Παρακολουθώντας τα δραματικά γεγονότα που εκτυλίσσονται τον τελευταίο καιρό στα εκπαιδευτικά μας πράγματα κι έχοντας ξαναζήσει ­ όπως όλοι μας ­ τις ίδιες σκηνές πάλι και πάλι, σε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιχειρείται στη χώρα μας, αναζητώ κι εγώ τους λόγους που γεννούν αυτές τις μορφές συμπεριφοράς στον τόπο μας. Γιατί μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση γίνονται παντού, και μάλιστα πιο συχνά απ’ ό,τι στη δική μας Εκπαίδευση ­ με τη διαφορά ότι η εφαρμογή τους γίνεται σε μάκρος χρόνου. Η κύρια και καίρια διαφορά, ωστόσο, είναι ότι οι άλλες κοινωνίες, οι λεγόμενες «προηγμένες», είναι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία μεταξύ των πολιτών τους και αμοιβαία εμπιστοσύνη στο έργο που επιτελεί κάθε επαγγελματική τάξη, ιδιαίτερα δε από αξιοπιστία στο έργο των εκπαιδευτικών.


Στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο κ.λπ. δεν διανοείται ο πολίτης ­ πλην εξαιρετικών περιπτώσεων ­ να αμφισβητήσει την αξιοπιστία, την αντικειμενικότητα και την ορθή κρίση του δασκάλου που διδάσκει στο σχολείο τού παιδιού του. Δεν διανοείται να αμφισβητήσει την αξιολόγηση, τον βαθμό τής επίδοσης τού παιδιού του όπως θα κριθεί από τον δάσκαλό του. Το ίδιο όπως δεν θα αμφισβητήσει την αξιοπιστία τού δικαστή ή τού γιατρού ή τού διοικητικού υπαλλήλου ή τού εφοριακού ή τού κάθε επαγγελματία. Αποτέλεσμα: Οι πολίτες εμπιστεύονται την αξιολόγηση που γίνεται μέσα στο σχολείο και που είναι αυτή που καθορίζει το μέλλον τού παιδιού τους, εφόσον θέλει να συνεχίσει σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Δεν ψάχνουν να βρουν πολύπλοκους μηχανισμούς ­ πέρα και έξω από τον φυσικό χώρο τής παιδείας, το σχολείο ­ που θα εξασφαλίσουν την αντικειμενική αξιολόγηση των μαθητών για να προστατευθούν από έναν δάσκαλο, ύποπτο να χαριστεί, να δωροδοκηθεί, να «πιαστεί», να συναλλαγεί κ.τ.ό., από έναν τύπο «δασκάλου-απατεώνα»! Με άλλα λόγια, εμπιστεύονται τον δάσκαλο και το σχολείο. Εδώ; Συμβαίνει το αντίθετο. Ο δάσκαλος είναι εξ υπαρχής ύποπτος για τον πολίτη ότι θα χαριστεί, θα «πιαστεί» κ.λπ. Δηλαδή θεωρείται αναξιόπιστος, χωρίς να έχουμε, ας το σκεφτούμε καλά, δείγματα που να μας οδηγούν σε αυτή την αναξιοπιστία ­ πλην ελαχίστων περιπτώσεων που δεν λείπουν και από τα πλέον αξιόπιστα συστήματα. Ετσι, καταφεύγουμε σε μηχανισμούς εξασφάλισης τής χαμένης αξιοπιστίας μας: στις «αξιόπιστες» Πανελλήνιες Γενικές εξετάσεις με τις οποίες, όλοι ομολογούν, ότι δεν αξιολογείται ποτέ σωστά ο μαθητής ­ σε δύο-τρεις ώρες υπό την σπάθη τής αποτυχίας και τού άγχους από την επικρεμάμενη εξεταστική και, κατ’ επέκταση, «κοινωνική» απόρριψη, δεν ελέγχεται η πραγματική κατάρτιση τού μαθητή. Και οι εξετάσεις τής Β’ Λυκείου τής τωρινής μεταρρύθμισης ξεκίνησαν από περιφερειακές και με διορθωτές τους καθηγητές των μαθητών, αλλά υπό την γενική κατακραυγή τής αναξιοπιστίας των αξιολογητών (καθηγητών) κατέληξαν σε δεύτερο στρώμα Πανελληνίων Γενικών εξετάσεων, για να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία! Ετσι μια σοβαρή προσπάθεια να χτυπηθεί το καρκίνωμα τής Παιδείας μας, η απομνημόνευση γνώσεων και να αντικατασταθεί από την άσκηση τής κριτικής σκέψης και την ενημέρωση των μαθητών σε περισσότερα σύγχρονα αντικείμενα ­ για λόγους αξιοπιστίας πάλι ­ κατέληξε σε διαδικασία νέου κύματος εξετάσεων.


Μα πώς θα εμπιστευθεί ο Ελληνας πολίτης τον δάσκαλο, όταν δεν εμπιστεύεται τον δικαστή, τον γιατρό, τον κληρικό, τον δημοσιογράφο, τον επαγγελματία, τον πολιτικό, τον οποιονδήποτε άλλο πολίτη; Σ’ αυτή την κοινωνία τής αναξιοπιστίας όπου κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, πώς να λειτουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πρέπει να ξεκινήσει και να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη στον δάσκαλο, στις ικανότητές του και στην κρίση του. Κι αν πράγματι, δεν έχουμε αξιόπιστους δάσκαλους ­ προσωπικά, πιστεύω πως έχουμε, κρίνοντας από τις χιλιάδες των μαθητών μου ­, τότε είμαστε μια κοινωνία εν κινδύνω, μια κοινωνία ανάξια να την εμπιστευθεί κανείς και την ίδια ως κοινωνία.


Θεωρώ ότι κάθε μεταρρύθμιση για βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος πρέπει να γίνει αποκλειστικά μέσα στο σχολείο, αφού πρώτα το σχολείο οργανωθεί σωστά (με ιεραρχία, με αρμοδιότητες, με κίνητρα, με σωστή αξιολόγηση, με έλεγχο τής αποδοτικότητας κάθε σχολικής μονάδας κ.λπ.). Μα αυτό θα απαιτήσει κάποιον χρόνο και θα έχει και πολιτικό κόστος. Ναι! Και χρόνο θα απαιτήσει και κόστος θα έχει. Οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται μέσα σ’ ένα ή δύο χρόνια. Αλλά ούτε μπορούν να γίνουν ερήμην τού φυσικού φορέα τους, τού δασκάλου και τού σχολείου. Πρώτα να στήσουμε το σχολείο στα πόδια του, να λειτουργεί σωστά με όσο γίνεται καλύτερες εκπαιδευτικές προδιαγραφές και μ’ έναν δάσκαλο υποδειγματικά αμειβόμενο ­ δεν θα πάψω ποτέ να το τονίζω ­, και μετά ας ανεβάσουμε τις απαιτήσεις μας, ας κάνουμε ένα πραγματικά απαιτητικό σχολείο, όπως αυτό που οραματίζεται η σημερινή μεταρρύθμιση με όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της. Το ζήτημα ­ μη γελιόμαστε ­ δεν είναι να παραιτηθεί ο κ. Αρσένης ή όποιος άλλος υπουργός όποιας κυβέρνησης, όποιος δηλ. θα κληθεί εκάστοτε να αναλάβει την ευθύνη μιας μεταρρύθμισης, η οποία θα μορφώσει τους πολίτες τού 21ου αιώνα. Είναι πολύ πιο σύνθετο και πολύ ευρύτερο και ίσως ακόμη να χρειάζεται τη στήριξη προσωπικοτήτων που γνωρίζουν τα θέματα και δεν υπόκεινται σε οποιεσδήποτε δεσμεύσεις.


ΥΓ.: Το άρθρο τού κ. Π. Νούτσου («Το Βήμα» 17.1.99) δεν πείθει, νομίζω, τον απροκατάληπτο και προσεκτικό αναγνώστη ότι στο Λεξικό μου υπάρχει μια ορισμένη κοινωνικοπολιτική ιδεολογία. Η μόνη ιδεολογία που διέπει το Λεξικό μου, γνωστή από τα βιβλία μου και τα κείμενά μου στο «Βήμα» και αλλού, είναι η ιδεολογία τής ενιαίας ελληνικής γλώσσας (ιδεολογία τού Γ. Χατζιδάκι, τού Σεφέρη, τού Ελύτη και πλήθους σοβαρών επιστημόνων και πνευματικών ανθρώπων) καθώς και τής ιδιαίτερης ιστορικής σχέσης (σχέσης επιβίωσης αλλά και αναβίωσης) που πιστεύω ότι χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος τού λεξιλογικού μας θησαυρού. Το περιεχόμενο των λέξεων-όρων που εξετάζει ο κ. συνάδελφος δεν θα βρει κανείς να διαφέρει σημαντικά σε όλα τα μεγάλα ξένα έγκυρα λεξικά, στα ειδικά λεξικά και στις έγκυρες εγκυκλοπαίδειες, έργα στα οποία θα έπρεπε με την ίδια λογική να αναζητηθούν ανάλογες ιδεολογικές προθέσεις!


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.