Η ελληνική αρχιτεκτονική παραμένει ακόμη άγνωστη γη στον ευρωπαϊκό και στον διεθνή αρχιτεκτονικό ορίζοντα, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες αποκατάστασης μιας παρουσίας της στα τελευταία 10-15 χρόνια. Και όμως, όλα τα φαινόμενα και τα γνωρίσματα της νεωτερικότητας και της επακόλουθης κρίσης της παρουσιάστηκαν και εδώ, αποκτώντας διαφορετικές αποχρώσεις για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. Το κυρίαρχο ιδεολογικό κατασκεύασμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού της: στη διώνυμη αντίθεση μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού.


Αναμφίβολα, οι μοντέρνοι καιροί έφθασαν ακόμη και σ’ αυτό το ιδιαίτερο τοπίο. Η ευαισθησία απέναντι στις νεοκλασικές και τοπικιστικές τάσεις φάνηκε να επιβεβαιώνει τον πρωταρχικό ρόλο του τοπίου, που ενισχύθηκε άμεσα και από τη δυσπιστία που έδειξε μέρος των ελλήνων διανοουμένων αρχιτεκτόνων προς την έλευση του μοντερνισμού ­ δηλαδή προς τον δυτικό ορθολογισμό ­ και την αδύναμη επαφή με τα κινήματα των ιστορικών πρωτοποριών.


Δίχως την επιθυμία μείωσης αυτών των τάσεων, η έκθεση «Τοπία εκμοντερνισμού» αφορά την αναψηλάφηση δύο περιόδων της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής που μπορούν ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστούν έκδηλα νεωτερικές ­ τη δεκαετία του ’60 και τη δεκαετία του ’90 ­ οι οποίες συσχετίζονται με σημαντικούς αστικούς μετασχηματισμούς. Οπως και αλλού, παρατηρείται η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η εξάπλωση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και άλλων σύγχρονων φαινομένων της νεωτερικότητας ­ για παράδειγμα, ο μαζικός τουρισμός ­ ωστόσο, το τοπίο εξακολουθεί να υποδεικνύει τη χωρική οργάνωση της αρχιτεκτονικής, όπως το ίδιο κάνουν και τα μεταδιδόμενα πολιτισμικά πρότυπα. Ωστόσο, παρ’ όλη την εμφατική αναζήτηση ενός διαλόγου με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές τάσεις, οι έλληνες μοντέρνοι παραμένουν αμετάκλητα στις ιδιαιτερότητές τους. Σε καιρούς επεκτεινόμενης, παγκόσμιας ομοιογενούς εμπειρίας, η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, στις πολλαπλές εκφάνσεις της, αιωρείται μεταξύ του να είναι ανεξίτηλα ελληνική (διατηρώντας μιαν απόσταση από το φολκλόρ) και ανεξίτηλα σύγχρονη. Αυτό το διαλεκτικό αίνιγμα αποτελεί το κίνητρο της έκθεσης που παρουσιάζεται στο Ολλανδικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, στο Ρότερνταμ, μέσα από τη διερεύνηση τριών θεματικών ενοτήτων (οικειακότητα, αστικός χώρος, τοπίο) σε κάθε μία από τις δύο δεκαετίες.


Η αρχιτεκτονική της οικειακότητας


Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ιστορία της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική της ιδιωτικής κατοικίας και ιδιαίτερα με την αρχιτεκτονική της μονοκατοικίας στα προάστια ή σε παραθαλάσσιες περιοχές. Οι ιδιωτικές κατοικίες του ’60 ανήκουν σε μια νεοεμφανιζόμενη επιχειρηματική τάξη που αναπτύσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Πρόκειται για μια τάξη που ασπάζεται μια εξωστρεφή ιδεολογία, επιθυμώντας το «άνοιγμα» της χώρας στους δυτικούς τρόπους ζωής ­ ενώ, ταυτοχρόνως, συνεχίζει να έχει συνείδηση των ελληνικών ιδιοσυγκρασιών ­ και που αποδέχεται τη μοντέρνα αρχιτεκτονική ως μέσο έκφρασης της εποχής. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδιωτική κατοικία αποτελεί το πεδίο έκφρασης μιας αρχιτεκτονικής ριζωμένης στη φαινομενολογία της ελληνικής παράδοσης. Οι μεταπολεμικοί απόηχοι του έργου του Le Corbusier, του Mies van der Rohe και του διεθνούς στυλ μπορούν εύκολα να διαπιστωθούν στο έργο των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων της περιόδου, οι οποίοι επανερμηνεύουν παραδοσιακές μεθόδους χωρικής οργάνωσης, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες του οπλισμένου σκυροδέματος, ενώ παραμένουν πιστοί σε παραδοσιακές τεχνικές κτισίματος, χειρωνακτικής εργασίας και υλικών. Σε αυτές τις διαδρομές θα βρούμε μερικά από τα πιο σημαντικά και «κανονικά» έργα της περιόδου: κατοικίες σχεδιασμένες από τους Α. Κωνσταντινίδη (που ανέπτυξε μια στιβαρή κάτοψη με διαβαθμίσεις ημιυπαίθριων χώρων), Κ. Κραντονέλλη (που επικαιροποίησε τη διάταξη του αιθρίου), Η. Σκρουμπέλου και Δ. Φατούρου (που επεξεργάστηκαν με σχεδόν γλυπτικό τρόπο τις σχέσεις πλήρων και κενών). Σε αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της κατοίκησης είναι έκδηλη η αναζήτηση μιας μνήμης οικείου χώρου, με όλους τους συνειρμούς ως προς τη συνοχή μιας κατασταλαγμένης οικογενειακής ζωής. Αλλοι αρχιτέκτονες προτίμησαν μια διαφορετική αναζήτηση: οι κατοικίες των Ν. Βαλσαμάκη και Κ. Δεκαβάλλα (που χρησιμοποίησαν σύμμεικτες κατασκευές ­ πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος και μεταλλικά υποστυλώματα) και του Τ. Ζενέτου (που πειραματίστηκε με το προεντεταμένο σκυρόδεμα και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες) αποδεικνύουν, ιδιαίτερα στην επεξεργασία της κάτοψης, την αναζήτηση ενός ευέλικτου χώρου για την ενσωμάτωση της νεωτερικότητας στον συντηρητικό χώρο του σπιτιού. Σε κάθε περίπτωση, οι κατοικίες αυτές τοποθετούνται στο τοπίο, αναπτύσσουν μια διαλεκτική σχέση μ’ αυτό, εκμεταλλεύονται τη θέα και τον προσανατολισμό. Αυτό που είναι φανερό είναι η ανάπτυξη μιας αρχιτεκτονικής, η οποία, βασισμένη στην κληρονομιά της τεκτονικής παράδοσης (τεχνικές, υλικά, οργάνωση του γιαπιού), δημιουργεί ταυτοχρόνως μια ρήξη για να προσφέρει νέες μορφές και νέες χωρικές εμπειρίες.


Ο αντίκτυπος του μεταμοντερνισμού


Παρά την πλούσια παράδοση που δημιουργήθηκε σε αυτή την περίοδο, δεν διατηρείται μια γόνιμη συνέχεια ως την επόμενη περίοδο, τη δεκαετία του ’90, σε μια διάρκεια περίπου 25 χρόνων ­ άλλωστε, ο αντίκτυπος του μεταμοντερνισμού ήταν καταλυτικός για το «θόλωμα των νερών». Οι ιδιωτικές κατοικίες στη δεκαετία του ’90 είναι διαφορετικές. Μια πλατιά γνώση της σύγχρονης διεθνούς αρχιτεκτονικής προσφέρει πολλαπλότητα σχεδιαστικών αναφορών. Στην τρέχουσα δεκαετία, η αρχιτεκτονική της κατοικίας αιωρείται ανάμεσα σε πιο αφαιρετικές, μη εικονογραφικές, προσεγγίσεις, όπως στα έργα των Π. Νικολακόπουλου, Κ. Διακομίδου, Ν. Χαρίτου, Χρ. Παπούλια, Δ. Σκαράκη, Μ. Νικηφορίδη, Ν. Κτενά (στα οποία παρατηρούμε την αναζήτηση μιας ελάχιστης αρχιτεκτονικής, μέσα από στοιχειώδεις χειρισμούς γεωμετρίας και τη χρήση απλών υλικών), σε πιο τεκτονικές προσεγγίσεις, μιας πιο απτικής και «ευγενούς» ιδιοτροπίας, στο έργο των Ησαΐα/Παπαϊωάννου (που επεξεργάζονται τη διαπλοκή και τη διάρθρωση ανοικτών και κλειστών χώρων), των Α. Σπανομαρίδη, Γ. Ζαχαριάδη, Τ. Σταθόπουλου και της Κ. Κοντόζογλου (που προσπαθούν να ορίσουν μια ανάγλυφη αίσθηση χώρου μέσα από την κίνηση). Ταυτοχρόνως, παρατηρούνται σύγχρονες επανεγγραφές της παράδοσης, με νύξεις χωρικότητας μέσα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των τοίχων (όπως στο έργο του Μ. Μανιδάκη και της Α. Κουβελά), ή των κατασκευαστικών τεχνικών και υλικών (όπως στο έργο των Σ. και Δ. Αντωνακάκη). Πέρα από τις αναμφισβήτητες διαφορές τους, τα έργα των προηγούμενων αρχιτεκτόνων ­ και ιδιαίτερα αυτά της πρώτης ομάδας ­ μοιάζουν να επαναξιολογούν τις συμβάσεις της οικειακότητας και να προτείνουν μια κριτική οπτική. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα έργα των προαναφερθέντων αρχιτεκτόνων καταγράφουν μια ρήξη με την τρέχουσα, και δυστυχώς επικρατούσα, μεταμοντερνιστική πρόσληψη της μονοκατοικίας στην Ελλάδα.


Η δεκαετία 1957-1967 συχνά θεωρείται η «άνοιξη» της μεταπολεμικής ελληνικής αρχιτεκτονικής, μια και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έλαβε χώρα μια τεράστια και εντυπωσιακή διαδικασία εκμοντερνισμού. Η εκρηκτική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 οδήγησε μεγάλο αριθμό αγροτικού πληθυσμού στη μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, πρωτίστως την Αθήνα. Οι ανάγκες στέγασης αυτού του πληθυσμού καλύφθηκαν με πολυάριθμες πολυκατοικίες κατασκευασμένες από τον ιδιωτικό τομέα, από μικρού ή μεσαίου μεγέθους εργολάβους που λειτουργούσαν με το σύστημα της αντιπαροχής.


Η πολυκατοικία, μια ελληνική έκδοση του κορμπουσιανού συστήματος «dom-ino», χρησιμοποιούσε στοιχειώδεις κατασκευαστικές αρχές που επέτρεπαν μέγιστη ευελιξία προγράμματος, ενώ στη διαρκή επανάληψή της μορφοποίησε ολόκληρες ελληνικές πόλεις. Παρ’ όλο που η χώρα κατακλύστηκε από άπειρα παραδείγματα μέτριου σχεδιασμού, μερικά κτίρια επέδειξαν μεγάλη ικανότητα στον συνδυασμό καινοτόμων χωρικών και μορφικών σχεδιαστικών προτάσεων μέσα στα σφιχτά περιθώρια του αστικού οικοπέδου. Από το 1955 και έπειτα, η κυβέρνηση Καραμανλή ­ με την αμερικανική οικονομική υποστήριξη ­ ξεκίνησε μεγάλης σημασίας δημόσια προγράμματα υποδομής που άλλαξαν ολικά την εικόνα της ελληνικής πόλης. Η προσπάθεια επανακαθιέρωσης μιας πολιτειακής αίγλης (με τον διαγωνισμό του Πνευματικού Κέντρου του 1959) συνεχίστηκε με την κατασκευή της νέας πρεσβείας των ΗΠΑ (TAC/Gropius, 1959), του νέου διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας (Eero Saarinen, 1960-62), των νέων αυτοκινητοδρόμων που συνέδεαν την πρωτεύουσα με τον βορρά (όπως η Εθνική Οδός που οργάνωνε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της χώρας) και τον νότο (όπως η Λεωφόρος Ποσειδώνος, που οργάνωνε τις οικιστικές αναπτύξεις και τις δραστηριότητες αναψυχής της παραλίας), των σταθμών υπερωκεανίων (το κτίριο του ΟΛΠ στον Πειραιά), των νέων πανεπιστημιακών κτιρίων (το συγκρότημα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και της κοινωνικής κατοικίας στην περιφέρεια των μεγάλων ελληνικών πόλεων. Την ίδια στιγμή, τα αρχιτεκτονικά συνέδρια του συλλόγου αρχιτεκτόνων εστίαζαν στα αδιέξοδα που εμφανίστηκαν απέναντι στις ορθολογικές προσπάθειες για τον έλεγχο της αστικής εξάπλωσης.


Αυτές οι προσπάθειες συμβάδιζαν με εξίσου σημαντικές πρωτοβουλίες στον εξαπλωνόμενο ιδιωτικό τομέα, που επένδυε στην κατασκευή κτιρίων γραφείων και ξενοδοχείων (το Χίλτον της Αθήνας) και σε έργα που είχαν σχέση με την αυξανόμενη επιρροή του ιδιωτικού αυτοκινήτου (σταθμοί βενζίνης και χώροι υποδοχής στους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους). Η δημόσια αρχιτεκτονική του ’60, που συχνά ήταν αποτέλεσμα πανελλήνιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ξεχωρίζει γι’ αυτό που έχει αποκληθεί νεομπρουταλιστικό ήθος (αποτέλεσμα των υπαρχόντων τεχνικών κατασκευής και υλικών), ενώ ταυτοχρόνως άλλα έργα παρουσιάζουν πιο επίσημη, αλλά εξίσου σημαντική, αρχιτεκτονική που σχετίζεται με τον μοντερνισμό του διεθνούς στυλ.


Η απουσία υποδομής


Στη δεκαετία του ’90 ­ σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη μαζική εισροή ξένων μεταναστών και από μια σφιχτή οικονομική πολιτική με στόχο την ευρωπαϊκή σύμπλευση ­ η πολιτεία διατηρεί ένα χαμηλότερο προφίλ στην κατασκευή δημόσιων κτιρίων, παρ’ όλο που ένα εκτεταμένο πρόγραμμα πολύ σημαντικών αστικών έργων υποδομής είναι υπό κατασκευή (ειδικά στη Θεσσαλονίκη με την ευκαιρία της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997 και στην Αθήνα, με τα έργα για το νέο διεθνές αεροδρόμιο, το νέο μετρό, το αρχαιολογικό πάρκο, το μουσείο σύγχρονης τέχνης κ.ά.). Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που θα λάβουν χώρα στην Αθήνα το 2004 αποτελούν μοναδική ευκαιρία για την κατασκευή και την ανάπτυξη της νέας μετάπολης ­ δυστυχώς όμως ως τώρα η αρχιτεκτονική μοιάζει να απουσιάζει.


Στη δεκαετία του ’90, λιγότεροι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί έχουν προκηρυχθεί και λίγα μόνο από τα πρώτα βραβεία έχουν πραγματοποιηθεί. Ακόμη και έτσι, διαγωνισμοί όπως αυτοί για το νέο κτίριο του ΤΕΕ και του ΤΣΜΕΔΕ στην Αθήνα, έχουν θέσει τα ζητήματα του ρόλου του δημόσιου κτιρίου στον σύγχρονο κόσμο και της αλληλοσυσχέτισής του με τον αστικό ιστό. Ο διεθνής διαγωνισμός για το νέο μουσείο της Ακρόπολης ­ που ακόμη δεν έχει κατασκευαστεί ­ είναι ένα παράδειγμα της μετατόπισης που συντελείται στον ρόλο του δημόσιου μουσείου, στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία και στην κυριαρχούμενη από τα ΜΜΕ πόλη. Η ανάμειξη μορφών και ιστορικών στοιχείων είναι ένα πολιτισμικό σύμπτωμα της ελληνικής κοινωνίας που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της μετανεωτερικότητας. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος του ιδιώτη-πελάτη είναι αποφασιστικός, ειδικά αυτών των πελατών που είναι σε θέση να επηρεάσουν την ανάπτυξη της πόλης, επενδύοντας στην εικόνα τους μέσω της αρχιτεκτονικής: μεταξύ αυτών των πελατών συγκαταλέγονται οι τράπεζες (όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), οι ασφαλιστικές και οι κατασκευαστικές εταιρείες. Το ίδιο ισχύει και για μερικές από τις βιομηχανίες (περισσότερο στον τομέα των επίπλων και του design) που έχουν πραγματοποιήσει προγράμματα αναβάθμισης για να αντιμετωπίσουν τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή, η ελληνική πόλη μοιάζει να έχει υποκύψει στα επικρατούντα life-styles, με τη διάχυση των καταστημάτων, των καφέ και των εκθεσιακών χώρων και τη διασπορά της σύγχρονης τέχνης στον αστικό ιστό, μέσα από τα ιδιωτικά μουσεία και τις ιδιωτικές αίθουσες τέχνης.


Η προτεραιότητα του τοπίου


Από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η «ανακάλυψη» της Ελλάδας από ξένους και έλληνες περιηγητές, λογοτέχνες, ποιητές και αρχιτέκτονες έφερε στην επιφάνεια διάφορες αισθητικές προσεγγίσεις που τονίζουν κυρίως την πλαστική καθαρότητα και την οργανική σύσταση του ελληνικού τοπίου και των μορφών του. Αρχιτεκτονική και γη, απολλώνια και διονυσιακά στοιχεία, συναποτέλεσαν την πεμπτουσία του ελληνικού κόσμου και του ελληνικού τοπίου στον 20ό αιώνα ή, με δυο λόγια, τον μύθο του. Παρ’ όλα αυτά, η έννοια του «τοπίου» δεν απασχόλησε ιδιαίτερα του έλληνες αρχιτέκτονες ως την περίοδο 1953-1963, κατά την οποία μετατράπηκε σε καυτό ζήτημα, χάρη στη δραστηριότητα της Κοσμητείας Εθνικού Τοπίου και Πόλεων.


Στο διάστημα αυτό, τα σημαντικότερα έργα, σε σχέση με τη διατήρηση του ελληνικού τοπίου που κινδύνευε από την επεκτεινόμενη αστικοποποίηση, ήταν η διαμόρφωση των λόφων της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου (με την πράττουσα εποπτεία του Δ. Πικιώνη από το 1951 ως το 1959) και η διαμόρφωση του Λυκαβηττού, με το θέατρο του Τ. Ζενέτου, λίγο πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα. Εκτός του προφανούς ενδιαφέροντος για τους αρχαιολογικούς χώρους, ένας άλλος τομέας που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ίδια περίοδο ήταν αυτός του τουρισμού. Σε σύμπλευση με τα κυβερνητικά σχέδια, που συνδύαζαν τη φυσική ομορφιά του τοπίου με την ιστορία και την αναψυχή, η αναβάθμιση του ΕΟΤ, κατά την περίοδο που είχε τη διεύθυνση της τεχνικής υπηρεσίας ο Α. Κωνσταντινίδης (1957-1967), και η ενίσχυση της κατασκευής μιας πολυάριθμης σειράς ξενοδοχείων και ακτών αναψυχής, εξόπλισαν τη χώρα με την απαραίτητη υποδομή, προκειμένου να εισέλθει και να ανταποκριθεί στον ανταγωνιστικό τομέα της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας. Η ανάπτυξη του παραθαλάσσιου μετώπου κατά μήκος της νοτιοδυτικής επέκτασης της Αθήνας και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων (συπεριλαμβάνοντας την εξαιρετική πλαζ του Αστέρα στη Γλυφάδα) και η οικοδόμηση πολυάριθμων ξενοδοχείων (όπως η αλυσίδα των «Ξενία» στις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες της επικράτειας), απέδειξαν ότι η κουλτούρα της παραθαλάσσιας άθλησης άγγιζε μεγάλο μέρος του αστικού πληθυσμού, σε αναζήτηση αναψυχής και ελεύθερου χρόνου, και ότι η Ελλάδα μπορούσε πλέον να υποδεχθεί τη μαζική εισροή τουριστών. Ταυτοχρόνως, τα νέα αρχαιολογικά μουσεία κατακλύζουν τη χώρα, σε μια προσπάθεια επαναδιοργάνωσης πολλών ανοικτών ανασκαφικών τοποθεσιών και ευρημάτων, καθιστώντας αυτή την πολύτιμη κληρονομιά προσιτή σ’ ένα ευρύτερο τοπικό και διεθνές κοινό.


Υστερα από χρόνια ενασχόλησης με την «αυτονομία του αντικειμένου», η έννοια του «τοπίου» επιστρέφει ξανά στη δεκαετία του ’90, αυτή τη φορά μέσα από τον προβληματισμό των «υπαίθριων αστικών τοπίων», που οφείλεται στην αυξανόμενη οικολογική συνείδηση και στις διαδικασίες επαναστικοποίησης των μεταβιομηχανικών κοινωνιών μας. Είναι ακριβώς αυτοί οι υπαίθριοι αστικοί χώροι που εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους στις δεκαετίες της συνεχούς ανάπτυξης· και αποτελεί παράδοξο ότι πολλές από τις σύγχρονες προσπάθειες παρέμβασης συμπίπτουν με τη νέα φάση του «εξωραϊσμού» και της αναβάθμισης των αστικών κέντρων της χώρας ­ κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Ισως μια τέτοια υπόθεση να αφορά άμεσα εκείνους τους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους που μπορούν να αναμετρηθούν σχεδιαστικά με τη «μεγάλη κλίμακα», δηλαδή με την ίδια την πόλη, δίχως να υποκύπτουν αβίαστα στην ιστορικιστική ρητορεία ή στην αισθητικοποίηση του κατακερματισμού του αστικού τοπίου. Η διαμόρφωση των υφιστάμενων δημόσιων χώρων (κυρίως σημαντικές αστικές πλατείες σε κατάσταση υποβάθμισης), η συσχέτιση της σύγχρονης πόλης με τους αρχαιολογικούς χώρους της (όπως στην περίπτωση της οδού Αριστοτέλους και στις διασκορπισμένες επεμβάσεις μικρής κλίμακας γύρω από τα βυζαντινά μνημεία, στη Θεσσαλονίκη), η αναστήλωση των παραθαλάσσιων μετώπων (οι περισσότερες ελληνικές πόλεις έχουν μέτωπο πάνω στη θάλασσα), η ανακατασευή της σύγχρονης περιφέρειας, με την παροχή συλλογικών κτιρίων και χώρων μεγάλης κλίμακας, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η ένταξη νέων προγραμμάτων (όπως πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις) μαζί με τον αναπόφευκτο εκσυγχρονισμό των οδικών, λιμενικών και σιδηροδρομικών υποδομών, αποτελούν σημαντικά ειδικά προγράμματα και τομείς παρεμβάσεων ζωτικής σημασίας για το παρόν και το μέλλον των ελληνικών πόλεων.


* Η έκθεση «Τοπία εκμοντερνισμού – Η ελληνική αρχιτεκτονική στις δεκαετίες του ’60 και του ’90» οργανώθηκε από το Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στη Χάγη (προϊστάμενος Χάρης Ορφανίδης), με επιμελητές τους Γιάννη Αίσωπο και Γιώργο Σημαιοφορίδη. Ο σχεδιασμός της έκθεσης έγινε από τον Ανδρέα Αγγελιδάκη και το βίντεο «Ιστορίες γι’ αυτήν», που παρουσιάζει εικόνες της πόλης στον ελληνικό κινηματογράφο του ’60 και του ’90, από τον Μαρκ Γκαστίν. Τα εγκαίνια της έκθεσης έγιναν στο Ολλανδικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής στο Ρότερνταμ την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου. Η διάρκεια της έκθεσης είναι ως τις 21 Μαρτίου.


Οι κκ. Γιάννης Αίσωπος και Γιώργος Σημαιοφορίδης είναι αρχιτέκτονες.