Πράματα και θάματα ελλοχεύουν στη μεσημβρινή ώρα του μεσογειακού καλοκαιριού, «ώρα καύματος, περί μεσούσαν μάλιστα ημέραν». Οι στρατοκόποι συναπάντησαν άναυδοι νύμφες και ξωτικά και το συναπάντημα τους έκανε ποιητές, προφήτες, σακάτηδες ή όλα μαζί – σαν τον Τειρεσία που, χωρίς να το θέλει, βεβήλωσε με το βλέμμα του τη λουόμενη Αθηνά εκείνο το καλοκαιριάτικο καταμεσήμερο πάνω στον Ελικώνα, και έχασε το φως του για να κερδίσει το μέσα φως του μάντη. Στις ίδιες πλαγιές, πάλι καταμεσήμερο, η μεγάλη αδελφότητα των Μουσών ροβολώντας ξάφνιασε τον αγραυλούντα ποιμένα, τον Ησίοδο, και τον έχρισε κεραυνοβόλα σοφό και ποιητή.


Ο αεικίνητος αρχαίος περιηγητής, ο Παυσανίας, ξέρει καλά ότι, καθώς ο ήλιος αγριεύει σημαδεύοντας τη μέση της καλοκαιρινής ευδίας, μεσημβρινός δαίμονας παραμονεύει στα τρίστρατα και τα σκιερά κεφαλόβρυσα πάσης Ελλάδος για ένα παιχνίδι, που μπορεί να είναι και σκληρό, για γνωστικούς και για αλαφροΐσκιωτους – και εικάζει ότι η ανθρώπινη φαντασία, συντονισμένη στο μεσογειακό πλάτος και πυρπολημένη από την κάψα, καταγράφει θεϊκές σιλουέτες, ολύμπιους υπέρηχους, εκλάμψεις δυσερμήνευτων χειρονομιών από τους ξωτικούς και εφημερεύοντες «κομάντο» της αποχαυνωμένης υπαίθρου. Ακριβώς αυτό που χάθηκε όταν οι θνητοί σε αλλεπάλληλες επιστρώσεις, πύργωσαν το άστυ και καταπονημένοι από την ασύδοτη βοή του μετονόμασαν τη σφύζουσα ώρα του μεσημβρινού δαίμονα σε αμυθολόγητη, νωθρή ώρα κοινής ησυχίας.


Αλλά η Αρκαδία δεν υπάρχει παρά μονάχα ως απουσία που είμαστε καταδικασμένοι να νοσταλγούμε. Οι μουσικοί βοσκοί της αναστέλλουν τις ποιμενικές τους μέριμνες «Κατά μεσημβρίαν», εντοπίζουν την αναψυκτική σκιά δίπλα στην ιερή πηγή, και αναλαμβάνουν ηδονικά τη φλογέρα: είναι τρυφερά παιδιά, ο Δάφνις και ο Μενάκλας, μελωδικοί ένοικοι της μεσημβρινής ώρας, ερωτευμένοι με τον ακριβοθώρητη Αμαρυλλίδα. Το αντικριστό τραγούδι και η αρμονική χορογραφία των χειρονομιών τους οριοθετούν μια καλοκαιρινή μεσημεριάτικη τελετουργία που έχει τον δικό της χώρο και χρόνο σε εναργή αντιδιαστολή προς τον χώρο και τον χρόνο της βιοτικής μέριμνας ή ακόμη και της ιστορίας. Η Αρκαδία και οι μελωδικοί της διάκονοι εορτάζουν το καλοκαιριάτικο μεσημέρι ως αναστολή της φθαρτικής καθημερινότητας· ακινητοποιούν τον κοινό χρόνο και απωθούν τον αγχώδη βίο στο αόρατο και αδιάφορο περιθώριο του μεσημβρινού τους ειδυλλίου. «Ανταλλάξαμε όμορφα τραγούδια ύστερα ξαπλώσαμε καταμεσήμερο στο χορτάρι φτελιές και λεύκες θρόιζαν πάνω από τα κεφάλια μας, νερό κελάρυζε από ιερή πηγή, βομβούσαν τα τζιτζίκια και οι μέλισσε· και όλα μύριζαν ευλογημένο καλοκαίρι» – ανταπόκριση από ένα μελωδικό καλοκαίρι στην Κω, πάνε κάπου είκοσι τρεις αιώνες τώρα. Οργανωμένα και ενορχηστρωμένα όλα από τον ελλοχεύοντα μεσημβρινό δαίμονα – ακριβώς αυτό που χάθηκε όταν οι θνητοί τα ανέθεσαν όλα εν λευκώ στα πρακτορεία.


Οχι πως ο μεσημβρινός δαίμονας δεν συνέχισε να ταξιδεύει τους αιώνες, εμπνευστικός, απρόβλεπτος και λυτρωτής – όπως όταν η βροχερή και σκοτεινή μέρα αποθαρρύνει τον ποιητή, κι αυτός λυτρώνεται κοιτάζοντας το όμορφο αγόρι της ζωγραφιάς. «Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει / παρμένο πια για να τ’ αποκοιμίσει». Αν είμαστε έτοιμοι να ομολογήσουμε πίστη στην τέχνη και στην ποίηση, το μεσημέρι βρίθει από θεϊκές δυνατότητες μόνο στην καλοκαιρινή Μεσόγειο. Αυτό το ξέρει καλά και ο αισθητικός εκείνος καλλιτέχνης του Βορρά που συναντά «εξ αποκαλύψεως» το δικό του ωραίο παιδί κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο της βενετσιάνικης παραλίας – και ύστερα ανεβαίνει την πλατωνική κλίμακα ως τον τελευταίο αχρονικό αναβαθμό της.


Αλλά είναι και αδόκητα σκληρός ο δαίμων. Τον «ξένο» του Αλμπέρ Καμύ τον συνάντησε στο Αλγέρι, μέσα στην αδυσώπητη κάψα και το λιοπύρι, και τον έπεισε να πυροβολήσει τέσσερις φορές έναν άγνωστο – τέσσερις εκπυρσοκροτήσεις που θρυμμάτισαν την πυρακτωμένη μεσημβρινή γαλήνη και που ακούστηκαν σαν χτυπήματα «στην πόρτα της δυστυχίας». Οταν «εν ώρα καύματος, περί μεσούσαν μάλιστα ημέραν» ο κοινός χρόνος αναστέλλεται, μπορείς να δεις τον Δάφνι, τον Ιάνθη Αντωνίου ή τον Τάτζιο· αλλά μπορείς να δεις κατάματα και το «παράλογο». Ακριβώς ό,τι οι πιο πολλοί από μας, δεσμώτες του κοινού χρόνου, δύσκολα θα δούμε «κατά τις ώρες κοινής ησυχίας».


Που, όμως, θα μπορούσαν κι αυτές να διεκδικήσουν ένα «τέταρτο» μυθοποίησης, «στον δικό μας χώρο»: «Το μεσημέρι έμοιαζε να καίει· / απόκαμα κι έγειρα μόνος στο κρεβάτι. / Παραθυρόφυλλα μισάνοιχτα / αφήναν αμυδρό μέσα το φως. /Και ιδού η Κορίννα, το μπλουζάκι της μισάνοιχτοι, / μαλλιά ριγμένα ελεύθερα απάνω στους λευκούς της ώμους». Η σιλουέτα ενός αρσενικού έτοιμου για όλα μέσα στο chiaroscuro, η μυστηριακή, ντάλα μεσημέρι, ανάδυση της ντίβας. Το ραντεβού, με τα ευκόλως εννοούμενα παρεπόμενά τους, πραγματοποιήθηκε στην αρχαία Ρώμη, με σκηνοθεσία του ίδιου και απαράλλαχτου μεσημβρινού δαίμονα που γυροφέρνει αιώνες τώρα το μεσογειακό καλοκαίρι – και που ξέρει καλά ότι τα «θεία μεσημέρια» άλλοτε αναπαύονται νωθρά στη ράχη του ασβέστη, άλλοτε επωάζουν οραματιστές, προφήτες, ποιητές και τρελούς και άλλες φορές πάλι μπορούν να αγλαΐσουν ένα κοινό αισθησιακό απομεσήμερο ανεβάζοντάς το από τις «ώρες της κοινής ησυχίας» στις ελικώνειες πλαγιές του μύθου. Αυτό θα ένιωσε και ο λατίνος εραστής και γι’ αυτό σφράγισε το μεσημεριανό ραντεβού του με την ευχή: «τέτοια τα καλοκαίρια που αγαπώ – και να ‘ρθουν κι άλλα!»


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.