Οταν προ μηνών ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εξέδιδε μετάφραση Ευαγγελίων ­ εγχείρημα που έχει γίνει και από τον Αγγελο Βλάχο πριν από μερικά χρόνια ­ ουδείς θα διενοείτο να αποδώσει στις προθέσεις των δύο «μεταφραστών» κίνητρα σκοτεινά και αντεθνικά. Η εποχή των Ευαγγελιακών έχει περάσει προ πολλού αλλά τώρα πλέον που το γλωσσικό ζήτημα έχει λυθεί, ελπίζουμε οριστικά, μπορούμε με ψυχραιμία να επιστρέφουμε και να ανασκοπούμε γεγονότα που έχουν εγγραφεί στην Ιστορία του Γλωσσικού ζητήματος και μοιάζουν να ανήκουν απευθείας σε αυτήν. Η βαριά σκιά του προβλήματος έχει διαλυθεί, τα γεγονότα προσφέρονται σε πιο ευέλικτες και ανοικτές ερμηνείες.


Εκατό χρόνια μετά το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά, μια κατά τα φαινόμενα αυστηρά ελληνική υπόθεση μοιάζει να έχει δύο καίριες ομοιότητες με την υπόθεση Ντρέιφους. Οσο και αν σήμερα ­ και αντιστρόφως προς τη σημασία που έχει αποδοθεί στον λίβελο του γάλλου συγγραφέα ­ ουδείς ασχολείται με τα γεγονότα που αιματοκύλησαν το κέντρο της Αθήνας, οδήγησαν στον θάνατο οκτώ διαδηλωτές, απομονώνοντάς τα στο σφικτό πλαίσιο του Γλωσσικού Ζητήματος, ωστόσο όχι μόνο συμπίπτουν χρονικά αλλά συνδέονται λόγω της υπερέξαρσης του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και εν τέλει του ρατσισμού που χρωματίζουν καθοριστικά και τις δύο περιπτώσεις. Απόσταση ανάμεσα στο «Κάτω ο Εβραίος» (ο Ντρέιφους) και «Εξω οι Σλάβοι» (εν προκειμένω η βασίλισσα Ολγα, οι φερόμενοι ως υποκινητές της αλλά και οι δημοτικιστές!) δεν υπάρχει.


Ακριβώς το 1898, τη χρονιά που η υπόθεση Ντρέιφους παίρνει μια απρόβλεπτη και καθοριστική τροπή με τη δημοσίευση του κειμένου του Ζολά, στην Ελλάδα, ένα χρόνο μετά τον πόλεμο του 1897, η βασίλισσα Ολγα, που πρωτοστατούσε στη νοσοκομειακή οργάνωση του κράτους και επισκεπτόταν συχνά ασθενείς και τραυματίες του πολέμου, επηρεασμένη κυρίως από το αίτημά τους να μπορούν να διαβάσουν το Ευαγγέλιο σε γλώσσα κατανοητή σε αυτούς και όχι από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, αναθέτει στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη τη μετάφραση. Οι πρώτες δοκιμαστικές σελίδες γίνονται, ο μητροπολίτης Προκόπιος, έμπιστος του παλατιού, δεν προβάλλει καμία αντίρρηση και το έργο προχωρεί. Από εκείνο το σημείο ξεκινά το κουβάρι των γεγονότων που θα διαρκέσει τρία χρόνια και θα μπερδευτεί τόσο ώστε θα ξεχαστούν οι αγαθές προθέσεις και θα επικρατήσει ο φανατισμός, ο τυφλός εθνικισμός και η μανία κατά των ξένων.


Εγκριση όμως από την Ιερά Σύνοδο δεν λαμβάνει το έργο, παρ’ όλο που ο ίδιος ο πρόεδρος της Συνόδου, ο Προκόπιος, είναι αυτός που πρώτος διάβασε τη μετάφραση χωρίς να διατυπώσει καμία ένσταση. Η βασίλισσα εμμένει, το έργο κυκλοφορεί σε μερικές εκατοντάδες αντίτυπα στις αρχές του 1901 με την ένδειξη «Κείμενον και μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Ολγας εκδιδόμενα», διανέμεται κυρίως στα νοσοκομεία και γρήγορα εξαντλείται. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η εφημερίδα «Ακρόπολις» αρχίζει να δημοσιεύει άλλη μετάφραση των Ευαγγελίων, από τον Αλέξανδρο Πάλλη, σε γλώσσα δημοτική, τη «μαλλιαρή» της εποχής, που έφθανε σε πολλές ακρότητες (λόγου χάριν ο Γ. Ράλλης στο βιβλίο του για τον Γεώργιο Θεοτόκη αναφέρει ότι ο Πάλλης απέδιδε τον Μυστικό Δείπνο ως «κρυφό τσιμπούσι»). Σκοπίμως ή μη, η μία μετάφραση συγχέεται με την άλλη, οι καθηγητές της Θεολογίας δίνουν πρώτοι το έναυσμα για την ξιφουλκία μέσω εφημερίδων και άλλων εντύπων, η υπομνηματομανία για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων καταλήγει σε επιδημία. Η «Ακρόπολις» καταφέρεται ανοικτά κατά των καθηγητών της Θεολογικής, κατονομάζοντάς τους έναν προς ένα, καυτηριάζοντας ακόμη και τον τρόπο εκλογής τους, τις συμμαχίες και τις έριδές τους καταλήγοντας ειρωνευόμενη: «Ν’ αφορίσουμε δε και την Βασίλισσαν που θέλει να κατεβάσει τα λόγια του Χριστού μέχρι των μανάβηδων και των μπακάληδων. Αυτοί είναι οι Θεολόγοι! Και από τέτοιες κουτσές εμπνεύσεις συγγράφονται τα κουτσόσοφα υπομνήματά τους!».


Εξεγείρονται και οι φοιτητές θεωρώντας ότι αυτοί μόνοι είναι οι θεματοφύλακες των «τιμαλφεστέρων του Εθνους κειμηλίων», μιλούν για αρνησιπάτριδες και τα πνεύματα οξύνονται ακόμη περισσότερο αφού δεν λείπουν και τα δημοσιεύματα που ομιλούν για ρούβλια που έχουν σταλεί σε εφημερίδες, για τον σλαβισμό που απλώνεται και όλα θα εκφραστούν στα οργισμένα συνθήματα: Κάτω ο σλαβισμός, Κάτω η Σλάβα! Οι δημοτικιστές γίνονται πλέον Σλάβοι, κατά το «Εμπρός» το «Σκριπ» και άλλες εφημερίδες, αποκαλούνται άθεοι και προδότες και οι φοιτητές επιμένουν λάβροι πως «Ημείς οι Απόστολοι, οι ελπίδες του Εθνους, ημείς εις τους οποίους ο Ελληνισμός, ως μόνη άγκυρα σωτηρίας, αποβλέπει εις την εκ Βορρά επερχομένη καταιγίδα, σιγώμεν. Εγερθώμεν, φίλοι, και απαγορεύσωμεν τω ελεεινώ οργάνω των αντεθνικών και καταχθονίων εργατών την περαιτέρω διακωμώδησιν του Ιερού μας Ευαγγελίου και της υψηλής ημών γλώσσης. Μη κοιμώμεθα μέχρις εξευτελισμού, αλλ’ εγερθώμεν και επιβάλωμεν την γνώμην ημών. Η ισχύς ημών εν τη ενότητι υπερβαίνει πάσαν εκφυλισμένην αντίδρασιν. Εγερθώμεν, αδέλφια, καιρός!».


Από εκείνου του σημείου ως το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου μεσολάβησαν μόνο λίγες οργισμένες στιγμές: οκτώ νεκροί, παραίτηση του Προκοπίου, παραίτηση της κυβερνήσεως Θεοτόκη και μετά από μικρό χρονικό διάστημα συμβολική δημόσια καύση αντιτύπου της μετάφρασης και εξασφάλιση του αμετάφραστου των Γραφών.


Οι υποθέσεις είναι ανόμοιες, τα γεγονότα διαφορετικά, το κλίμα, η ατμόσφαιρα, οι ερμηνείες και οι παρερμηνείες είναι κοινές: στο τέλος του προηγούμενου αιώνα και στην αυγή του 20ού, στη μεν Γαλλία μια δημόσια υπόθεση γίνεται υπόθεση και των διανοουμένων, στην Ελλάδα μια υπόθεση των διανοουμένων παραμορφώνεται και γίνεται απευθείας δημόσια την ώρα που ο εθνικισμός και η καχυποψία προς τους ξένους, διογκούμενοι σε μέγιστο βαθμό, εξωθούν τα πράγματα στα άκρα και αποτιμώνται σε ανθρώπινες ζωές.