Τα τελευταία σαράντα χρόνια η φιλοσοφική σκέψη δοκίμασε με πολλούς τρόπους να ξεφύγει από τη σκιά του Χέγκελ. H προσπάθεια συγκεντρώθηκε, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, στη διαλεκτική και στην κινητήριο δύναμή της: την άρνηση. Οι περισσότεροι, αν όχι τελικά όλοι, εμπνεύστηκαν από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Ο τελευταίος, όπως είναι γνωστό, ερμηνεύθηκε ως φιλόσοφος της κατάφασης. H φιλόδοξη ως και υβριστική νιτσεϊκή πρόταση «είμαι αυτός που λέει πάντα Ναι» έγινε το έμβλημα της εφόδου εναντίον της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Αναγνωρίζοντας την αποφασιστική σημασία της παρέμβασης του Νίτσε, ο Ντεριντά οικειοποιήθηκε για λογαριασμό του τη νιτσεϊκή πρόταση, αποφεύγοντας όμως την ευθεία αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Χέγκελ.


* H παγίδα και το τέχνασμα


Προφανώς είχε τους λόγους του. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η μετωπική σύγκρουση με τον Χέγκελ είναι ανώφελη ή, ακριβέστερα, καταλήγει πάντοτε υπέρ του τελευταίου. Με αφορμή το έργο ενός σύγχρονού του, ο Ντεριντά παρατηρούσε: «Μιλώντας εναντίον του Χέγκελ τον επικυρώνει, τον έχει ήδη επικυρώσει». Αν πράγματι, όπως το είχε διδάξει ο Χέγκελ, κάθε επόμενη φιλοσοφία είναι η συνθετική άρνηση της προηγούμενης, η προαποφασισμένη μοίρα των φιλοσόφων που έρχονται ύστερα από τον ίδιο είναι να τον αρνηθούν. Αλλά η άρνηση αυτή, όπως είναι φανερό, αποτελεί την πανηγυρική επιβεβαίωση της χεγκελιανής φιλοσοφίας: αρνούμενοι τη φιλοσοφία του Χέγκελ ως περιεχόμενο την επικυρώνουμε ως μορφή. Από τη σκοπιά αυτή, ο πανούργος Γερμανός γνώριζε καλά ότι είχε ήδη εξασφαλίσει την πρωταγωνιστική θέση στο θέατρο του απόλυτου. Γιατί ο δόλος του λόγου, δηλαδή η αναγκαία πορεία που οδηγεί σε προαποφασισμένους σταθμούς ανεξάρτητους από τους δικούς μας στόχους και τις επιθυμίες μας, ισχύει τόσο για την ιστορία όσο και για τον ίδιο τον λόγο. H πραγματικότητα είναι εμπράγματη λογική και τούτη δω η λογική του κόσμου αποκαλύπτεται επιτέλους στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην προοπτική αυτή δεν είναι παράλογο να ταυτιστεί η φιλοσοφία του Χέγκελ με το τέλος της φιλοσοφίας, αποδίδοντας στον όρο τη διπλή του σημασία: τέρμα και σκοπός.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν η πανουργία συνίσταται στην ταύτιση της τάξης του λόγου με την τάξη που ιδρύει το χεγκελιανό σύστημα, ο Ντεριντά συμπεραίνει ότι ο Χέγκελ πέτυχε να μας αναγκάσει, μιλώντας εναντίον του, να δανειστούμε τα λόγια του, αλλά στη μετωπική αυτή σύγκρουση ο τελευταίος λόγος ανήκει στον Χέγκελ: μόνο μαζί του μπορούμε να στραφούμε εναντίον του, μόνο σε συμφωνία με τον ίδιο μπορούμε να τον αμφισβητήσουμε. H παγίδα είναι τόσο καλά στημένη που μοιάζει σχεδόν αδύνατον να την αποφύγει κανείς. H πανουργία αντιμετωπίζεται με πανουργία, ο δόλος με δόλο, το τέχνασμα με τέχνασμα. Αλλά η σύλληψη και η εφαρμογή τεχνασμάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να τα υπολογίσει κανείς με ακρίβεια και προσοχή ή, με άλλα λόγια, απαιτείται ολόκληρη στρατηγική. Γιατί ο αντίπαλος έχει πάρει εκ των προτέρων τα μέτρα του, σίγουρος για τον εαυτό του μια και καθόρισε ο ίδιος τους κανόνες της αναμέτρησης.


* H απορία του θανάτου


Ο Ντεριντά υπολογίζει πολύ στο ύφος της αγέρωχης αυτής βεβαιότητας, την οποία ενισχύει επιδεικτικά με τον κρυφό στόχο να την υπονομεύσει. Από τις πλήρεις και λαμπρές σελίδες της φιλοσοφίας, ο ίδιος προτιμά τα Περιθώρια. Πρόκειται για τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα βιβλία του. Ολοι ξέρουμε τι είναι το περιθώριο μιας σελίδας: εκεί γράφουμε τον θαυμασμό, τις απορίες και τις παρατηρήσεις μας για το βιβλίο που διαβάζουμε. Ενα δεύτερο βιβλίο, με δυο λόγια, που περιβάλλει κατά κάποιον τρόπο το πρώτο, το βασικό. Αυτό το δεύτερο βιβλίο ο Ντεριντά το μετατρέπει σε πρώτο, ανατρέποντας σιωπηλά την παραδοσιακή τάξη. Ακριβώς στο περιθώριο θα ρωτήσει τι είναι αλήθεια οι πρόλογοι και οι εισαγωγές σε ένα φιλοσοφικό έργο; Αν ο φιλοσοφικός λόγος είναι απόλυτος, είναι το όλον, όπως το θέλει ο Χέγκελ, τι είναι αλήθεια ο πρόλογος; Βρίσκεται εκτός όλου; Τότε τι σόι λόγος είναι; Πού ανήκει; Πώς εξηγείται; Οι ερωτήσεις έχουν τη σημασία τους αν σκεφθεί κανείς ότι ο Χέγκελ, που γράφει ασυνήθιστα εκτεταμένους προλόγους σε όλα του τα έργα, υποστηρίζει ότι στη φιλοσοφία οι πρόλογοι είναι ανώφελοι, γιατί πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το ίδιο το πράγμα. Το κείμενο του Χέγκελ, επιβλητικό, γεμίζει τη σελίδα. Στο περιθώριό της όμως, που το απαιτεί η τυπογραφία, μπορεί κανείς να γράψει και να ρωτήσει. Και τα ερωτήματά του μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή από το κείμενο και να μας στρέψουν αλλού. Αν σκεφθούμε, ενδέχεται να αποφασίσουμε ότι το κέρδος δεν είναι μικρό. Ισως έτσι πρέπει να καταλάβει κανείς την περίφημη αποδόμηση: ως στρατηγική που μας επιτρέπει να μιλήσουμε και να πούμε πράγματα, όταν όλα φαίνεται να έχουν λεχθεί, τώρα που το απόλυτο ισχυρίζεται ότι έχει εκφραστεί.


Νομίζω ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις με το απόλυτο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεριντά ασκεί τη φιλοσοφία και η τέχνη με την οποία ασκήθηκε στη ζωή του. Τελευταία διαπραγματεύτηκε το τέλος του μέσω των εφημερίδων. Ο θάνατος δίστασε απορημένος. Αν εκτέλεσε τελικά το έργο του φαίνεται πως δεν το έκανε χωρίς δισταγμό και ίσως μάλιστα χωρίς κάποια ντροπή.


Τι είναι αποδόμηση; Ο Ζακ Ντεριντά δεν απαντούσε ποτέ σε αυτή την ερώτηση, λέγοντας ότι δεν υπάρχει ορισμός ο οποίος να δίνει το πραγματικό της νόημα. Ο Ρότζερ Κίμπολ, διευθυντής του περιοδικού «The New Criterion», προσπαθεί ωστόσο να δώσει μια απάντηση με άρθρο του στην εφημερίδα «The Wall Street Journal».


«Ακόμη και αν η αποδόμηση δεν μπορεί να οριστεί» γράφει, «μπορεί να περιγραφεί». Πρώτο χαρακτηριστικό της είναι, κατά την άποψή του, ότι με γλωσσολογικά τερτίπια και υπεκφυγές καθιστά τη συζήτηση οποιουδήποτε θέματος ακατανόητη. «Ενα από τα βασικά ρητά της» εξηγεί «είναι το «il n’ y a pas de hors-texte» – τίποτε δεν είναι εκτός κειμένου. Με άλλα λόγια, είναι μια βελτιωμένη εκδοχή του νομιναλισμού, της θεωρίας ότι το νόημα των λέξεων είναι εντελώς αυθαίρετο και ότι, στο βάθος, η πραγματικότητα είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει». Οι μέθοδοι και το λεξιλόγιο της αποδόμησης, άλλοτε νεωτεριστικά και «μόδα» της διανόησης, έχουν σταδιακά ενσωματωθεί, επισημαίνει ο κ. Κίμπολ, στην ακαδημαϊκή συζήτηση. «Είναι ωστόσο σημαντικό να αναγνωρίσουμε» υπογραμμίζει «ότι αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης εξασφάλισε τη συνεχή επιρροή της. Ενώ κάποτε ανήκε κυρίως στη Φιλοσοφία και στη Λογοτεχνία, η μηδενιστική προσέγγιση της αποδόμησης εξαπλώθηκε όλο και περισσότερο: στην Ιστορία, στην Κοινωνιολογία, στην Πολιτική Επιστήμη και στην Αρχιτεκτονική, στις νομικές σχολές και – ο Θεός να μας βοηθήσει! – στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων». «Ποιος μπορεί να ξεχάσει» συμπληρώνει θέλοντας να δείξει σε ποιο βαθμό η αποδόμηση έχει εισέλθει στη γενική ατμόσφαιρα «τον πολιτικό ο οποίος, κατηγορούμενος για ανάρμοστη συμπεριφορά, είπε για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «Ολα εξαρτώνται από το νόημα που δίνει κανείς στη λέξη είναι»».


H αιτία αυτής της απήχησης της αποδόμησης είναι, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κίμπολ, ο ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός χαρακτήρας της. «Επειδή η αποδόμηση λειτουργεί με την ανατροπή» γράφει, «οι υπεκφυγές της αποτελούν ταυτοχρόνως μια επίθεση. Επίθεση προς την πειστικότητα της γλώσσας και τους ηθικούς και πνευματικούς ισχυρισμούς που η γλώσσα κωδικοποίησε με την παράδοση». Μια επίθεση εναντίον της γλώσσας αποτελεί ωστόσο για τον κ. Κίμπολ, επίθεση και εναντίον της παράδοσης μέσα στην οποία ζει η γλώσσα και έτσι η αποδόμηση, υπονομεύοντας την ιδέα της αλήθειας, υπονομεύει όλες τις κατεστημένες αξίες.


«Μπορούμε να πούμε πολλά» καταλήγει ο κ. Κίμπολ «για το παλιό ρητό «de mortuis nil nisi bonum». Ο Ζακ Ντεριντά είναι νεκρός. Ας μη μιλάμε άσχημα γι’ αυτόν. Οι ιδέες του όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανές. Αξίζουν απλόχερη κριτική από όσους ενδιαφέρονται για τον πνευματικό ιστό της πνευματικής ζωής μας».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.