Το εξάστηλο ­ ολοσέλιδο ­ άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «L’ Aurore» τον Ιανουάριο του 1898 με την υπογραφή του Εμίλ Ζολά και τον τίτλο «Κατηγορώ» (τον οποίο δεν έδωσε ο συγγραφέας – συντάκτης του αλλά ο Κλεμανσό, ο οποίος επιπλέον είχε διατυπώσει και ορισμένες αντιρρήσεις επί του περιεχομένου θεωρώντας ότι ο Ζολά υπερέβαλλε) δεν ήταν μόνον ο καταλύτης στην υπόθεση Ντρέιφους που είχε αρχίσει μερικά χρόνια νωρίτερα.


Ο λίβελος του Ζολά έβαλε μεν φωτιά στην υπόθεση, άναψε διαδοχικές πυρκαϊές σε όλη τη Γαλλία και στον κόσμο, αλλά αποδείχθηκε μια χειρονομία πολύ πιο σημαντική από όσο με πρώτη ματιά αποτιμάται.


Ο λίβελος του Ζολά, παθιασμένο κείμενο ενός συγγραφέα που με όλο του το έργο δήλωνε την απέχθειά του προς την υποκρισία και τον φανατισμό και ο οποίος αρεσκόταν στη σαφή διάκριση μεταξύ του «καλού» και του «κακού», δεν αθώωσε μόνο τον Ντρέιφους: σήμερα, που ποικιλοτρόπως μνημονεύεται και εορτάζεται η εκατοστή επέτειος από τη δημοσίευση του «Κατηγορώ», η θαρραλέα χειρονομία του Εμίλ Ζολά εξετάζεται και κάτω από άλλο, ευρύτερο, πρίσμα.


Δεν ήταν μόνον ένας ακόμη λίβελος στη μακρά και συχνά εκρηκτικών αποτελεσμάτων παράδοση του είδους. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που ένας πνευματικός άνθρωπος παρενέβαινε σε μια μεγάλη δικαστική υπόθεση (κάτι ανάλογο είχε πράξει και ο Βολταίρος πολλά χρόνια νωρίτερα).


Η υπόθεση Ντρέιφους και το κείμενο του Ζολά σήμαναν την αλλαγή της φυσιογνωμίας του Τύπου, τη στροφή της δημοσιογραφίας από τη γνώμη στην ενημέρωση, τον πειραματισμό και την εισαγωγή κειμένων άλλου τύπου και άλλου ύφους στις εφημερίδες. Από την άλλη πλευρά, ο Ζολά κατέβασε κατ’ ουσίαν τους διανοουμένους στον δρόμο, κίνηση για την οποία λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, και αφού έχει μεσολαβήσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ζυλιέν Μπαντά δημοσίευε το περίφημο βιβλίο του «La Trahison des clercs», όπου κατηγορούσε τους διανοουμένους ότι πρόδωσαν τον σκοπό και την αποστολή του πνεύματος εμπλεκόμενοι σε δημόσιες υποθέσεις, πολεμική που απασχόλησε και τους έλληνες διανοουμένους του Μεσοπολέμου και βεβαίως τον Γιώργο Σεφέρη.


Με το κείμενο του Ζολά άνοιγε δύο χρόνια πριν από την ημερολογιακή έλευσή του ο «αιώνας των διανοουμένων». (Παρεμπιπτόντως ας αναφέρουμε ότι και ένας άλλος πεζογράφος πολύ μεταγενέστερος του Ζολά, ο Γκράχαμ Γκριν, έχει γράφει το δικό του «Κατηγορώ» διαμαρτυρόμενος για τη διαφθορά που χαρακτήριζε τις δημοτικές αρχές της Νίκαιας).


Επρόκειτο για μια Νίκη του Τύπου: σε αυτό καταλήγουν οι απολογισμοί. Η σημασία όμως της παρέμβασης του Τύπου στην υπόθεση δεν μπορεί να κριθεί παρά ταυτοχρόνως με τον ρόλο και τα διαβήματα των διανοουμένων καθώς και με την ισχύ της λογοκρισίας. Κανένα «Κατηγορώ» δεν θα μπορούσε να δει το φως της δημοσιότητας αν η υπογραφή που έκλεινε το κείμενο ήταν κάποιου συντάκτη εφημερίδας. Το βάρος της υπογραφής ενός γνωστού συγγραφέα που διήνυε τότε την πέμπτη δεκαετία της ζωής του έχοντας δημοσιεύσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του και απολαμβάνοντας την αίγλη και τη δόξα είχε προφανώς τη δύναμη να κινεί όρη.


Το τεύχος της εφημερίδας που τυπώθηκε σε 300.000 αντίτυπα εκείνο το βράδυ αντί των 30.000 που αριθμούσε το καθημερινό τιράζ έκανε το Παρίσι να πάρει φωτιά και ξεσήκωσε τους διανοουμένους (τον Σαρλ Πεγκί, τον Ανατόλ Φρανς, ακόμη και τον Μαρσέλ Προυστ) «κατεβάζοντάς» τους στο πεζοδρόμιο των δημόσιων υποθέσεων. Τους έκανε αντιπάλους ομοτέχνων τους (Σαρλ Μοράς, Μορίς Μπαρές, Λεόν Ντοντέ) σε ένα πεδίο που δεν ανήκε στη θεωρούμενη δική τους σφαίρα αλλά στη σφαίρα της δημόσιας ζωής. Την ίδια ώρα οι εφημερίδες όχι μόνο χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, όχι μόνο νέες εφημερίδες γεννήθηκαν ακριβώς για να υπερασπισθούν τον Ντρέιφους, αλλά το περιεχόμενο του Τύπου παίρνει άλλη μορφή: για πρώτη φορά εμφανίζονται οι πρώτες συνεντεύξεις, εξομολογήσεις και κάθε είδους μαρτυρίες διεκδικούν και βρίσκουν χώρο στα φύλλα, οι δημοσιογράφοι (νεότευκτο επάγγελμα) μαθαίνουν να κυνηγούν όχι μόνο την είδηση αλλά και την αποκλειστικότητα. Επιπλέον ο Ζολά, ο οποίος λίγο αργότερα θα είναι επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Τύπου που θα γίνει στο Λονδίνο, συμβουλεύει τους επίδοξους συγγραφείς να περάσουν από το ζεστό αμόνι της δημοσιογραφίας! Ο 20ός αιώνας έμοιαζε ήδη να βιάζεται πολύ να ξεκινήσει.