Εφέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το θάνατο του Θεόφιλου Βέικου (1936-1995), καθηγητή της ιστορίας της φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Αθηνών. Συνολικά το συγγραφικό του έργο, από την άποψη της ιστορίας της φιλοσοφίας, θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τρεις αυτοτελείς ενότητες, με εσωτερική-δομική συνάφεια:


α) αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Στο πεδίο αυτό ο Βέικος αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή (Ο θάνατος στη σκέψη του Ηράκλειτου, 1968) και τη διατριβή επί υφηγεσία (Κοσμολογία και κοσμική δικαιοσύνη. Πρώτο μέρος: Αναξίμανδρος, 1969). Οι δύο διατριβές αυτές του έδωσαν τη δυνατότητα να εποπτεύσει στο σύνολό της την απαρχή της φιλοσοφικής σκέψης που εκλαμβάνεται και ως «μήτρα της φιλοσοφίας», δηλαδή ως παρώθηση για την αναζήτηση της καταγωγής του «δικού μας φιλοσοφικού και επιστημονικού πνεύματος» (Οι Προσωκρατικοί). Ετσι μέσα από τις διαδοχικές εκδόσεις και επεξεργασίες του κειμένου (από το 1972 ώς το 1995) θεματοποίησε με συνεκτικό τρόπο τις απόψεις για τα κυριότερα προβλήματα που έθεσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ενώ αντίστοιχα για τον αρχαίο ελληνικό Διαφωτισμό – από τον Θαλή ώς τον Σωκράτη – εστίασε το ενδιαφέρον του στο δίπολο: φύση – κοινωνία, με επίσης διαδοχικές συνθέσεις από το 1971 ώς το 1991.


β) νεότερη φιλοσοφική σκέψη. Οι ειδικότερες εστίες προβληματισμού αφορούν εδώ στην εμπειρική φιλοσοφία, από τον Bacon ώς τον Hume, τις μαθηματικές αντινομίες του Kant, τη διαλεκτική φιλοσοφία των Hegel και Marx καθώς και των επιγόνων του, τη μεταφυσική της τέχνης του Nietzsche.


γ) σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη. Εδώ δεν εκβάλλει απλώς η νεότερη φιλοσοφία, αλλά θεματοποιούνται ερευνητικά πυρήνες της σκέψης του Wittgenstein και του Popper, με αιχμή την προσέγγιση της γλώσσας και της επιστημονικής θεωρίας, καθώς και οι κύριοι μεταφιλοσοφικοί προβληματισμοί, στους οποίους θα επανέλθω.


Πώς εργάστηκε ως ιστορικός της φιλοσοφίας ο Βέικος; Προϋποθέτει μια «τιμιότητα» με την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης: αν ξεκινούμε από την εποχή μας, οι αναδρομές σ’ αυτήν την ιστορία δεν μορφοποιούνται από κάποιο «αρχαιολογικό» ενδιαφέρον ούτε από την αίσθηση ότι τάχα έχουμε χάσει τις «αυθεντικές πηγές» του φιλοσοφείν λόγω της «πτώσης από την προϋποτιθέμενη πρωταρχική αλήθεια» (Φύση και κοινωνία). Σε έναν ακαδημαϊκό χώρο με μακρά παράδοση σε σχήματα ιστορικοφιλοσοφικά ο Βέικος ενδιαφέρθηκε για το θαυμασμό και την απορητική τέχνη, στους κόλπους του ίδιου του «φιλοσοφικού εργαστηρίου» και με τη βεβαιότητα ότι «όλα κρίνονται καθ’ οδόν», ιδίως όταν οι λειτουργοί του φιλοσοφείν αποδιώχνουν τη «βολική κατάσταση της αμέριμνης επανάπαυσης απέναντι σ’ ένα κόσμο οικείο και αυτονόητο» για να σκεφτούν «σαν ο κόσμος να ήταν άλλος, μακρινός και απόξενος» (Θαυμασμός).


Ακριβώς αυτές οι επισημάνσεις εξηγούν γιατί στο έργο του Βέικου υπόκειται μια συστηματική θεμελίωση, πέρα από την ιστορικοφιλοσοφική, που πραγματεύεται κατευθείαν τη λειτουργία του φιλοσοφείν και των σχέσεών του με την ιστορική πραγματικότητα. Κι εδώ θα μπορούσαν να εντοπισθούν ορισμένες καίριες συνιστώσες:


α) φιλοσοφία της ιστορίας. Το ενδιαφέρον στρέφεται τόσο σε θέματα θεωρίας («γεγονότα», ιστορικός χρόνος, νόημα της ιστορίας, ιστορική πρόοδος, το «τέλος» της ιστορίας) όσο και σε μεθοδολογίας (φύση και αντικείμενο της ιστορικής γνώσης και αφήγησης, ιστορική νομοτέλεια, αντικειμενικότητα και μεροληπτικότητα). H αφετηρία προσπέλασης αυτών των ζητημάτων βρίσκεται στη διαπίστωση ότι η φιλοσοφία της ιστορίας υποδεικνύει, «πιο έντονα ίσως από κάθε άλλη διανοητική δραστηριότητα», το «πνεύμα» της κοινωνίας και της εποχής της, δηλαδή τις ιδέες και τις βλέψεις των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων που «μέσα τους αντικαθρεφτίζεται ή διαθλάται κριτικά η πραγματικότητα» (Θεωρία και μεθοδολογία της ιστορίας).


β) κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία. Αν λοιπόν τα φιλοσοφικά έργα αποτελούν «καθρέφτες της κοινωνίας», και οι δημιουργοί τους συνάγεται ότι επιτρέπουν να «διαθλάται» μέσα απ’ αυτά η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του καιρού τους. Ειδικότερα, δεν παρασκευάζουν ένα «κατευναστικό – αντίδοτο» στην κοινωνική δυσφορία που τους περιζώνει. H σκέψη τους μπορεί να λειτουργεί ως «διεγερτική» δύναμη που καταπολεμά τον «πολιτικό λήθαργο», συμβάλλοντας έτσι στην «αλλαγή του κόσμου μας» (Φιλοσοφία και Πολιτική). H θέση αυτή ωθούσε τον Βέικο να καταπιαστεί με τα πιεστικά προβλήματα του παρόντος, όπως δηλαδή αυτά εμφανίστηκαν με ιδιαίτερη οξύτητα από το τέλος της δεκαετίας του ’80. Πιο συγκεκριμένα, αντιμετώπισε την ξενοφοβία, τον τοπικισμό, τον ρατσισμό και τα «κινήματα επιστροφής στις ρίζες» ως τρόπους να «γεμίζουν οι άδειες δεξαμενές του εθνικισμού» (Ο κόσμος σε διασπορά).


γ) μεταφιλοσοφική πρακτική. Ο φιλοσοφικός αναστοχασμός για το φιλοσοφείν αποτέλεσε θεωρητική προτεραιότητα για τον Βέικο, στο πλαίσιο ενός προβληματισμού για την κοινωνική κατανόηση της φιλοσοφίας. Ετσι προσπάθησε να συσχετίσει εσωτερικά το «κοινωνικό και πολιτιστικό παρόν» (δηλαδή τον «ερμηνευτικό τόπο» όπου εδρεύουν όσοι κατανοούν «φιλοσοφικά αντικείμενα») με τα «φιλοσοφικά αντικείμενα» (κείμενα, προβλήματα, συστήματα, θεωρίες, ιδέες) και με το όλο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, όπου συλλαμβάνονται τα «φιλοσοφικά αντικείμενα», εκείνοι που τα «κατανοούν» καθώς και η ίδια η πράξη της «κατανόησης».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.