Η κυβέρνηση επανέρχεται βήμα βήμα στην αποτυχημένη πολιτική του ελέγχου της οικονομίας με διοικητικά μέτρα.


Υπενθυμίζω: την παρέμβασή της στο ωράριο των καταστημάτων, τη θέσπιση ανώτατης τιμής για τα εμφιαλωμένα νερά και αναψυκτικά, την προτεινόμενη από τον κ. Σπράο παρέμβαση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις του ιδιωτικού τομέα, την οροφή 4% στα δίδακτρα των σχολείων, το πάγωμα τιμολογίων ΔΕΚΟ ανεξαρτήτως της εξέλιξης του κόστους, την παρέμβαση στη διαμάχη βιομηχανιών – σουπερμάρκετ κλπ. Οπως και στο παρελθόν, έτσι και τώρα, οι παρεμβάσεις αυτές θα έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Αφενός θα περιορίσουν την προσφορά των ελεγχομένων υπηρεσιών ή προϊόντων με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και αφετέρου θα σπρώξουν πολλές επιχειρήσεις σε αμυντικές και πρόωρες ανατιμήσεις (για να προλάβουν ενδεχόμενο μελλοντικό πάγωμα).


Στην αρχή του χρόνου επεσήμανα ότι το 1997 κληρονομεί από το 1996 μεγάλες αντιφάσεις μεταξύ της φορολογικής, της εισοδηματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση. Αν οι αντιφάσεις αυτές δεν αρθούν γρήγορα, θα οδηγήσουν σε αύξηση της ανεργίας και τελικώς σε απότομη εγκατάλειψη της πολιτικής της σκληρής δραχμής που θα μας κάνει όλους φτωχότερους.


Πέρασαν έξι μήνες και δεν έγινε τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Αντί των διαρθρωτικών αλλαγών και προσαρμογών που θα εκλογίκευαν τις πολιτικές και θα περιόριζαν τις αντιφάσεις, η κυβέρνηση καταφεύγει, όπως θύμισα, σε αλυσιτελή διοικητικά μπαλώματα. Ακόμη και προφανή μέτρα ενίσχυσης της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, όπως είναι η θεσμική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Τράπεζας της Ελλάδος (περί της οποίας με τον συνάδελφό μου Γ. Αλογοσκούφη γράψαμε στο «Βήμα» της 8ης Ιουνίου) και η ένταξη της δραχμής στο ΕΝΣ, ενώ συζητούνται συνεχώς, δεν προωθούνται.


Για την επίτευξη του εθνικού στόχου της ισότιμης παρακολούθησης της συντελούμενης ευρωπαϊκής ένωσης, το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν και παραμένει η λειτουργία του δημόσιου τομέα. Οσο δεν αντιμετωπίζεται αυτή η πραγματικότητα τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα να επιτύχουν ό,τι επιδιώκουμε.


Η ανάγκη περιορισμού της δαπάνης, της σπατάλης και της κλοπής στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν θα γίνει με ευχές αλλά με συγκεκριμένα μέτρα. Πρώτο μέτρο είναι να αρχίσουμε να μετράμε, να ξέρουμε δηλαδή τι μας γίνεται σε κάθε κρατική μονάδα. Την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή συζητιόταν η καθιέρωση του νοσοκομειακού συνταγολογίου που, μεταξύ άλλων, υποτίθεται θα περιορίσει τη δαπάνη για φάρμακα. Ερώτησα τους αρμόδιους υπουργούς Γείτονα και Σκουλάκη αν μπορούν να πληροφορήσουν τη Βουλή τι ξόδεψαν για φάρμακα το 1996 πέντε μεγάλα νοσοκομεία (Ευαγγελισμός, Γενικό Κρατικό, Σωτηρία, ΚΑΤ, Κρατικό Νικαίας). Ο κ. Σκουλάκης θεώρησε αφελή την ερώτησή μου διότι κανένας δεν γνωρίζει (προφανώς, συμπληρώνω, διότι κανένας δεν θέλει να γνωρίζει) τι ξοδεύτηκε σε κάθε νοσοκομείο για φάρμακα. Αν όμως δεν είναι γνωστή η δαπάνη, πώς θα διαπιστωθεί η μείωσή της;


Πρώτο μέτρο για τον περιορισμό της δαπάνης είναι λοιπόν να αρχίσουμε να μετράμε. Παντού σε όλο τον δημόσιο τομέα. Στα ταμεία, στη ΔΕΗ, στα πανεπιστήμια, στον ΟΣΕ, στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στα νοσοκομεία, παντού. Πουθενά σήμερα δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία. Οσο διστάζει η κυβέρνηση, για να μη διαταράξει τα κακώς κείμενα ή τις σκοτεινές ισορροπίες, να αναθέσει σε διεθνούς κύρους οικονομικούς ελεγκτές να καταστήσουν όλες τις δραστηριότητες του δημόσιου τομέα μετρήσιμες, δεν θα υπάρξει περιορισμός της δαπάνης. Αντί να ασχολείται ο κ. Σπράος με επεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, θα προσέφερε σημαντική υπηρεσία στον τόπο αν συνέβαλλε στην εισαγωγή τής, για το ελληνικό Δημόσιο, καινοτομίας του μετρήματος. Αν μπορέσουμε να μετρήσουμε το κόστος στον δημόσιο τομέα (μάθουμε π.χ. αξιόπιστα πόσο θα κοστίσει το ηλεκτρικό ρεύμα που θα παράγει ο προγραμματιζόμενος σταθμός στη Φλώρινα), υπάρχει ελπίδα να φέρουμε σε λογαριασμό τον πληθωρισμό. Αλλιώς θα αποτύχουμε.


Το μέτρημα θα διευκολυνθεί αν καταργήσουμε χωρίς κανένα δισταγμό και τα πιο πολλά μονοπώλια ή μονοπωλιακά δικαιώματα του Δημοσίου· αν δηλαδή αναγκάσουμε το Δημόσιο να υποστεί ανταγωνισμό. Από τον ανταγωνισμό θα προκύψουν πάλι μέτρα σύγκρισης. Αλλά αυτά είναι μια άλλη κουβέντα.


Ο κ. Στ. Μάνος είναι βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός.