Ερωτευμένος με την Ελλάδα και τα Ελληνικά



Είναι αναμφίβολο ότι οι μεγάλες προσωπικότητες της επιστήμης και της τέχνης ­ ιδίως αυτές που δεν είναι αξιοποιήσιμες πολιτικά ­ σπάνια τιμώνται όσο θα έπρεπε. Οι απλοί άνθρωποι όμως συχνά αποδεικνύουν ότι δεν λησμονούν το φωτεινό πέρασμά τους από αυτό τον τόπο.


Ο Κ. Ρωμαίος (1874 -1966) γεννήθηκε στα Βούρβουρα Κυνουρίας. Στο δροσερό αυτό χωριό ­ κτισμένο επάνω από 1.000 μ. υψόμετρο σε μια δασωμένη πλαγιά του Πάρνωνα ­ οφείλουμε δύο ακαδημαϊκούς, οκτώ καθηγητές πανεπιστημίου, έναν ολυμπιονίκη, 12 πανελλήνιες νίκες, δεκάδες ήρωες των πολέμων και εκατοντάδες πτυχιούχους. Με αυτή την αφετηρία ο Ρωμαίος έμελλε να σημαδέψει με το έργο του την ελληνική αρχαιολογία και να φθάσει στην προεδρία του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας.


Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχαιολογία στη Γερμανία. Είκοσι τριών ετών διορίστηκε σχολάρχης και παρέμεινε ως το 1908, όταν τοποθετήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Διετέλεσε τμηματάρχης του Αρχαιολογικού Τμήματος του υπουργείου Παιδείας και έφορος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Από το 1928 ως το 1940 δίδαξε ιστορία της αρχαίας τέχνης στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1945 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1956 πρόεδρός της.


Μέσω της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Αρχαιολογικής Εταιρείας πραγματοποίησε ανά την ελληνική επικράτεια μια αρχαιολογική διαδρομή θαυμαστή. Στο Θέρμο, έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, ερεύνησε το ιερό του Απόλλωνος. Στη γειτονική Καλυδώνα, το ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας, το Ηρώον και άλλα σημαντικά κτίρια. Στην Κέρκυρα εργάστηκε στο ιερό της Αρτέμιδος. Στο Εθνικό Μουσείο μελέτησε τους κολοσσικούς κούρους του Σουνίου και τον έφηβο του Μαραθώνος. Στη Μακεδονία πραγματοποίησε έρευνες στο Καραμπουρνάκι και ήταν ο πρώτος έλληνας ανασκαφέας της Βεργίνας που εργάστηκε στο λεγόμενο ανάκτορο και στην αποκάλυψη ενός μεγαλοπρεπούς μακεδονικού τάφου ο οποίος φέρει έκτοτε το όνομά του.


Οι ανασκαφές στην Ελλάδα


Κατά την εξηκονταετή επιστημονική δραστηριότητά του σε όλη την Ελλάδα πέτυχε να πρωτοστατεί αρχαιολογικά και στη γενέτειρά του Αρκαδία. Με τις ανασκαφές του στις Ερμές Αγίου Πέτρου, στον ολομάρμαρο δωρικό ναό της Αρτέμιδος στη Βέρβενα, στον ναό της Δήμητρος της Αρβανιτοκερασιάς στην περιοχή της Μεγαλόπολης, όπου αναζητούσε την αρχαία Τραπεζούντα (μητρόπολη της Τραπεζούντος του Πόντου), στο ιερό του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες, στο ιερό Δήμητρος και Περσεφόνης στον Αγιο Σώστη, στους ολομάρμαρους ναούς της Αλέας Αθηνάς Τεγέας και της Αθηνάς Σώτειρας Παλλαντίου, στο ιερό του Απόλλωνος Τυρίτα στην Τύρο Κυνουρίας, πέτυχε να φέρει στο φως την ιστορία των προγόνων του, να δώσει λύση σε πλήθος επιστημονικά προβλήματα ή να θέσει άλλα. Βασισμένος στην αντιπαραβολή δύο επιγραφών υποστήριξε πρώτος ότι στη Λουκού υπήρχε έπαυλη του Ηρώδη Αττικού, παρά τη σιωπή των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με την ύπαρξή της. Το συμπέρασμά του επαληθεύτηκε ανασκαφικά το 1977 με την ανασκαφή της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων με προϊστάμενο τον κ. Γ. Σταϊνχάουερ και ανασκαφέα τον κ. Π. Φάκλαρη. Οι συνεχιζόμενες εργασίες αποκαλύπτουν σταδιακά τη λαμπρότητα της έπαυλης αυτής με τον πλούσιο γλυπτό και ψηφιδωτό διάκοσμο.


Εύλογα οι αρχαιότητες του χωριού του τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, εν τούτοις μόλις το 1950, ακαδημαϊκός πλέον 76 ετών, αφού εκπλήρωσε το χρέος του προς την υπόλοιπη Ελλάδα, κατόρθωσε να εκπληρώσει και το χρέος προς την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ερεύνησε ανασκαφικά τη θέση Ανάληψη, μετέχοντας μάλιστα στη δαπάνη εξ ιδίων! Το πάντα εύρωστο πνεύμα τού έδινε ενέργεια. Γράφει στο ημερολόγιό του, το 1954, σε ηλικία 80 ετών: «Ηταν βέβαια παράξενο να αναλάβω την ανασκαφή αυτή με την υπάρχουσα σωματική αδυναμία. Αλλ’ ήταν χρέος μου να την αναλάβω». Εργάστηκε με επιμονή από το 1950 ως το 1961 καθώς οι ικανοποιήσεις κάθε χρονιάς αποτελούσαν κίνητρο για την επομένη. Ηρθαν στο φως τα τείχη και διάφορα κτίρια της πόλης, εννέα θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι και πλήθος κινητών ευρημάτων, μεταξύ των οποίων και η ερυθρόμορφη πρόχους του Εθνικού Μουσείου, με τη σπάνια παράσταση της γέννησης της Ελένης από το θεϊκό αβγό.


Μελετώντας τα συγγράμματά του, εντοπίζουμε δύο αρχές που καθόρισαν την ιδιοσυγκρασία του: την αγάπη του για την πατρίδα και την πίστη του στην επιστήμη. Η αγάπη του για την πατρίδα εκδηλώθηκε έμπρακτα ως αυθόρμητο και αυτονόητο χρέος. Το 1897, όταν ήταν σχολάρχης στην Αρτα και κηρύχθηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, δεν επιστρατεύθηκε λόγω κάποιας οφθαλμολογικής πάθησης. Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες ντράπηκε που αυτός, 24χρονος νέος, έμενε στο σχολείο ενώ γινόταν πόλεμος. «Παράτησα το σκολειό, πήρα ένα ντουφέκι και πήγα και εγώ να ρίξω καμιά ντουφεκιά». Με τη λήξη του πολέμου κλήθηκε σε απολογία για εγκατάλειψη θέσεως και μετατέθηκε δυσμενώς στη Νάξο! «Ετσι με τιμώρησαν, έλεγε γελώντας. Με έφεραν σ’ ένα ωραίο νησί».


Στα κείμενά του δεν κρύβει ότι αισθανόταν βαθύτατα, συγκινούνταν εύκολα, ενθουσιαζόταν για κάθε ωραίο και υψηλό έργο και φλεγόταν από την επιθυμία να αποκαλύψει τη γνώση που έκρυβε το χώμα. Η καρδιά του σκιρτούσε με κάθε νέο εύρημα και καθόλου δεν νοιαζόταν να το κρύψει, υποδυόμενος τον ψύχραιμο επιστήμονα, που δεν επιτρέπει στον εαυτό του πανηγυρισμούς. Μπροστά στα ευρήματα αντιδρούσε σαν ευτυχισμένο παιδάκι.


Η συγγραφική δραστηριότητα


Θεωρούσε ύψιστη αποστολή το διδακτικό έργο του, έγραψε μάλιστα ένα σημαντικό άρθρο, στο οποίο αναλύει τις αρχές που πρέπει να διέπουν την πανεπιστημιακή διδασκαλία. «Η πανεπιστημιακή διδασκαλία» γράφει «τότε μόνο τέλεια θα προκόψει, αν τοποθετήσουμε σε ίση μοίρα με τη νόηση την πολύτιμη ψυχική ευαισθησία». Φαίνεται ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τους μαθητές του και γράφει για τον αγαπητό του Κοσμά Φουντουκίδη με το ολόφωτο πρόσωπο. Επιφανείς αρχαιολόγοι όπως οι Φ. Πέτσας, Ν. Παπαχατζής, Μ. Ανδρόνικος υπήρξαν μαθητές του. Η διδασκαλία του περιγράφεται από τον αείμνηστο καθηγητή Ανδρόνικο ως εξής: «Απλή και καθαρή στη διατύπωση, με ήρεμο πάθος και αμέτρητο βάθος, με ζωντάνια και παραστατικότητα, πειστική και υποβλητική ήταν πάντα η διδασκαλία του, που άνοιγε τα μάτια και τον νου του νέου, του κέντριζε τις έμφυτες δυνάμεις και τον καθοδηγούσε στην ενεργητική και γόνιμη γνωριμία με τον αρχαίο και τον νέο ελληνικό κόσμο, με όλο τον ελληνισμό. Γιατί πέρα και πάνω απ’ όλα, ένας ήταν ο έρωτας του Ρωμαίου: η Ελλάδα και τα Ελληνικά».


Αν και γιος σημαντικού φιλολόγου, προερχόταν από τον λαό της υπαίθρου και έμεινε πάντα σε επαφή μαζί του. Από την επαφή αυτή προέκυψε η συγγραφή σπουδαίων λαογραφικών μελετών, όπως για το κακό μάτι, τους αναστενάρηδες κ.ά. Πίστευε ότι ο αρχαίος πολιτισμός δεν χάθηκε αλλά με τον χρόνο συγχωνεύθηκε και διατηρείται μέσα στη λαϊκή ψυχή. Εκρινε λοιπόν αναγκαία την ενασχόληση του αρχαιολόγου με τη λαογραφία και οι δύο κόσμοι του, αρχαίος και νέος, συμπλήρωναν και φώτιζαν αλλήλους. Θεωρούσε χρέος του να αγωνιστεί για την επικράτηση της δημοτικής ως γραπτής εθνικής γλώσσας και έβλεπε τον νεοελληνικό πολιτισμό ως ένα αδιάσπαστο σύνολο με τον αρχαίο, αφού πλάστηκαν μαζί μέσα στους αιώνες.


Το έργο του απολαμβάνει τη διεθνή επιστημονική αναγνώριση και αποτελεί αφετηρία για τους έλληνες αρχαιολόγους. Αλλά κυρίως απολαμβάνει την αναγνώριση των απλών ανθρώπων, αφού εργάστηκε επιμελώς για την υποδειγματική εκλαΐκευση των επιστημονικών απόψεών του. Ο σοφός και σεβάσμιος «μπαρμπα-Κωστής», όπως προσφωνούσαν τον κορυφαίο αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό οι συγχωριανοί του, θα συντροφεύει πάντα τους ανήσυχους μελετητές της αρχαιότητας, καθώς τα δυνατά συγγράμματά του 33 χρόνια μετά τον θάνατό του δεν έχασαν την επιστημονική επικαιρότητά τους.


Η κυρία Βασιλική Σταματοπούλου είναι αρχαιολόγος, επιστημονική συνεργάτις της πανεπιστημιακής ανασκαφής Βεργίνας.