«Η Θεσσαλονίκη είναι η Μέκκα μας»





Θα μπορούσε να είναι ένα παλιό, αισιόδοξο παραμύθι: «Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, ανάμεσα σε βουνά και ποταμούς, υπήρχε ένας μικρός τόπος. Ηταν πλούσιος τόπος, τα ορυχεία του έβγαζαν χρυσάφι και χαλκό από όπου γίνονταν τα νομίσματα της Ευρώπης. Ειδικά από το χρυσάφι επιδέξιοι τεχνίτες κατασκεύαζαν όμορφα κοσμήματα που στόλιζαν τους ωραιότερους λαιμούς και τα λεπτότερα δάχτυλα των κυριών της Φλωρεντίας και της Βενετίας. Η χώρα ήταν γεμάτη επιβλητικά κάστρα, μεγάλες εκκλησίες και βιβλιοθήκες, γιατί οι κάτοικοί της αγαπούσαν τα γράμματα, που τα είχαν φέρει ως εκεί δύο ξένοι από μια μακρινή νότια χώρα, που έβλεπε τη θάλασσα. Την ευημερία του τόπου όλοι τη ζήλευαν και γι’ αυτό όλοι βάλθηκαν να τον κατακτήσουν και να τον κάνουν δικό τους. Χίλια ολόκληρα χρόνια έμεινε η χώρα κατακτημένη, ώσπου στο τέλος κατάφερε να αποκτήσει την ελευθερία της και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».


Η ευτυχής κατάληξη του παραμυθιού που περιγράφει τις περιπέτειες της Σλοβακίας μπορεί να είναι ευτυχής από την άποψη ότι η χώρα έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία μόλις πριν από τρία χρόνια αλλά δεν σημαίνει καθόλου ότι τελείωσαν οι περιπέτειές της. Ο κ. Ιβάν Χούντεκ βέβαια, υπουργός Πολιτισμού της Σλοβακίας, που βρέθηκε στην Αθήνα σε ένα ταξίδι – αστραπή μαζί με την υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, για να συμμετάσχουν σε γιορτή της πρεσβείας τους και να συναντήσουν τους έλληνες ομολόγους τους, δεν απέχει πολύ σε αισιοδοξία και εθνικά χρωματισμένο ρομαντισμό από το παραμύθι που αφηγηθήκαμε. Είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που ο κ. Χούντεκ επισκέπτεται την Ελλάδα, είναι ίσως από τα λίγα ταξίδια που έχει κάνει, γιατί ως το 1990 τού απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα: «Δεν μπορούσα να ταξιδέψω όσο κυκλοφορούσαν ρωσικά τανκς».


* Πολιτικός και γιατρός


Η χώρα του, ανατολική επαρχία της πρώην Τσεχοσλοβακίας, απέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις την 1η Ιανουαρίου 1993. Κατά τους προηγούμενους αιώνες η Σλοβακία ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και από το 1919 και εξής προσαρτήθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Εξαιτίας του λεγόμενου «πραγοκεντρισμού» η Σλοβακία υπολειπόταν σε οικονομική ανάπτυξη. Προσπάθειες αυτονομίας γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και το 1968 έγινε ομόσπονδη δημοκρατία στους κόλπους της Τεχοσλοβακίας. Σημερινός της πρόεδρος είναι ο Μίκαλ Κόβατς (του Κινήματος για μια Δημοκρατική Σλοβακία) και πρωθυπουργός ο Βλαντίμιρ Μέτσιαρ.


Παθιασμένος πατριώτης και πολιτικός ο κ. Ιβάν Χούντεκ, γεννημένος στη Νίτρα το 1947, είναι γιατρός το επάγγελμα και μάλιστα ειδικευμένος στις αρρώστιες που προκαλεί η μακρά παραμονή στις χαμηλές θερμοκρασίες των υψηλών ορέων. Ταυτόχρονα είναι και παθιασμένος αναγνώστης και συγγραφέας ένδεκα και πλέον βιβλίων με διηγήματα και νουβέλες αλλά και καταγραφή των θρύλων της σλοβακικής μυθολογίας. Τώρα διαβάζει μια συλλογή ελληνικών διηγημάτων που προσφάτως μεταφράστηκαν στη γλώσσα του, μελετά τον ελληνικό πολιτισμό μέσω των βιβλίων του Τζορτζ Τόμσον, γνωρίζει φυσικά τον Νίκο Καζαντζάκη ­ μόνιμο πρεσβευτή των ελληνικών γραμμάτων στη Βόρειο Ευρώπη ­ και επαίρεται για τη συγγένεια της χώρας του με τη δική μας:


«Για μας η Θεσσαλονίκη είναι ό,τι η Μέκκα για τους μουσουλμάνους. Γιατί από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν αυτοί οι δύο σπουδαίοι άνδρες, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, που έφεραν σε εμάς τους Σλοβάκους αλλά και σε όλους τους Σλάβους το αλφάβητο. Βασιλιάς τότε ήταν ο Ρασισλάος. Ανήσυχος περί τα γράμματα, αμέσως δέχτηκε τον νέο πολιτισμό. Και από εδώ ξεκίνησαν όλα και απλώθηκαν σε ολόκληρη τη Βόρειο Ευρώπη, δημιουργώντας πολιτισμό, βάζοντας τις βάσεις για τους θεσμούς, τη διοίκηση και τη δημοκρατία. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι η συγγένεια που δένει τους δύο λαούς: η μητέρα του Κυρίλλου ήταν Σλοβάκα και ο πατέρας του Ελληνας».


* Πολιτιστικό σοκ


Σε αυτούς λοιπόν τους δεσμούς, που χρονολογούνται εδώ και πολλούς αιώνες, αλλά και στο κοινό χαρακτηριστικό της «μικρής γλώσσας» βασίζει η Σλοβακία την επιθυμία της για συνεργασία με την Ελλάδα: «Η Ευρώπη δεν ορίζει στρατιωτικό νόμο που να ισοπεδώνει όλους τους λαούς. Οι μικρές χώρες βρίσκονται σε μια κατάσταση πολιτιστικού σοκ γιατί μεγαλώνει η απειλή να εξαφανιστεί η γλώσσα και ο πολιτισμός τους. Είμαστε χώρα φτωχή και ζητούμε τη βοήθειά σας. Πέρυσι, αν και είμαστε λίγων ετών κράτος, με τεράστια προβλήματα στη διοίκηση, καταφέραμε και κάναμε στην Μπρατισλάβα μια συνδιάσκεψη υπουργών Πολιτισμού πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Χαίρομαι που και ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι σύμφωνος να επαναληφθεί μια ανάλογη συνάντηση».


Υπερήφανος για την τέχνη της χώρας του, ο κ. Χούντεκ τονίζει ότι όλα τα μεγάλα μουσεία διαθέτουν σλοβακικά έργα τέχνης (κυρίως μεσαιωνικά) και πάμπολλα μεταξύ αυτών εμφανίζονται είτε ως τσεχικά είτε ως ουγγρικά. «Ουδείς προσέχει πως στην πραγματικότητα αυτά είναι σλοβακικά. Ολοι μάς διεκδικούσαν και όλοι μάς διεκδικούν εμάς τους Σλοβάκους και πάντα ήμασταν σεβαστοί λόγω του πολιτισμού μας».


Διεκδικούν και αυτοί από άλλες χώρες πολιτιστικά αγαθά; «Προσφάτως και μέσω επίμονου διαλόγου καταφέραμε να αποκτήσουμε ξανά από την Τσεχία, όπου βρισκόταν, το γλυπτό «Το στεφάνι της Παναγίας», μεσαιωνικό έργο μεγάλης αξίας».


Υπερήφανος για τους εικαστικούς καλλιτέχνες της χώρας του ­ «πωλούν τα έργα τους περισσότερο στην Ιαπωνία και στην Αμερική και λιγότερο στην Ευρώπη» ­ ο σλοβάκος υπουργός Πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία και στην καλλιέργεια των μουσικών σπουδών. Εμείς μπορεί να γνωρίζουμε μόνο την περίφημη Εντίτα Γκρουμπέροβα, που είχε έρθει και στο Ηρώδειο το καλοκαίρι, αλλά ο κ. Χούντεκ επισημαίνει ότι ακόμη και ο συνθέτης του εθνικού ύμνου της Αιγύπτου είναι Σλοβάκος. «Εγινε διαγωνισμός, συμμετείχαν πολλοί και τελικά επιλέχθηκε ο Τίμπορ Αντρόσοβα και αυτός έγραψε τον ύμνο της Αιγύπτου!».


* Καλή γειτονία


Οι αγαστές σχέσεις της Σλοβακίας με τους γείτονές της δεν είναι προφανώς εξασφαλισμένες, όταν μέχρι πρότινος τα εδάφη της χώρας τους ανήκαν στην Ουγγαρία και επιπλέον όταν υπάρχει μεγάλη ουγγρική μειονότητα στα σλοβακικά εδάφη: το 85% του πληθυσμού (συνολικά 5,2 εκατ. κάτοικοι) είναι Σλοβάκοι ενώ το 12% Ούγγροι, εγκατεστημένοι από το 1920 στο ανατολικό άκρο της χώρας, κατά μήκος των συνόρων με την Ουγγαρία, και προξενούν μόνιμο πονοκέφαλο στη Σλοβακία. «Οι Ούγγροι όλο απλώνονται, όλο κινούνται και όλο ονειρεύονται τη Μεγάλη Ουγγαρία. Θεωρούν ότι όλα ανεξαιρέτως τα εδάφη όπου κατοικούν Ούγγροι, είτε αυτά βρίσκονται στη Σλοβακία είτε στη Ρουμανία, τους ανήκουν. Εμείς δεν προκαλούμε, με τις σλοβακικές μειονότητες που ζουν εκτός της χώρας μας και συνολικά αριθμούν τα τρία εκατομμύρια».


Το τίμημα της ανεξαρτησίας στα τέλη του 20ού αιώνα και χωρίς πια υπολογίσιμους οικονομικούς πόρους είναι βαρύ. Μια μικρή χώρα προσπαθεί να επιβιώσει όχι μόνο χωρίς ισχυρούς φίλους αλλά με επισφαλείς σχέσεις με τους γείτονές της. Το σύμφωνο καλής γειτονίας που υπογράφηκε το 1995 μεταξύ Σλοβάκων και Ούγγρων δεν έχει ακόμη επικυρωθεί και μόνον από τους αισιόδοξους κρίνεται ως δείγμα βελτίωσης μιας σχέσης που γεννά προβλήματα και κρίσεις.