Ο Χαλίλ Μπερκτάι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους τούρκους ιστορικούς, γνωστός όχι μόνο για το συγγραφικό έργο του και την πολύπλευρη ακαδημαϊκή και ερευνητική δραστηριότητά του, αλλά και για τον πολιτικό λόγο του. Πρόσφατα μια συνέντευξή του στη «Ραντικάλ» σχετικά με το αρμενικό ζήτημα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία. Και αυτό επειδή ασκούσε κριτική στην επίσημη θέση της τουρκικής κυβέρνησης και διατύπωνε την άποψη ότι ένα τόσο σημαντικό θέμα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους αδιαλλαξίας και άρνησης. Η συγκριτική προσέγγιση αποτελεί κλειδί στον τρόπο με τον οποίο μελετά τα ιστορικά φαινόμενα, όπως θα φανεί και από τη σύντομη συζήτηση που είχαμε μαζί του. Η συζήτηση αυτή, η οποία έγινε τη στιγμή ακριβώς που κρινόταν το μέλλον της Τουρκίας στην Ευρώπη, δεν έμεινε φυσικά ανεπηρέαστη από το κλίμα των ημερών. Το θέμα μας είναι η σημασία των πολιτικών και πολιτισμικών συμβόλων στην τουρκική κοινωνία. Ο Μπερκτάι επέλεξε να μιλήσει για τον τρόπο που ο κεμαλισμός επενδύει συμβολικά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις αλλά και αναπαράγεται μέσα από αυτές.


­ Σε κάποιον που έρχεται για πρώτη φορά στην Τουρκία προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η ισχυρή παρουσία σε όλους τους δημόσιους χώρους εθνικών συμβόλων όπως η σημαία ή το πορτρέτο του Ατατούρκ. Πόσο διαφορετική είναι η εικόνα αυτή απ’ ό,τι συνέβαινε παλαιότερα και ποια είναι η σημασία αυτών των συμβόλων για την τουρκική κοινωνία;


«Η ισχυρή αυτή παρουσία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ιστορικής εξέλιξης. Είναι αλήθεια ότι ο Ατατούρκ είναι παντού. Και αυτό δεν δημιουργεί αίσθηση μόνο στον επισκέπτη, αλλά και εμείς ως πολίτες που ζούμε σε αυτή τη χώρα το νιώθουμε καθημερινά. Το σημαντικό είναι να κατανοήσουμε το φαινόμενο με συγκριτικούς όρους. Εχουμε να κάνουμε προφανώς με ένα είδος προσωπολατρίας. Αυτό πρέπει να το εντάξουμε στο ίδιο πλαίσιο με αντίστοιχα φαινόμενα που παρατηρούμε στα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και στα νυν της Ασίας ή στα ισλαμικού χαρακτήρα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Για τους Τούρκους βέβαια θα ήταν σχεδόν σκανδαλώδες να συγκρίνει κανείς τον Ατατούρκ με φυσιογνωμίες σαν τον Στάλιν ή τον Σαντάμ Χουσεΐν λ.χ., από ηθική ή συναισθηματική άποψη, είτε γιατί κάποιες από αυτές αποτελούν πλέον παρελθόν είτε γιατί έχουν απαξιωθεί ως προσωποποίηση του κακού. Ο Ατατούρκ, αντίθετα, είναι ο μεγάλος και αδιαμφισβήτητος ήρωας της Τουρκίας.


Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε, κατ’ αρχάς, με το πρόβλημα της καθυστερημένης ιστορικής εξέλιξης των συγκεκριμένων κοινωνιών όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό και τη δημιουργία εθνικού κράτους. Οσο πιο αργά έρχεται μια εκσυγχρονιστική επανάσταση τόσο περισσότερο κυριαρχεί στην ατζέντα η ανάγκη να επιταχυνθούν οι ρυθμοί προκειμένου να προλάβει την εξέλιξη σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών. Αιώνες ευρωπαϊκής ιστορίας πρέπει να συμπιεστούν σε μερικές δεκαετίες και αυτό γίνεται απολύτως συνειδητά. Ταυτοχρόνως περιφερειακές σε σχέση με τον δυτικό κόσμο περιοχές γίνονται ακόμη στόχος πολιτικής αποικιακού τύπου, με την έννοια ότι γίνεται σαφές πως αν δεν αναπτυχθούν από μόνες τους αναπόφευκτα θα πέσουν θύματα της δυτικής επεκτατικότητας. Και αυτό υπήρξε και αποτελεί πραγματικό κίνδυνο και όχι απλώς μια φαντασίωση.


Από τη στιγμή που τέτοια κινήματα παίρνουν την εξουσία προσπαθούν κυριολεκτικά να σηκώσουν την υπόλοιπη κοινωνία ασκώντας μια φοβερή δύναμη. Και αυτό δημιουργεί μονοκομματικά καθεστώτα. Η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν πολύ στενό κύκλο δημιουργεί την αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα και συνεπάγεται τη λατρεία του ατόμου που προβάλλεται ως ο μεγάλος ηγέτης του έθνους».


­ Τα καθεστώτα στα οποία αναφερθήκατε ­ είτε σοσιαλιστικά είτε ισλαμικά ­ αποτελούσαν και αποτελούν το κόκκινο πανί για την κεμαλική ιδεολογία που προσπαθούσε, από ένα σημείο και πέρα, να αντιπαρατεθεί και προς τα δύο αυτά μοντέλα. Και σε κάθε περίπτωση, ο κεμαλισμός έχει επιδείξει μια ανοχή στον χρόνο που δεν ισχύει τουλάχιστον για τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.


«Συνήθως τείνουμε να θεωρούμε τη σοσιαλιστική, την ισλαμική και την κεμαλική ιδεολογία πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Υποστηρίζω ακριβώς το αντίθετο. Εχουμε να κάνουμε με μια ιστορική δυναμική που ξεπερνάει τα στενά ιδεολογικά όρια. Ιδιαίτερα η σοσιαλιστική και η κεμαλική ιδεολογία μπορούν να ιδωθούν ως δύο εκδοχές της ίδιας εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας. Βεβαίως υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Για παράδειγμα, ενώ τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έχουν καταρρεύσει, ο κεμαλισμός σήμερα φαίνεται περισσότερο εδραιωμένος απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελεί πλέον απλώς μια ετικέτα ή να μην είναι σε θέση να διαχειριστεί την πραγματικά πολύπλοκη σύγχρονη τουρκική κοινωνία. Ο λόγος λοιπόν που η ιδεολογία αυτή έχει επιβιώσει είναι ότι υπήρξε πάντοτε πιο πραγματιστική και εμπειρική και λιγότερο θεωρητική απ’ ό,τι η σοσιαλιστική. Η τελευταία βασίζεται σε μια σκληροπυρηνική θεωρία όπου όλα τα στοιχεία συγκροτούν ένα συμπαγές οικοδόμημα. Αξίζει εξάλλου να σημειώσουμε ότι όσο ζούσε ακόμη ο Ατατούρκ η προσωπολατρία δεν είχε φθάσει σε αυτά τα επίπεδα. Η συστηματοποίηση της κεμαλικής ιδεολογίας αποτελεί ύστερη εξέλιξη. Ετσι ο κεμαλισμός ­ ή ατατουρκισμός, όπως έγινε γνωστός ­ έχει παραμείνει πολύ πιο ευέλικτος και ανεκτικός από τα σοσιαλιστικά ή μαρξιστικά μοντέλα εθνικής ανάπτυξης».


­ Σε άλλες εκδοχές προσωπολατρίας τα σύμβολα και τα πορτρέτα αντικαταστάθηκαν, μέσα από μια τραυματική και βίαιη αντιστροφή, από καπιταλιστικά σύμβολα. Και αυτό έχει στρέψει την κοινωνία από τη λατρεία του προσώπου στη λατρεία μιας νέας κοσμοαντίληψης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Θα λέγατε ότι αυτού του τύπου η ιδεολογία θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική προς τον κεμαλισμό πρόταση; Υπάρχει τρόπος να συνδυαστούν οι δύο ή είναι ασύμβατες; Μπορεί να γίνουμε τελικά μάρτυρες της αποκαθήλωσης των πορτρέτων του Ατατούρκ;


«Οχι, μια τέτοια εξέλιξη δεν τη θεωρώ πιθανή. Ακριβώς εξαιτίας του ευέλικτου χαρακτήρα του, ο κεμαλισμός έχει αξιοποιηθεί με διάφορους επιδέξιους τρόπους ως μια πλατιά ομπρέλα ή ως συνεκτικός ιστός ικανός να συνδυάσει διαφορετικά νοήματα. Από το ’50 και μετά πολλές ιδεολογίες αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την απόσταση ανάμεσα σε αυτά και στον ατατουρκισμό, και αυτό χωρίς συχνά να το αντιλαμβάνονται, προκειμένου να αντλήσουν νομιμοποίηση, και προσπαθώντας η καθεμιά να αποδείξει ότι ερμηνεύει με τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του Ατατούρκ».


­ Στην τελευταία επέτειο της Δημοκρατίας, το Fazilet Partisi (Κόμμα Αρετής), το ισλαμικό κόμμα, διάδοχο του Refah Partisi (Κόμμα Ευημερίας), κυκλοφόρησε αφίσες με το σλόγκαν «Η Προεδρευόμενη Δημοκρατία είναι Αρετή» («Cumhurieyt Fazilettir»), αποδεικνύοντας έτσι την αφοσίωσή του στο πολίτευμα. Μπορεί αυτή η διαχείριση να συνδυάσει τόσο ακραία στοιχεία;


«Ο Ατατούρκ περνάει παντού, ανάλογα με το ποια πλευρά του θέλεις να προβάλεις. Το Εθνικιστικό Κόμμα ΜΗΡ και οι Γκρίζοι Λύκοι τον αποκαλούν κι αυτόν Γκρίζο Λύκο (Boz Kurt), οι ισλαμιστές τονίζουν τη θρησκευτική του ευλάβεια, οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κτλ. Ετσι η ιστορική διαδικασία την οποία περιγράψαμε στην αρχή, η οποία οδήγησε στην εμπέδωση της προσωπολατρίας, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από μια νέα δυναμική που μεταβάλλει, αναπαράγει και τελικά ενισχύει τον ατατουρκισμό».


­ Ωστόσο τα ΜΜΕ και η νέα κοινωνία του θεάματος δεν έχουν παίξει τον ρόλο τους στο να αναπαραχθούν αυτές οι εκδοχές του ατατουρκισμού τα τελευταία 10-15 χρόνια; Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τα ΜΜΕ και η βιομηχανία των εικόνων έχουν γνωρίσει αλματώδη ανάπτυξη, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την αναπαραγωγή και τη διάχυση ιδεολογιών.


«Οπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει σε σχέση με το αν ανήκουμε ή όχι στην Ευρώπη, το τουρκικό κράτος, η κοινή γνώμη, τα κόμματα, εμφανίζονται βαθιά διχασμένα. Υπάρχει η μία πλευρά που υποστηρίζει ό,τι θα αποκαλούσα φονταμενταλιστική κεμαλική θέση που μένει πιστή στην ιδέα του πατερναλιστικού εθνικού κράτους και της αυτάρκους εθνικής ανάπτυξης. Αυτή η πλευρά θέτει ως προτεραιότητα το απαραβίαστο της κυριαρχίας ενός ενιαίου έθνους-κράτους που δεν συμβιβάζεται με διεθνείς συνδιαλλαγές ή κηδεμονίες οποιουδήποτε είδους. Αυτό αποτελεί και τον πυρήνα της αντιευρωπαϊκής κριτικής. Από την άλλη, το άλλο μισό όχι μόνο της τουρκικής κοινωνίας πολιτών αλλά και του ίδιου του κράτους υιοθετεί μια θέση που υπαγορεύεται από τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης και των διεθνών σχέσεων και επιδιώκει την προσχώρηση της Τουρκίας στην Ενωμένη Ευρώπη. Θεωρεί μάλιστα ότι με τον τρόπο αυτόν εκπληρώνει τους στόχους που έθεσε ο ίδιος ο Ατατούρκ».


­ Αυτό σημαίνει ότι η κεμαλική εκσυγχρονιστική επανάσταση συνεχίζεται;


«Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις χρησιμοποιούν ακριβώς αυτό το επιχείρημα. Οσο για τον ρόλο των media και αυτό που αποκαλούμε κουλτούρα της εικόνας, προφανώς όσο η τουρκική κοινωνία αναπτύσσεται οικονομικά παρατηρείται μια εικονοκλαστική τάση. Μπροστά στην εισβολή, καθημερινά, εικόνων και πρακτικών που προβάλλουν την καταναλωτική αφθονία είναι πολύ δύσκολο για την παλαιά, ιερατικού τύπου, πολιτική κουλτούρα να παραμείνει αλώβητη. Ο,τι φαινόταν στέρεο ως χθες εξανεμίζεται γρήγορα, τα πάντα μεταλλάσσονται συνεχώς. Ωστόσο αυτό δεν είναι το μόνο πλαίσιο αναφοράς. Υπάρχει μια νέα γενιά εθνικιστικών συγκρούσεων σε εξέλιξη γύρω από την Τουρκία. Το κουρδικό πρόβλημα, οι Ρώσοι στην Τσετσενία, οι Αρμένιοι στο Αζερμπαϊτζάν, οι Σέρβοι στη Βοσνία… Η αναβίωση ενός αισθήματος οικειότητας προς τους Τούρκους εκτός Τουρκίας, οι οποίοι θεωρούνται αδέλφια μας, έχει οδηγήσει στην εμφάνιση πιο σκληρών εκδοχών τουρκικού εθνικισμού. Και αυτή η εθνικιστική ξενοφοβία, μια αίσθηση απειλής και δίωξης, έχει οδηγήσει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να ταυτιστεί με την παλαιά πολιτική κουλτούρα. Η Τουρκία βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας κρίσης. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει μια ομαλή υποχώρηση της λατρείας του Ατατούρκ, ως αποτέλεσμα της εικονοκλαστικής δύναμης των media. Υπάρχουν δυνάμεις που ενισχύουν την αποκαθήλωση των συμβόλων και άλλες που την υποσκάπτουν. Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό». *


* Ο κ. Βαγγέλης Κεχριώτης είναι ιστορικός.