φέτος αποφάσισε να διακόψει τον Ιούλιο, πηγαίνοντας για δέκα μέρες στη θρακική Μαρώνεια και στα περίχωρά της· όπου, μαζί με τη συγκίνηση, φούντωσε και η περιέργεια για τον μαρωνίτη πατέρα, τον μικρόσωμο, συμπαθητικό παππού Δημήτρη, την ψηλή, περήφανη, σχεδόν απειλητική, γιαγιά Μαργίτσα.
Πρέπει να πω ότι τα παιδικά και τα εφηβικά μας χρόνια στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης πέρασαν δύσκολα· πόλεμος, κατοχή, εμφύλια σφαγή και προπαντός μόνιμη φτώχεια, καπνεργατική. Κι όπως το θέλει η μοίρα των φτωχών, τους παγιδεύει η ανάγκη για το παρόν, φαντάζονται απεγνωσμένα μια άσπρη μέρα για το μέλλον, αδιαφορώντας για το παρελθόν. Ετσι στο σπίτι μας σπάνια γινόταν λόγος για την πατρική Μαρώνεια, παρά το όνομα, και για το μητρικό, μικρασιατικό Πυργί.
Πέρασαν χρόνια ώσπου να σκεφτώ πως έπρεπε να δω από κοντά τον ένα και τον άλλο τόπο. Στη Μαρώνεια πρωτοπήγα τέλος της δεκαετίας του ’80, και ξαναπέρασα, γυρίζοντας από την Πόλη, αρχές της δεκαετίας του ’90. Αλλά ούτε τη μια ούτε την άλλη φορά έμεινα πάνω από λίγες ώρες· μου έμεινε ωστόσο ο ήλιος του μεσημεριού· η παλιά βρύση στην πλατεία του χωριού· το εσπερινό κελάδημα των αηδονιών στο ανασκαμμένο μόλις αρχαίο θέατρο.
Την τελευταία όμως φορά φώλιασα και γύρισα κάμποσο. Είδα τα παλιά σπίτια (ρημαγμένα ή αναστυλωμένα) από κοντά· τις δύο εκκλησιές· το μοναχικό καμπαναριό και χάζεψα. Κατέβηκα στον Αγιο Χαράλαμπο, με το παλιό λιμάνι και τα ρωμαϊκά – πρωτοχριστιανικά του λείψανα. Ανέβηκα στα τείχη και στην ακρόπολη της αρχαίας Ισμάρας. Περπάτησα το ρείθρο του Οδυσσέα. Εφτασα δύο φορές στη Σύναξη, εύρημα του Τούλη και του Μπακιρτζή, από όπου οι πρώτοι χριστιανοί – ειδωλολάτρες, καθαροί, περνούσαν απέναντι στη Σαμοθράκη, για να γνωρίσουν στο Ιερό των Μεγάλων Θεών το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και, στον πηγαιμό ή στον ερχομό, βρέθηκα στο Δέλτα και στα Τέμπη του Νέστου, στην όμορφη Ξάνθη, στο πάλαι ποτέ μεταξωτό Σουφλί και πιο ψηλά στο Διδυμότειχο· ντάλα μεσημέρι, γνώρισα τα αρχαία Αβδηρα του Πρωταγόρα και του Δημοκρίτου. Δεν λέω: περηφανεύτηκα κι ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Οχι, προγονικά ονόματα δεν βρήκα, εκτός από ένα αθυρόστομο παρατσούκλι. Επί τόπου όμως ανέβηκαν κάποιες σκιές δασκάλων από τα μέρη της Θράκης, που έσκαψαν τα χώματά της: του λαογράφου Κυριακίδη, του αρχαιολόγου Μπακαλάκη. Ανυποψίαστος για τα φθαρμένα πια αμπέλια της περιοχής, γύρεψα να πιω οίνον ισμαρικό, προς τιμή του Αρχιλόχου και του Μάρωνα της Οδύσσειας. Δυστυχώς δεν βρέθηκε γουλιά απ’ το περίφημο κρασί, που χάρισε ο ιερέας – βασιλιάς των Κικόνων στον Οδυσσέα, σε αντάλλαγμα που αυτός τον σεβάστηκε. Εκείνο το κρασί, με το οποίο μέθυσε ο πολύτροπος ήρωας του νόστου τον μονόφθαλμο Κύκλωπα και τον τύφλωσε· θυμώνοντας τον Ποσειδώνα, που από εκεί και πέρα δεν τον άφησε, που λέει κι ο λόγος, σε χλωρό κλαρί τη νύφη ωστόσο την πλήρωσαν τελικά οι νήπιοι εταίροι, που νόστο γύρευαν και νόστο δεν είδαν τα μάτια τους.
Αυτά όλα προ δόξα της πατρικής πατρίδας. Που τρώγοντας κατσίκι με τη Βούλα, τη Σούλα και την Τούλα, της αφιερώθηκε ο ευτράπελος χαιρετισμός: Μαρώνεια, εβίβα· με είδες και σε είδα!
Ο κ. Δ. Ν. Μαρωνίτης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.



